Ἡ ἀπρόσμενη ἀπόφαση τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περὶ ἱδρύσεως ξεχωριστοῦ Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν προξένησε θλίψη βαθιὰ σὲ κάθε ἄγρυπνη Ὀρθόδοξη συνείδηση.
Ἀκόμη ὅμως μεγαλύτερη θλίψη δημιουργεῖ νεότερη ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος, μὲ τὴν ὁποία, ὑπεραμυνόμενο τῆς ἀποφάσεώς του, χρησιμοποιεῖ διάφορα ἐπιχειρήματα τάχα ἐπιστημονικά. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅμως ἐπιστρατεύει ὡς σημαντικὸ ἐπιχείρημα καὶ τὸ ὅτι ἡ ἵδρυση τέτοιου Τμήματος θὰ συντελέσει στὴν «προαγωγὴ τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων καὶ σχέσεων καταλλαγῆς» μεταξὺ Ἰσλαμισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ.
Ἀλήθεια, ποιὰ κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀνάμεσα στὸ χριστιανικὸ φῶς καὶ τὸ ἰσλαμικὸ σκοτάδι; Ποιὰ καταλλαγὴ ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ ψεῦδος τῶν ἄλλων θρησκειῶν; Οἱ θεολόγοι τοῦ Τμήματος Θεολογίας δὲν ἔχουν διαβάσει ποτὲ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς ὅτι «πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. ϟε΄ [95] 5); Γιὰ ποιὲς σχέσεις καταλλαγῆς ὁμιλοῦν; Τὸ ἐπιδιωκόμενο ἐγχείρημα φανερώνει κοσμικὴ νοοτροπία τελείως ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ὑπηρετεῖ πολιτικὲς σκοπιμότητες, μεταβάλλοντας τὴ θεολογία σὲ ὄργανο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.
Ναί! Νὰ συμβιώνουμε εἰρηνικὰ μὲ ὅλους τοὺς λαοὺς ὁποιασδήποτε θρησκείας καὶ ἰδεολογίας. Ὄχι ὅμως νὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς ἀλήθεια τὴν πλάνη. Διότι αὐτὸ ἀποτελεῖ προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Κάτι ποὺ εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νὰ ἀποτραπεῖ. Πρωτίστως διότι θὰ ἀποτελέσει ὄνειδος γιὰ τὴν ἴδια τὴ Σχολή. Τὴ Σχολὴ ποὺ εἶχε τὴ δίκαιη φήμη ὅτι κρατάει σταθερὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι σημαντικότατη, ἀξιέπαινη καὶ πολὺ ἐνθαρρυντικὴ ἡ ἀντίθεση τοῦ δευτέρου Τμήματος τῆς Σχολῆς, αὐτοῦ τῆς Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, τὸ ὁποῖο στὴ συνέλευσή του τὴν 26η Μαρτίου ἔλαβε ὁμόφωνα ἀρνητικὴ θέση γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα.
Θέλουμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι ἡ Κοσμητεία τῆς Σχολῆς θὰ σταματήσει τὸ ἐγχείρημα. Διότι θὰ ἀποτελέσει πτώση ἀπροσμέτρητη ἡ τυχὸν πραγματοποίησή του.