ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Πράξ. θ΄ 32-42

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ἔστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσο­λύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυ­­­φλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος ­κίνησιν. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσή­ματι. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑ­­­­γιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ­ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν·
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐ­­τόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιη­­­­σοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. μετὰ ταῦτα εὑρί­-
σκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ᾿­Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

1. Ὑπομονὴ στὶς ἀσθένειες

Τριάντα ὀκτὼ ὁλόκλη­ρα χρόνια ὑπέφερε ὁ παράλυτος τοῦ σημερι­νοῦ Εὐαγγελίου. Ἔ­­­­πα­σχε ἀπὸ μακροχρό­νια καὶ ἀνίατη ­ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ­κατέφυγε στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, στὴ μικρὴ ἐ­κείνη λίμνη, ὅπου πλῆ­θος ἀσθενῶν προσδο­κοῦσαν τὴ θαυματουργικὴ θερα­πεία τους, κά­θε φορὰ ποὺ ὁ ἄγγελος τάραζε τὰ ὕδατά της.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ μεί­­νει ἀσυγκίνητος μπρο­στὰ στὴν εἰκόνα τῆς Βηθεσδᾶ μὲ τὶς πέντε στοές! «Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀ­­­­σθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχο­μένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Στὶς στοὲς γύ­­ρω ἀπὸ τὴ δεξαμενὴ βρίσκονταν ξα­πλω­μέ­νοι πάρα πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κου­τσοί, ἄνθρωποι μὲ κάποιο μέλος πιασμένο καὶ ἀναί­σθη­το ἢ ἀτρο­φι­κό· κι ὅλοι αὐτοὶ περίμεναν νὰ ἀναταραχθεῖ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας.
Πλῆθος ἀρρώστων καὶ πολλοὶ ἀπ’ αὐ­τοὺς μὲ ἀσθένειες μακροχρόνιες καὶ ἀνίατες. Τέτοιοι ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ καὶ σήμερα. Καὶ ὅμως ἀρκετοὶ ἀπὸ μᾶς παραπονούμαστε κάποτε γιὰ ἕναν πονοκέφαλο, μερικὲς ἀϋπνίες ἢ τὴν ἀδιαθεσία μιᾶς ἡμέρας… Καὶ δὲν σκεπτόμαστε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐπὶ μῆ­νες ἢ καὶ ἔτη ἀκόμη βρίσκονται καθηλωμένοι στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου. Πολλὲς φορὲς μάλιστα οἱ ἀσθενεῖς αὐτοὶ δείχνουν μεγάλη ὑπομονή, μερικοὶ δὲ ποὺ ἔχουν δυνατὴ πίστη αἰσθάνονται περισσότερο εὐτυχεῖς ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς καὶ ἐφαρμόζουν ἔτσι τὸ ρητὸ τοῦ ἀποστόλου Ἰα­κώβου: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε… ὅταν πει­ρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις»· ὅταν πέσετε μέσα σὲ διάφορες δοκιμασίες καὶ θλίψεις, νὰ θεωρεῖτε, ἀδελφοί μου, τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰτία τέλειας χαρᾶς (Ἰακ. α΄ 2).
Γι’ αὐτό, ὅταν ἐπισκεπτόμαστε τὰ νοσοκομεῖα καὶ τὶς κλινικὲς γιὰ νὰ συμπαρασταθοῦμε στοὺς πάσχοντες ἀδελφούς μας, ἂς ἐκτιμοῦμε περισσότερο τὸ πολυτιμότατο δῶρο τῆς ὑγείας καὶ ἂς διδασκόμαστε ἀπὸ τὴν ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ τῶν ἀσθενῶν.

2. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»

Δὲν ἦταν ὅμως μόνο ἡ βαριὰ ἀσθένεια τοῦ παραλύτου ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑποφέρει 38 ὁλόκληρα χρόνια. Ἦταν καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρό: ἡ μοναξιά. Ἡ πλήρης ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸν πλησίασε ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, μὲ πόνο ψυχῆς ἐξέθεσε τὸ δράμα του: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ εἶπε. Δὲν ἔχω οὔτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ μὲ βοηθήσει.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ ­σήμερα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ διαμένουν σὲ πολυκατοικία, ζοῦν σὰν σὲ ἀπομόνωση καὶ πεθαίνουν χω­­­ρὶς ­κανεὶς νὰ τὸ πάρει εἴδηση. ­Ὑπάρχουν μοναχι­κοὶ ἀσθενεῖς, γέροντες ­ἀνήμποροι, παιδιὰ ἐγ­­καταλειμμένα, ­μητέρες ­ἀ­­­­βοήθητες… Ὅλοι ἐπαναλαμβάνουν μὲ πόνο τὸ «ἄν­θρωπον οὐκ ἔχω», ­ὑ­­­­­πο­­γραμμίζοντας τὴ διαπίστωση ὅτι ἡ μο­­­ναξιὰ ἀποτελεῖ τραγικὸ φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας.
Σ’ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ φαίνεται ὅτι λεί­πει ἡ ἀνθρωπιά, ἂς ἐμπνευστοῦμε ἀ­­­πὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως Ἐ­­­κεῖνος ἔγινε ὁ εὐεργέτης τοῦ ­παραλύτου, καθὼς καὶ ἀναρίθμητων ἄλλων ἀνθρώπων, ἂς σταθοῦμε κι ἐμεῖς δίπλα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν κάποια ἀνάγκη, μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια. Μὲ θυσία καὶ αὐταπάρνηση. Ἔτσι ὥστε κανεὶς νὰ μὴν ἔχει τὸ πικρὸ παράπονο «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»…

3. «Μηκέτι ἁμάρτανε»

Ὁ Κύριος, ἀφοῦ θεράπευσε τὸν παράλυτο, τοῦ ἔδωσε στὴ συνέχεια καὶ μία συμβουλή: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Πρόσεξε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ μὴν ἁμαρτάνεις πιά, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ εἶχες καὶ ἡ ὁποία σοῦ συνέβη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρόσεξε μὴν πάθεις χειρότερη συμφορὰ στὸ σῶμα σου καὶ χάσεις μαζὶ μὲ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυχή σου.
Κάποιες φορὲς μερικὲς ἀρρώστιες τοῦ σώματος μπορεῖ νὰ ὀφείλονται σὲ ἁμαρτήματά μας ἀνεξομολόγητα καὶ ἀδιόρθωτα. Ἂς μετανοοῦμε καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ μὴν ξαναπέφτουμε σ’ αὐτά. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἂς ἀντηχεῖ δυνατὰ μέσα στὴν ψυχή μας: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁ­­­μάρτανε»!