Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη, Ἐκδόσεις Χ.Δ.Τσολακίδη
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος
Ἀνεψιὸς τοῦ μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ὁ Βασιλίσκος, γεννήθηκε σὲ κωμόπολη τῆςΑμάσειας (Χουμίαλα). Ὁ ἔπαρχος τῆς Καππαδοκίας Ἀγρίππας, ὅταν ἔμαθε ὅτι εἶναι χριστιανός, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν φυλάκισε. Ἔπειτα, μὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἀλλὰ ὁ Βασιλίσκος, ἀντάξιος του θείου του, ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, μένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνίζεσθε σὰν ἄνδρες γενναῖοι, πᾶρτε δύναμη καὶ θάῤῥος. Ὁ ἔπαρχος σκέφθηκε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Βασιλίσκου, ἂν τὸν ἔφερνε σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ σὲ ἡμέρα ἐπίσημης τελετῆς. Πράγματι, κατὰ τὴν ἡμέρα ἐπίσημης τελετῆς, τοποθέτησε τὸν ὅσιο μὲ τιμὲς ἀνάμεσα σὲ ἐπισήμους πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Ἀλλὰ ὁ Βασιλίσκος σκέφθηκε καὶ πάλι τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: «Πάντα ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω». Θεωρῶ τὰ πάντα σκύβαλα καὶ ἄξια περιφρόνησης, προκειμένου νὰ κερδίσω τὸ Χριστό. Ἔτσι, ὄχι μόνο ἀπέῤῥιψε τὶς τιμὲς αὐτὲς τοῦ ἐπάρχου, ἀλλὰ θερμὰ προσευχόμενος, συνέτριψε τὰ ἀγάλματα τοῦ ναοῦ. Τότε, ὅλοι ἐκστατικοί, εἶδαν τὸ πρόσωπο τοῦ Βασιλίσκου νὰ ἀκτινοβολεῖ. Ἀμέσως διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του (στὰ Κόμανα τῆς Καπαδοκίας) καὶ τὸ σῶμα του τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι. Τὴ νύχτα, εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τὸ ἀνέσυραν καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλαδίμηρος ὁ βασιλεὺς καὶ θαυματουργός
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα Βουλγαρικὸ χωριό, τὸ Βλαδίμηρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Βλαδίμηρος. Ἦταν γιὸς τοῦ Νεεμᾶν, γιοῦ τοῦ Συμεὼν (890-1025), πρώτου βασιλιᾶ τῶν Ἀχριδῶν. Τὴ δὲ μητέρα του ἔλεγαν Ἄννα. Διαδέχτηκε στὸ θρόνο τῆς Σερβίας τὸν ἀποθανόντα βασιλιὰ καὶ πῆρε γυναῖκα τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Σαμουήλ. Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβέστατος καὶ ἔκτισε ἐκκλησιές, νοσοκομεῖα, πολλὰ φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα καὶ Μονή, στὴν ὁποία πήγαινε συχνὰ καὶ προσευχόταν. Ἡ ζωή του ἦταν πολὺ ἀσκητική. Ἐπειδὴ δὲ ἀπεῖχε ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν βασίλισσα γυναῖκα του, αὐτή, ὑποπτεύθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης πήγαινε μὲ ξένες γυναῖκες. Τὸν διέβαλε λοιπὸν στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ ἐξετάσει τὰ πράγματα, τὸν ἀποκεφάλισε στὶς 22 Μαΐου 1015.
Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ὁ Πελοποννήσιος
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοποτὸ τῆς Ἐπαρχίας Καλαβρύτων καὶ ἀνατράφηκε μὲ χριστιανοπρέπεια ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς μέν, ἀλλ᾿ ἐναρέτους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Παναγιώτης. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Πάτρα, ὅπου ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ σανδαλοποιοῦ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ἐργαζόμενος ἔντιμα, γιὰ 14 χρόνια. Κατόπιν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ ἦλθε στὰ Καλάβρυτα, ὅπου γιὰ τὴν ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, νοίκιασε ἕνα ἐργαστήριο. Οἱ ἰδιοκτῆτες ὅμως τοῦ ἐργαστηρίου ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Παναγιώτη περισσότερο νοῖκι ἀπ᾿ ὅτι συμφώνησαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή, ὅπου πιεζόμενος ὁ μάρτυρας καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε: «Τοῦρκος νὰ γίνω ἂν δώσω περισσότερα». Τελικὰ τοὺς ἔδωσε τὸ νοῖκι ποὺ ζητοῦσαν καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἔφυγε ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα καὶ πῆγε στὴν Τρίπολη, ὅπου διασκέδαζε στὰ περίχωρά της μὲ δυὸ ἄλλους φίλους του, λέγοντας ὅτι ἦταν Τοῦρκος. Ἡ συνείδησή του ὅμως τὸν ἤλεγξε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πῆγε στὴν ἱερὰ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, κοντὰ σ᾿ ἕνα σοφὸ Πελοποννήσιο γέροντα τὸν Τιμόθεο, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἔτυχε πνευματικῆς παρηγοριᾶς. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος. Μετὰ μὲ τὸν γέροντά του Τιμόθεο ἦλθε σὲ Ῥώσικο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια. Ἐκεῖ ἄναψε καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου μέσα του. Σὲ ἡλικία 25 ἐτῶν πῆγε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ὑποτάχθηκε στὸν πνευματικὸ πατέρα ἱερομόναχο Ἀνανία, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἐκεῖ δοκιμάστηκε γιὰ 40 ἡμέρες πῆρε τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἔφθασε στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἀγωνίστηκε μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ γιὰ 40 ὁλόκληρες ἡμέρες. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τὰ Καλάβρυτα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Τρίπολη. Πληροφορήθηκε ὅτι στὸ Ναύπλιο βρισκόταν ἕνας ἐξάδελφός του ἐξωμότης καὶ ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν πόλη αὐτή, προκειμένου νὰ διορθώσει τὸν ἐξάδελφό του. Παρέλαβε τὸν ἐξωμότη αὐτὸνσὰν συνοδίτη, ἐπανῆλθε στὴν Τρίπολη καὶ παρουσιάστηκε στὸν Μουφτὴ τῆς πόλης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε ἔγγραφη διαταγὴ νὰ παραστεῖ μπροστὰ στὸν κριτή, τὴν ἡμέρα μεγάλης σύναξης πολλῶν προκρίτων χριστιανῶν καὶ Ἀρχιερέων. Στὴ σύναξη λοιπὸν αὐτή, ὁ Παῦλος, μπροστὰ σ᾿ ὅλους κήρυξε τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔκανε δριμύτατο ἔλεγχο τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας. Ὁ κριτής, μπροστὰ στὴν ἀμετάθετη γνώμη τοῦ μάρτυρα, τὸν καταδίκασε νὰ καεῖ ζωντανός. Κάποιοι Τοῦρκοι ὅμως, εἶπαν ὅτι ἐνδέχεται οἱ χριστιανοὶ νὰ πάρουν τὴν στάχτη καὶ τὰ λείψανα τοῦ μάρτυρα, ὁ κριτὴς μετέβαλε τὴν ἀπόφασή του καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 22 Μαΐου 1818 στὴν Τρίπολη. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πέταξαν στὸ χῶρο ἀκαθαρσιῶν τοῦ σπιτιοῦ ἑνὸς Τούρκου ἡγεμόνα. Τὸ παρέλαβαν ὅμως κρυφὰ οἱ χριστιανοὶ καὶ ἀφοῦ τὸ καθάρισαν στὴν ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν, τὸ ἐνταφίασαν. Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος Βερτσάγιας ὁ Ζακυνθινός, Ἁγιορείτης τοῦ Ῥωσικοῦ κοινοβίου. Ναὸς τοῦΑγίου βρίσκεται στὴν Τρίπολη καὶ εἰκόνα του στὸν ναὸ τῶν Εἰσοδίών της Θεοτόκου στὴν Ἀθήνα (Καπνικαρέα). Ὁρισμένοι Συναξαριστές, αὐτὴ τὴν μέρα καὶ μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ νέου ὁσιομάρτυρα Παύλου, ἀναφέρουν καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Μήτρου ἢ Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του εἶναι τὴν 28η Μάιου, ὅπου καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Αὐτὸ γίνεται, προφανῶς διότι καὶ οἱ δυὸ τιμῶνται στὴν ἴδια πόλη τὴν Τρίπολη τῆς Ἀρκαδίας, ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους.