Τὰ θαύματα στὴ ζωή μας

Ἕνα θαῦμα θέλω! Νὰ δῶ, νὰ ζήσω, νὰ πιστέψω. Πόσοι καὶ πόσοι «πι­­­­στοὶ» δὲν σκέφτονται καὶ δὲν ἐκ­­φράζονται μὲ τὸν πανομοιότυπο αὐ­τὸ τρόπο, ἀναζητώντας ταυτόχρονα καὶ ἐ­­­­ρευνώντας σὲ τόπους ἱεροὺς καὶ σὲ ἀν­­­­θρώπους πνευματικοὺς τὴ θέα ἑνὸς θαύματος… Ἀλλὰ τὰ θαύματα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μας μέχρι σήμερα οὔτε γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ γινόντουσαν, οὔτε πραγματοποιοῦνταν ἄνευ πίστεως μὲ σκοπὸ νὰ γεννήσουν τὴν πίστη. Τὰ θαύματα προϋποθέτουν τὴν πίστη καὶ λειτουργοῦν ὡς μέσα γιὰ τὴν πιὸ δυναμικὴ καὶ οὐσιαστικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὰ θαύματα ὀνομάζονται καὶ «σημεῖα», δηλαδὴ σημάδια ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ προσανατολίσουν, νὰ καθο­δηγήσουν καὶ νὰ κατευθύνουν τὸν ἄν­θρωπο στὸ Θεὸ καὶ τὴ Βασιλεία Του.
Στὴ δημόσια δράση τοῦ Κυρίου μας ἐπὶ τῆς γῆς ἐχρειάζετο πίστη γιὰ τὴν ἀ­­­­ποδοχὴ τῆς διδασκαλίας Του· ἡ ἴδια ἐχρειάζετο καὶ γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ποὺ παρευρίσκονταν σὲ πολ­λὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μας ὄχι μόνο δὲν ὁδηγοῦνταν σὲ μετάνοια μέσῳ αὐτῶν καὶ σὲ πίστη σὲ Αὐτὸν ποὺ τὰ ἐνεργοῦσε, ἀλλὰ ἔπεφταν καὶ σὲ βλασφημία, ἀφοῦ τὰ ἀπέδιδαν στὸν διάβολο. «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια», ἔλεγαν (Ματθ. θ΄ 34). Μὲ τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου βγάζει τὰ δαιμόνια, διέδιδαν γιὰ τὸν Κύριο στὸν λαό. Βλασφημοῦσαν ἔ­­­τσι οἱ ἴδιοι παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν διά­βολο.
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη τὸ θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουμε. Οὔτε ἡ ἀσθενική μας πίστη ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη θαυμάτων στὴ ζωή μας. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ἔχει πιστέψει ἀληθινὰ στὸ Χριστὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ θαῦμα, γιατὶ ἤδη πιστεύει. Καὶ ἡ ἴδια ἡ πίστη του τοῦ φανερώνει πιὸ εὐδιάκριτα τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπ’ ὅ,τι θὰ τοῦ τὸ φανέρωνε ἕνα θαῦμα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος βεβαίωσε τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ ὅτι εἶναι «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. κ΄ 29). Δηλαδὴ πιὸ εὐτυχισμένοι εἶναι ὅσοι κατέχουν τὴν πίστη, χωρὶς νὰ χρειασθοῦν θαυμαστὲς καὶ ὑπερφυσικὲς ἀποδείξεις.
Κάθε φορὰ ἑπομένως ποὺ ἀναζητοῦμε στὴ ζωή μας θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουμε, δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιβεβαιώνουμε ὅτι λησμονοῦμε ἢ δὲν αἰσθανόμαστε τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦμε διαρκῶς μέσα στὸ θαῦμα. Γιὰ τὸν πιστὸ ὅλα εἶναι ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Γιὰ τὸν ἄπιστο τὰ πάντα εἶναι ἀκατανόητες ἢ δυσνόητες συμπτώσεις.
Τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς, τὸ χαμόγελο ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, τὸ δάκρυ ἑνὸς μετανοημένου ἁ­­­μαρτωλοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς Τὸν κάνουν φανερὸ καὶ αἰσθητό. Μέσα στὰ θαύματα ζοῦμε. Τὴ χάρη καὶ Τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ζητᾶμε, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βλέπουμε καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὰ θαυμάσιά Του.
Γιατὶ μόνο αὐτὸς ποὺ βρίσκεται μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμή της μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὸν Θεό. «Ἐν τῷ φωτί Σου, Κύριε, ὀψόμεθα φῶς». Μὲ τὸν δικό Σου φωτισμό, Κύριε, μόνο μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ φῶς τῆς παρουσίας Σου στὴ ζωή μας.
Αὐτὸν τὸν φωτισμὸ νὰ Τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς χαρίζει, αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, ἔτσι ὥστε διαρκῶς νὰ ἀτενίζουμε καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὰ θαυμάσιά Του τὰ «χαρισθέντα ἡμῖν» (Α΄ Κορ. β΄ 12).