Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη, Ἐκδόσεις Χ.Δ.Τσολακίδη
Ὁ Ἅγιος Εὐτυχὴς ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
Ὑπῆρξε ἄξιος στρατιώτης Χριστοῦ καὶ ἀκούραστος ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καρποφόρα διδασκαλία του καὶ τὰ ἐποικοδομητικά του ἔργα κράτησαν πολλὲς ψυχὲς ὄρθιες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Μάλιστα, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἁλιεύει ψυχὲς στὸ Χριστὸ μὲ τὰ σωτήρια δίχτυα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει καὶ τὴν ζωή του γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν σωτηρία αὐτῶν τῶν ψυχῶν, μιμούμενος τὸν Κύριο, ποὺ εἶπε: «Καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Δηλαδή, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ὑπηρετηθεῖ, ἀλλὰ ἦλθε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ζωή του λύτρο, γιὰ νὰ ἐξαγορασθοῦν καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο πολλοί. Ὁ φθόνος, ὅμως, τῶν πωρωμένων εἰδωλολατρῶν ὁδήγησε στὴ σύλληψη τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ κατόπιν στὸ μαρτυρικὸ θάνατο, μέσα στὰ βαθειὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ.
Ἡ Ἁγία Ἐλικωνίδα
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Γορδιανοῦ τοῦ Γ´, στὰ μέσα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα (238-244). Ἦταν Θεσσαλονικιὰ ἀλλὰ μετακόμισε στὴν Κόρινθο, ὅπου καταγγέλθηκε σὰν χριστιανὴ στὸν ἄρχοντα Περίνιο. Μάταια αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἐκείνη ἔμενε σταθερὴ καὶ φώναζε ὅτι εἶναι χριστιανή. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Περίνιος τὴν ἔβρισε χυδαῖα καὶ τῆς ξύρισε τὸ κεφάλι. Ἡ Ἐλικωνίδα χαμογελῶντας ἀπάντησε: «Σεῖς, ἔπαρχε, θεωρεῖτε ἄνθρωπο κυρίως τὸ σῶμα, καὶ τὴν ὀμορφιά του, νομίζετε ὅτι εἶναι ἡ κυριότερη ἀνθρώπινη ἀρετή, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴν βάση στηρίζετε τὴν ταπεινὴ καὶ πρόσκαιρη εὐτυχία σας. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς, τὸ ἐπίγειο σῶμα εἶναι ὅπως καὶ τὸ ῥοῦχο. Αὐτὸ κάποια μέρα θὰ παλιώσει καὶ θὰ πεταχτεῖ. Ἑπομένως ὅ,τι καὶ ἂν κάνεις τὸ φθαρτὸ σῶμα μου δὲν θὰ μὲ ἐνοχλήσει, διότι δὲν θὰ καταφέρεις νὰ βλάψεις, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς μου, ὅπου ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ στηρίζουμε τὴν αἰώνια εὐτυχία μας». Ὁ Περίνιος διέταξε τότε καὶ ἔβαλαν τὴν ἁγία μέσα σὲ λιωμένο μολύβι καὶ ἄσφαλτο. Ἡ θεία χάρη ὅμως τὴν κράτησε ἀβλαβή. Τὸ ἴδιο συνέβη, ὅταν ἀργότερα καὶ ὁ ἀνθύπατος Ἰουστίνος τὴν ἔριξε στὴ φωτιὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία. Τελικὰ ἡ Ἐλικωνίδα ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι φόρεσε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ ἱερομόναχος
Γεννήθηκε στὴν Προῦσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ἔγινε ἱερέας. Κάποτε ὅμως, τὸ 1801, καθὼς ἦταν μεθυσμένος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ὅταν συνῆλθε, παρουσιάστηκε στὸν κριτή, πέταξε τὸ σαρίκι καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὁ Ζαχαρίας προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸ μαρτύριο. Κατόπιν τὸν ἔβγαλαν καὶ μὲ κολακεῖες καὶ συμβουλὲς προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὸ φρόνημά του. Ἀλλ᾿ ὁ Ζαχαρίας παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Ἀμέσως τότε ἄρχισαν τὰ φρικτὰ βασανιστήριά του. Ἀφοῦ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα, ἕσφιξαν τὸ κεφάλι του μὲ πυρακτωμένα σίδερα. Κατόπιν ξερίζωσαν τὰ νύχια τῶν ἄκρων του μὲ μυτερὰ καὶ κοφτερὰ καλάμια, καὶ ἐξάρθρωσαν τὰ χέρια του. Στὴ συνέχεια τὸν ἔκλεισαν πάλι στὴ φυλακή, ἀλλ᾿ ὅταν τὸν ὁδήγησαν ἐπανειλημμένα στὸν κριτή, ὁ Ζαχαρίας ὁμολογοῦσε πάντα Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Τότε τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 28 Μαΐου 1802, σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Μῆτρος ἢ Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἐξισλαμίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, μαζὶ μὲ ἄλλους νέους, πιθανῶς μετὰ τὴν κατάπνιξη τῆς ἐπανάστασης τῆς Πελοποννήσου τὸ 1769. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ὅταν ἐξισλαμίστηκε ὀνομάστηκε Μουσταφᾶς. Ἀπὸ τὴν φύση του εὐφυὴς καὶ δραστήριος, ἀναδείχτηκε ὁ Μουσταφᾶς μεταξὺ τῶν ἐπιφανῶν Τούρκων τῆς Πελοποννήσου καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἔπαρχου (ἰμπροχώραγα), καὶ ἀπόκτησε πολὺ πλοῦτο καὶ δούλους. Ἐπιθυμοῦσε ὅμως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τῶν πατέρων του, γι᾿ αὐτὸ δὲν θαμπώθηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὶς τιμές. Πῆρε λοιπὸν τὴν ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει στὸν Χριστιανισμὸ καὶ προσῆλθε σ᾿ ἕνα πνευματικὸ στὴν Τρίπολη, ὅπου ἐξομολογήθηκε, πῆρε τὴν συμβουλή του καὶ ζοῦσε κρυφὰ χριστιανικά. Ἡ χριστιανική του ὅμως ζωὴ σκανδάλισε τοὺς μωαμεθανοὺς καὶ τὸν κατάγγειλαν στὸν πασὰ τῆς Τρίπολης. Ὁπότε ὁ μάρτυρας συνελήφθη στὸ Μυστρᾶ, ὁδηγήθηκε στὸν πασὰ τῆς Τρίπολης καὶ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ χύσει τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Παρὰ τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ πασᾶ, ὁ μάρτυρας παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη του. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα στὴ φυλακή, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 28 Μαΐου 1794, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, στὴν Τρίπολη. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρα Δημητρίου στὴν Τρίπολη. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Κορινθίας Μακάριος.