7 Μαῒου
Ἑορταζόμενοι ἅγιοι
● Ἐµφάνισις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ
● Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος
● Ὁ Ἅγιος Κοδρᾶτος καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν µαρτυρήσαντες
● Οἱ Ἅγιοι Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος
● Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης
● Ὁ Ἅγιος Μάξιµος
● Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ θαυµατουργὸς «ὁ ἐν Λυκαονίᾳ»
● Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Νέος, ὁ Μυροβλύτης (Εὕρεση τιµίων λειψάνων του)
● Ὁ Ὅσιος Παχώµιος ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας
● Μνήµη µεταθέσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυµίου τοῦ Μεγάλου
● Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Μάρτυρας
Περισσότερα στοιχεῖα
Ἐµφάνισις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ
Ἡ πρώτη ἐµφάνιση τοῦ Τιµίου Σταυροῦ ἔγινε στὸ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, µὲ τὸ θριαµβευτικὸ ἔµβληµα τῆς νίκης: «ἐν τούτῳ νίκα». Ἐδῶ ἔχουµε µία ἄλλη ἐµφάνιση, ποὺ ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήµ, περίπου τὸ 346 µ.Χ. Τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων ἦταν ὁ Κύριλλος καὶ βασιλιὰς ὁ Κωνσταντῖνος, γιὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἡ ἐµφάνιση αὐτὴ ἔγινε στὶς 7 Μαΐου. Ἦταν ἡ ὥρα (βυζαντινή) τρίτη, ὅταν ξαφνικὰ στὸν οὐρανὸ φάνηκε ὁ Τίµιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρός, σχηµατισµένος ἀπὸ ἐκθαµβωτικὸ φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, µέχρι καὶ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τὸ ὑπερφυσικὸ αὐτὸ θέαµα προκάλεσε µεγάλο θαυµασµὸ καὶ συγκίνηση σὲ ὅλους τοὺς εὑρισκοµένους στὴν Ἱερουσαλήµ. Νέοι καὶ γέροι, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅλοι µαζί, ἔτρεξαν στὴν ἐκκλησία καὶ µὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θερµὴ κατάνυξη εὐχαρίστησαν καὶ δόξασαν τὸ Θεό, τὸν Κύριό µας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἁγίασε τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ κατέστησε τὸ σηµεῖο αὐτοῦ ἰσχυρότατο ὅπλο τῶν ἀγωνιζοµένων χριστιανῶν κατὰ τοῦ διαβόλου.
ὉἍγιος Ἀκάκιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου µ.Χ. αἰῶνα. Ἔλαµψε καὶ αὐτὸς µεταξὺ τῶν ἀπειραρίθµων ἡρῴων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, στὸν διωγµὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ Γαλερίου Μαξιµιανοῦ. Ὑπηρετοῦσε στὶς στρατιωτικὲς τάξεις, καὶ εἶχε διοικητὴ τὸν ἑκατόνταρχο Φῆρµο. Κάποια µέρα αὐτός, µὲ ἀνωτέρα διαταγή, ἀνέκρινε τοὺς στρατιῶτες του γιὰ νὰ ἐξακριβώσει, πόσοι καὶ ποιοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανοί. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ὁµολόγησαν τὸ Χριστό, ἦταν καὶ ὁ Ἀκάκιος.
Ὁ Φῆρµος προσπάθησε νὰ τὸν µεταπείσει, ἀλλ᾿ ὁ Ἀκάκιος ἀπάντησε µεγαλόφωνα: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα, καὶ εἶµαι καὶ θὰ εἶµαι. Διότι ἔτσι µὲ διατάσσει καὶ ἔτσι τὸ θέλει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ καυχῶµαι µάλιστα, ποὺ κατάγοµαι ἀπὸ γενιὰ χριστιανική».
Ὁ Φῆρµος τότε, τὸν ἔστειλε στὸν ἀνθύπατο Βιβιανό. Αὐτὸς προσπάθησε µὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους – καλοὺς καὶ σκληρούς- νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν Ἀκάκιο. Μάταια ὅµως. Τὸν ἔστειλε τότε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ Βυζαντίου, ἀφοῦ ἀνελέητα τὸν µαστίγωσε. Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ἀνέλαβε τὸν Ἀκάκιο ὁ ἀνθύπατος Φλακκῖνος. Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ τὸν φυλάκισε, ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν ἄκαµπτη ἐµµονή του, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν ὁ Ἀκάκιος τότε 25 χρονῶν.
ὉἍγιος Κοδρᾶτος καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν µαρτυρήσαντες
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Δεκίου (249-251) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251-259) στὴ Νικοµήδεια. Συνελήφθη σὰν Χριστιανός, ὁδηγήθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο καὶ ὅταν τὸν ἀνέκρινε, ὁ Κοδρᾶτος, ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι χριστιανός. Τότε τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς, τὸν µαστίγωσαν µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ αἱµόφυρτο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἀπὸ τὴν Νικοµήδεια, µὲ προσταγὴ τοῦ ἀνθυπάτου, µεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου δι᾿ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ θανατώθηκαν ἄλλοι µὲ φωτιὰ καὶ ἄλλοι µὲ µαχαίρια. Ἐκεῖ ἀφοῦ τὸν κρέµασαν, ἔγδαραν τὶς σάρκες του, τὸν µαστίγωσαν καὶ τὸν ἔστειλαν στὴν Ἀπάµεια, ὅπου καὶ ἐκεῖ ὑπέστη πολλὰ καὶ ποικίλα µαρτύρια. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἀνθύπατος τὸν ὁδηγοῦσε δέσµιο στὴν Καισάρεια. Στὸ δρόµο, πολλὲς φορὲς προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Κοδρᾶτο νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς, ἀλλὰ ὁ µάρτυρας παρέµεινε ἄκαµπτος στὴν πίστη του. Τότε κοντὰ στὴν Ἑρµούπολη, διέταξε νὰ τὸν βάλουν ἐπάνω σὲ πυρακτωµένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἀποκεφάλισαν. Τελεῖται δὲ ἡ σύναξή του κοντὰ στὴν Ξηροκίρκου. Οἱ Ἅγιοι Ῥουφῖνος καὶ Σατορνῖνος Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια (τῆς Καππαδοκίας), τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀνθύπατος Νικοµήδειας Περίνιος, ὁδηγοῦσε ἐκεῖ τὸν µάρτυρα Κοδράτο.
ὉὍσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης
Ἔλαµψε στὰ χρόνια της σκληρῆς πάλης γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀσκητικότατος στὴ ζωή, εἶχε φοβερὸ ψυχικὸ σθένος καὶ µεγάλη τόλµη. Ἡ ἐµφάνισή του κλόνιζε τοὺς ἀντιπάλους καὶ στερέωνε τοὺς φίλους καὶ ὁµόδοξους. Οἱ εἰκονοµάχοι αὐτοκράτορες τὸν καταδίωξαν. Ἔτσι πέρασε πολλὲς περιπέτειες, τὶς ὁποῖες ὑπερνίκησε καὶ κατέβαλε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγµὸ ἐπανερχόταν ὀρµητικότερος. Ἐπίσης ἦταν προικισµένος καὶ µὲ θαυµατουργικὴ χάρη.
Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο στὸ στάδιο τῶν ἱερῶν ἀγώνων καὶ τὸν ἔφερε στὰ ἀθάνατα σκηνώµατα τῶν δικαίων.
ὉἍγιος Μάξιµος
Ἔζησε στὰ σκληρά, ἀλλὰ ἔνδοξα χρόνια τῶν διωγµῶν ποὺ ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Πιστὸς γνήσιος, πῆρε στοὺς ὤµους τὸν σταυρό του, κήρυττε παντοῦ τὸν Χριστὸ καὶ ἔφερε σ᾿ Αὐτὸν πολυάριθµους εἰδωλολάτρες. Γι᾿ αὐτὸ διώχτηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε δὲ τὴν ζωή του µέσα σὲ διαρκῆ κίνδυνο καὶ µάχη. Τέλος ἔπεσε, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε ἀπὸ φανατικοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔτσι φόρεσε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
ὉὍσιος Ταράσιος ὁ θαυµατουργὸς «ὁἐν Λυκαονίᾳ»
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye στὶς 8 Μαΐου καὶ ὀτον Λαυρωτικὸ Κώδικα 70 φ. 2176 στὶς 7 Μαΐου µὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόµνηµα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡµῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθηµα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι, χαµευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυµατουργιῶν µεγίστων ἐκ Θεοῦ, δαίµονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν µαλακίαν ἴωµενος· καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόµενος µετὰ µικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδηµίαν πρὸς Κύριον, ἀπῆλθε χαριεντιζόµενος µετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιµίαν ψυχήν».
ὉὍσιος Νεῖλος ὁ Νέος, ὁ Μυροβλύτης (Εὕρεση τιµίων λειψάνων του)
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλήτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων. «Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν µεσασµὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσµος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνοµία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσµος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, µετασχηµατίζωνται αἱ µορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυµασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασµὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιµένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς µὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν µέγιστον βαθµόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, µοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς µεγίστης ἁµαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισµα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως. Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιµένων καὶ ἀλλοίµονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσµῳ εὑρισκοµένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσµον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐµπόδια καὶ στενοχώριας. Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουµένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σηµεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁµιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν µίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες. Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, µὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήµην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ µὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ. Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡµέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόµενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστοµος ῥοµφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ». Καταγόταν – σύµφωνα µὲ τὴν Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1847 – ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Κυνουρίας. Ὅταν ὁ Νεῖλος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, µαζὶ µὲ τὸν θεῖο του Μακάριο (ποὺ ἦταν καὶ δάσκαλός του στὰ ἱερὰ γράµµατα), ἐντάχθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς. Ἐκεῖ ὁ Νεῖλος χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱεροµόναχος. Κατόπιν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευσε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτη (στὸ Καραβοστάσι) ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶναι ἄγνωστο πὼς τρεφόταν ἀφοῦ τὸ σπήλαιο εἶναι ἀπρόσιτο. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Νοεµβρίου 1651.
Ὁ τάφος του βρέθηκε στὶς 7 Μαΐου 1845 ἀπὸ µοναχὸ ὀνόµατι Αἰχµάλωτο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει τὸν τόπο στὸν ὕπνο του ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος. Κατὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ τάφου ἔγιναν πολλὰ θαύµατα. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἀνάβλυζε µύρο ποὺ γιάτρευε τοὺς πιστούς. Τὸ λείψανό του βρίσκεται στὸ µοναστήρι τῆς Λαύρας. Τιµᾶται ὡς προστάτης Κυνουρίας.
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχει ζωγραφίσει τὴν σεπτή του εἰκόνα στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων-Ἀχαρνῶν.
ὉὍσιος Παχώµιος ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας
Βλέπε βιογραφία του 21 Μαΐου.
Μνήµη µεταθέσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυµίου τοῦ Μεγάλου
Σ᾿ ἄλλους Συναξαριστές, (Deleyaye σ. 406), κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡµῶν Εὐθυµίου».
ὉἍγιος Κύριλλος, Μάρτυρας.