Δέκα χρονῶν τό ᾿χει φθάσει τὸ παιδί της, τὸν Ἀλέξη, ἡ καλομάνα ἡ Δέσποινα. Ἄλλο δὲν μπόρεσε νὰ κάνει. Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ ὑπεραγαπᾶ. Τὸ φροντίζει καὶ τὸ μορφώνει μὲ κάθε λογῆς ἄξια πράγματα. Καὶ κεῖνο τὰ δέχεται ὅλα μὲ πηγαία εὐγνωμοσύνη. Καὶ ἐνῶ μεγαλώνει, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ κακία τοῦ κόσμου δὲν τὸ ἀλλοτριώνει. Εἶναι εὐτυχία νά ’χει κανεὶς τέτοιο παιδὶ σήμερα. Δῶρο Θεοῦ εἶναι, ἀκριβό. Τὸ ξέρει αὐτὸ ἡ μάνα. Καὶ ἀπὸ ταπείνωση δὲν μιλάει σὲ τρίτους. Ἀλλὰ σήμερα θέλει νὰ μιλήσει στὴν ξαδέρφη της, τὴν ἔμπιστη, τὴ Λένα.
Κυριακὴ ἀπογευματάκι. Καθισμένες στὸ σαλόνι λένε τὰ δικά τους. Χαρὰ Θεοῦ ἔξω. Μάης μὲ τὰ μύρα τῆς Ἄνοιξης. Ὁ Ἀλέξης ἔχει βγεῖ ἔξω, γιὰ τὸ Κατηχητικὸ ποὺ τόσο ἀγαπᾶ, καὶ μετὰ γιὰ μιὰ βόλτα στὴν παραλία μὲ τὸν πατέρα του. Τὸ κάνουν αὐτὸ συχνὰ πατέρας καὶ γιός. Εἶναι ζηλευτὴ εὐτυχία νὰ ἔχει κανεὶς χρόνο καὶ διάθεση νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ παιδί του.
–Λοιπόν, Λένα μου, θέλω ἐμπιστευτικὰ νὰ σοῦ πῶ ἀπόψε κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸν Ἀλέξη ποὺ κι ἐσὺ τὸν καμαρώνεις καὶ ποὺ μοῦ τὸν χάρισε ὁ Θεὸς μὲ θαῦμα τοῦ Ταξιάρχη, δὲν τὸν ἔχω μόνο παιδί μου ἀλλὰ καὶ δάσκαλό μου σοφό. Θὰ στὸ ἀποδείξω:
Θυμᾶμαι σὰν νά ’ταν χθές. Ἦταν δὲν ἦταν τριῶν χρονῶν. Τὸν εἶχα στὴν κούνια. Σηκώθηκε, ἅπλωσε τὰ μικρὰ χεράκια του καὶ τὰ γάντζωσε στὸ δίχτυ τὸ προστατευτικό. Τεντώθηκε μετὰ στὰ ποδαράκια του καὶ κοιτώντας με παρακλητικὰ μοῦ ’πε: «Μαμά, ὅταν ὁ μπαμπὰς σὲ βρίζει, δὲν θὰ θυμώνεις. Νὰ φεύγεις μακριὰ καὶ θὰ τοῦ περάσουν τὰ νεῦρα. Νὰ πηγαίνεις στὸ ἄλλο δωμάτιο», καὶ μοῦ ’δειχνε πρὸς τὸν διάδρομο τὴν ἄλλη πόρτα. Ποιὸς δίδαξε, Λένα μου, τὸ μικρὸ αὐτὸ παιδὶ σὲ τέτοια ἡλικία τούτη τὴ μεγάλη σοφία; Ὤ, ἂν εἶχα ἐφαρμόσει ἀπὸ τότε τούτη τὴ συμβουλὴ τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ὑπομονῆς, πόσο πιὸ πολλὴ εἰρήνη θὰ εἶχα στὴν καρδιά μου γιὰ τὸν ἄνδρα μου καὶ πόσες φωτιὲς δὲν θὰ εἶχα προλάβει!…
Ὅταν ἦταν ἕξι χρονῶν ὁ Ἀλέξης, μὲ ἄκουσε, φαίνεται, ποὺ μιλοῦσα ἔντονα στὸ τηλέφωνο μὲ τὴ θεία μας τὴ Μαρίκα, τὴ μακαρίτισσα τώρα, καὶ μοῦ ’πε: «Μαμά, δῶσ’ της ἄλλη μία εὐκαιρία. Μὴν τὴν διώχνεις… μὴν τὴν διώχνεις»! Συγκλονίστηκα τότε, Λένα μου. Πῶς τὰ κατάλαβε ὅλα; Τοῦ ’κανα τὴ χάρη τοῦ παιδιοῦ μου. Τὸ ἄκουσα. Γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς μιλοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔδιωξα τὰ μίση καὶ τὶς ἔχθρες τὶς παλιές. Τὰ βρήκαμε μὲ τὴ θεία. Καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ εὐτυχισμένη, μέσα στὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ.
