Γιὰ τὶς δύσκολες μέρες τῶν γηρατειῶν

Εἶναι πανανθρώπινος καὶ ἀκατανί­κητος ὁ νόμος τῆς φθορᾶς. Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, τὰ γηρατειὰ ἔρ­­χον­ται καὶ μαζί τους φέρνουν καὶ ἀρκετὰ ἄλλα δυσάρεστα ­προβλήματα. Ἡ ὅραση ἀδυνατίζει, ἡ ἀκοὴ δυσκολεύεται, τὰ χέρια δὲν ἀντέχουν βάρη, τὰ πόδια βαδίζουν πλέον ἀργά, ἡ μέση πονάει καὶ πιάνεται συχνὰ κλπ.
Αὐτοὶ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Μᾶς τὸ εἶ­πε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ θεοκίνητος Προφήτης, ὅτι μετὰ τὰ ὀγδόντα ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου (κι ἂν βέβαια ἡ κράση του εἶναι δυνατή) εἶναι «κόπος καὶ πόνος» (Ψαλμ. πθ΄ [89] 10).
Χαλαρώνουν οἱ σωματικὲς καὶ οἱ πνευματικές μας δυνάμεις καὶ παιδευόμαστε μᾶλλον παρὰ ἀπολαμβάνουμε εὐχάριστη ζωή.
Αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες τὶς ἐκμεταλλεύεται ὁ μισάνθρωπος διάβολος. Καί, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ πνευματικότατο ­σύγγραμμά του «Ὁ ἀόρατος πόλεμος», ἐπιτίθεται μὲ μανία ἐναντίον τοῦ γέροντος, ποὺ ἔ­­­χει ἐξασθενήσει ἡ θέλησή του. Καὶ ­θέλει νὰ τὸν ρίξει ἢ στὴν ἀπελπισία ἢ στὴν ὑ­­­περ­ηφάνεια· στὴν ἀπελπισία βάζοντας μέ­σα του σκέψεις ἀπαισιόδοξες, ὅπως ὅτι «δὲν ἔκανες τίποτε καλὸ στὴ ζωή»· καὶ στὴν ὑπερηφάνεια ὅτι «ἔφτασες στὴν ἀρετὴ τοὺς Ἁγίους»· μὲ ἀποτέλεσμα πρὶν πεθάνει νὰ τὸν δέσει στὸ ἅρμα του καὶ νὰ τὸν σύρει στὴν κόλαση μαζί του.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεόπνευστος Ψαλμω­δὸς παρακαλοῦσε τὸν Θεό: «Μὴ ἀπορρίψῃς με εἰς καιρὸν γήρως, ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχύν μου μὴ ἐγκαταλίπῃς με» (Ψαλμ. ο΄ [70] 9). Μὴν ἀδιαφορήσεις γιὰ μένα, Κύριε, στὰ γεράματά μου. Τότε ποὺ θὰ λιγοστεύουν οἱ δυνάμεις μου καὶ δὲν θὰ μπορῶ νὰ ἀντιμετωπίσω τοὺς πειρασμούς, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις μόνο μου καὶ ἀβοήθητο.
Ἔχουν πειρασμούς τὰ γηρατειὰ καὶ πο­λὺ μεγάλους μάλιστα. Ὁ σατανᾶς θυμίζει κάποτε στοὺς γέροντες εἰκόνες τῆς προηγούμενης ζωῆς τους, γιὰ νὰ τοὺς συγχίζει καὶ νὰ τοὺς κλέβει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους καὶ νὰ τοὺς ταλαιπωρεῖ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἔζησε ἀπὸ κοντὰ τὴ συμπεριφορὰ ἀρκετῶν γερόν­των στὸ Γηροκομεῖο ποὺ ὑπῆρχε στὸ τεράστιο φιλανθρωπικὸ Ἵδρυμα ποὺ ἵδρυσε καὶ τὸ ὁποῖο ὀνομάστηκε πρὸς τιμήν του «Βασιλειάδα», κάνει εἰδικὴ ἀ­­­ναφορὰ στοὺς γέροντες στὴ ­θαυμάσια θεία Λειτουργία του. «Τὸ γῆρας περικράτησον», λέει σὲ κεντρικὴ εὐχὴ τῆς θείας Λειτουργίας. Στήριξε, Κύριε ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὰ γηρατειά. Λίγες λέξεις μὲ πλούσιο νόημα καὶ περιεχόμενο. Παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει στὴν πιὸ ἱερὴ ὥρα τῆς Λατρείας τὸν Θεὸ νὰ στηρίζει καὶ νὰ προστατεύει τοὺς γέροντες, διότι εἶναι ἀδύναμοι καὶ εἶναι εὔκολο νὰ καταπέσουν. Ἔχουν ἀνάγκη στηριγμοῦ καὶ βοηθείας.
Ἔτσι πρέπει νὰ βλέπουμε τοὺς γέρον­τες ποὺ ἔχουμε τυχὸν στὸ σπίτι μας. Εἶναι οἱ ἀπόμαχοι τῆς ζωῆς, αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἔφεραν στὴ ζωή, μᾶς ἀνέθρεψαν, μᾶς ἀνάστησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες καὶ χαίρονται πλέον μὲ τὴν προκοπή μας. Τώρα ὅμως δίνουν τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς τους στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου μὲ πεσμένες τὶς δυνάμεις τους. Καὶ ὡς ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη στηριγμοῦ.
Ἔχουμε χρέος ἀγάπης καὶ εὐγνωμοσύνης ἀπέναντί τους καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς νὰ τοὺς στηρίζει ὁ Θεὸς στὰ γηρατειά τους. Ἀλλὰ καὶ ἕνα χαμόγελό μας ἀπέναντί τους, ἕνας καλός, εὐχάριστος λόγος μας πρὸς αὐτούς, ἕνα ἁπλὸ δωράκι στὴ γιορτή τους εἶναι στηριγμὸς στὰ γεράματά τους. Τοὺς δίνει χαρά. Τοὺς ἀναπτερώνει τὴν ἐλπίδα. Τοὺς ­ζωογονεῖ. Τοὺς βοηθεῖ νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει ­τέρμα του τὸν Παράδεισο τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖ ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχει φθορὰ καὶ γήρας, ἀλλὰ θὰ ἐπικρατεῖ αἰωνία νεότης.