21 Μαῒου

0521

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη, Ἐκδόσεις Χ.Δ.Τσολακίδη

Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος γεννήθηκε τὸ 274 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος ὁ Α´ ὁ Χλωρὸς καὶ μητέρα του ἡ Ἑλένη, ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ 18 χρονῶν ἔγινε στρατιωτικὸς καί, χάρη στὴν ἀνδρεία του, τιμήθηκε μὲ τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τοῦ στρατοῦ. Ἦταν αὐτός, ποὺ μὲ τὸ χριστιανικὸ σταυροειδὲς λάβαρο μὲ τὸ ἑλληνόγραμμα «ἐν τούτῳ νίκα», κατατρόπωσε τὰ στρατεύματα τοῦ Μαξεντίου καὶ ἔπειτα τοῦ Λικινίου. Ἐπίσης, ἦταν ὁ πρῶτος αὐτοκράτωρ ποὺ εὐνόησε τὴν Ἐκκλησία, μετὰ ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες ἀνελέητου διωγμοῦ. Μετέφερε τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους του στὸ ἀρχαῖο βυζάντιο, καὶ ἐκεῖ ἔκτισε τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ τέλος, ὁ Κωνσταντῖνος ἀξιώθηκε καὶ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ ἀμέσως μετὰ εἶπε: «Νῦν ἀληθεῖ λόγω μακάριον οἴδ΄ ἑμαυτόν, νῦν τῆς ἀθανάτου ζωῆς πεφάναι ἄξιον, νῦν τοῦ θείου μετειληφέναι φωτὸς πεπίστευκα». Τώρα, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, ξέρω ὅτι εἶμαι μακάριος, τώρα ἔχω γίνει ἄξιος τῆς ἀθανάτου ζωῆς, τώρα ἔχω πιστέψει πὼς ἔλαβα τὸ θεῖο φῶς. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος πέθανε σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν (21 Μαΐου 337). Ἡ δὲ μητέρα του Ἑλένη, ποὺ συνεορτάζεται μὲ τὸ γιό της, ἦταν αὐτὴ ποὺ βρῆκε τὸν Τίμιο Σταυρὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἔδωσε στὸ Μ. Κωνσταντῖνο τὴν πρέπουσα διαπαιδαγώγηση. Ἄλλωστε, καὶ ὁ ἴδιος τὴν τίμησε, ὅταν στὴ μεγάλη πλατεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔκτισε δυὸ στῆλες, μία δική του καὶ μία τῆς Ἑλένης, ποὺ ἔφερε τὴν ἐπιγραφή: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν».

Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος

Γιὸς γονέων εὐσεβῶν, ποὺ ζοῦσαν στὴ μικρὰ Ῥωσία. Μικρὸς ἀκόμα αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ποὺ τὸν πούλησαν σ΄ ἕνα Τοῦρκο βυρσοδέψη ἀπὸ τὸ Οὔσακι τῆς Φιλαδέλφειας. Ὁ Τοῦρκος αὐτὸς προσπάθησε νὰ ἐξισλαμίσει τὸν Παχώμιο, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ τὸν κάνει κληρονόμο του καὶ θὰ τοῦ ἔδινε γιὰ γυναῖκα τὴν κόρη του. Ὁ Παχώμιος ὅμως ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Κάποτε ὅμως ἀῤῥώστησε καὶ κάποιοι Τοῦρκοι ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν, τὸν ἕντυσαν μὲ τὴν βία τούρκικα ῥοῦχα. Στενοχωρημένος γιὰ τὸ γεγονὸς ὁ Παχώμιος, ἔφυγε σὰν πραγματευτὴς στὴ Σμύρνη, ὅπου πέταξε τὰ τούρκικα ῥοῦχα καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἐξομολογήθηκε στὸν ἐνάρετο ἱερομόναχο Ἰωσὴφ καὶ ἔζησε κοντά του 12 χρόνια, ἀσκούμενος στὴν ἀρετή. Ἔπειτα πῆγε στὰ Καυσοκαλύβια, κοντὰ στὸν ὅσιο Ἀκάκιο, ὅπου ἔζησε κοντά του ἕξι χρόνια καὶ ἔγινε τύπος καὶ παράδειγμα ἐναρέτου μοναχοῦ. Τὸν κατέλαβε ὅμως ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ ὁσίου Ἀκακίου, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Οὔσακι, μὲ τὴν συνοδεία τοῦ γέροντα πατρὸς Ἰωσήφ. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασε στὴν πατρίδα τοῦ ἀφέντη του ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, στὸν ὁποῖο μπροστὰ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὸν μουσουλμανισμό. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἄφησαν ἐκεῖ τρεῖς μέρες νηστικό. Ὅταν πάλι τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁ Παχώμιος ἐπανέλαβε μὲ μεγαλύτερη τόλμη τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστό. Ὁ κριτὴς ἀποφάσισε τὴν θανατική του καταδίκη καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 21 Μαΐου 1730, ἡμέρα Πέμπτη τηςΑναλήψεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάστηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς καὶ σήμερα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου στὴν Πάτμο. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του παραχωρήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παύλου στὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὴν ἔγκριση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στὶς 26 Ἰανουαρίου 1953.