Τὰ περασμένα Χριστούγεννα πήγαμε μὲ τὸν Ἀλέξη στὸ χωριό. Ἐκεῖ, λοιπόν, στὴν πλατεία, κάποιος ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποὺ ξέρουν νὰ πειράζουν τὰ παιδιά – ἄλλοτε ἀστεῖα καὶ ἄλλοτε σοβαρά – καθὼς τό ’δε μικρὸ καὶ συμμαζεμένο, τοῦ ’πε: «Ἔ! σὺ μικρέ, τώρα ποὺ μεγαλώνεις, τὸ νὰ ὑψώνεις τὴ φωνή σου καὶ νὰ σηκώνεις τὸ χέρι σου στὴ μαμά, αὐτὸ δὲν εἶναι κακό». Καὶ κεῖνο τὸ βλογημένο τὸ παιδί μου ξέρεις τί ἀπάντησε, Λένα μου, στὸν ἄγνωστο κύριο; Ἀφοῦ τὸν κοίταξε μὲ σοβαρότητα, τοῦ ’πε: «Μὴ συνεχίζεις. Μιὰ φορὰ τόλμησα καὶ τό ’κανα αὐτὸ στὴ μαμά μου. Καὶ ἐκείνη μοῦ εἶπε: “Κατέβασε τὸ χέρι σου, παιδάκι μου, γιατὶ θὰ σὲ τιμωρήσει ὁ ἄγγελός σου”. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μόνος μου δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξανακάνω αὐτὸ τὸ κακὸ γιατὶ ντρέπομαι». Τί ἔγινε μετά; Βρῆκε τὸν μπελά του ὁ γερο-Στρατὴς καὶ μάζευε τὰ λόγια του. Καὶ μᾶς τό ’λεγε: «Τό ἔβαλα σὲ πειρασμὸ τὸ παιδί σας, ἀλλὰ δὲν λύγισε». Καὶ ξέρεις τί ἔνιωσα μετὰ ἀπ’ αὐτό, Λένα; Ὅτι τὸ παιδὶ ὄχι μόνο ἀγαπάει νὰ ὑπακούει στὴ μητέρα του, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπακούει στὴ συνείδησή του…
Κι ἄλλο ἕνα περιστατικὸ θὰ σοῦ πῶ, τελευταῖο: τὴν περασμένη Κυριακή – πρωὶ ἦταν, γύρω στὶς 8.00 – ὁ ἄνδρας μου εἶχε φύγει γιὰ τὴ βάρδια του στὴν ὑπηρεσία. Ἐγὼ κοιμόμουνα. Ἦρθε λοιπὸν ὁ Ἀλέξης ἁπαλὰ καὶ μοῦ ’δωσε ἕνα φιλάκι καὶ μοῦ λέει πολὺ σιγὰ στὸ αὐτί – λὲς γιὰ νὰ μὴ μὲ ξυπνήσει – «Μανούλα, φεύγω, πάω μόνος μου στὴν ἐκκλησία, ἄλλωστε δίπλα τὴν ἔχουμε. Σοῦ ἔχω ἀφήσει γράμμα». Δὲν πρόλαβα νὰ ἀντιδράσω ἀμέσως. Τὴν ὥρα ποὺ ἄκουσα τὴν πόρτα νὰ κλείνει, ἀνασηκώθηκα. Καὶ βλέπω τὸ σημειωματάκι τοῦ Ἀλέξη ἀφημένο στὸ κομοδίνο. Κοίταξέ το, Λένα μου, νὰ δεῖς τί γράφει: «Μανούλα, ἐγὼ φεύγω. Καὶ μὴ φᾶς, γιατὶ θὰ σοῦ φέρω ἀντίδωρο. Σήμερα εἶναι ἡ σειρά μου. Θὰ εἶμαι παπαδάκι». Φαντάσου λοιπὸν τί ἔπαθα ἀπὸ τὸ σημείωμα τοῦ παιδιοῦ μου. Ποῦ νὰ ξανακοιμηθῶ; Ἑτοιμάστηκα γρήγορα καὶ πῆγα στὴν ἐκκλησία…
Συγχώρεσέ με, Λένα μου, ποὺ περιαυτολόγησα. Μὴν τὸ βλέπεις ὅμως ἔτσι. Στὴν οὐσία δοξολόγησα τὸν Θεό. Σκέψου τί εὐθύνη ἔχω γιὰ τοῦτο τὸ παιδί. Ἂν σὲ τέτοια ἡλικία σκέφτεται καὶ ζεῖ ἔτσι, φαντάσου πόσο μεγάλος μπορεῖ νὰ φανεῖ αὔριο.
–Ναί, Δέσποινα. Ἔχεις δίκαιο, καλή μου ξαδερφούλα. Ξέρεις τί σημαίνει νὰ προετοιμάζουμε σήμερα τοὺς αὐριανοὺς σωστοὺς ἀνθρώπους; Ἔχουμε χρέος νὰ μὴν καταστρέψουμε ὅ,τι εὐγενικὸ ἔκρυψε ὁ Θεὸς στὰ ἀθῶα παιδιά μας. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὴ συνείδησή τους νὰ Τὸ ἀφήνουμε νὰ φανερώνει αὐτὸ ποὺ θέλει στὶς ἄκακες ψυχές τους. Καὶ προπαντὸς νὰ κρατοῦμε τὰ παιδιά μας στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Καλοφωτισμένο τὸ παιδί σου, τὸ ἀνηψάκι μου, νὰ εἶναι, Δέσποινά μου! Νὰ ζεῖ γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει ὅλους. Καὶ νὰ τὸ ἀσφαλίζει ὁ Θεὸς στὴ χάρη Του. Πολὺ σ’ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἀποψινὴ ἀποκάλυψη.