ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Πράξ. β΄ 1-11

Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀ­­­πόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦ­­­­χος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐ­λαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ δια-λέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐ­τῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

1. «Εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε»

Τὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς ­Πεντηκοστῆς ποὺ ἑορτάζουμε τὴ σημερινὴ Κυριακὴ κυριαρχεῖ στοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα, καθὼς ἐπίσης στὶς εἰδικὲς εὐχὲς ποὺ ἀπευθύνει γονατιστὴ ὅλη ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Γονυκλισίας.
Μάλιστα ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων περιγράφει τί συνέβη ἀκριβῶς καὶ μᾶς μεταφέρει τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατοῦσε σ’ ἐκεῖνο τὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου μαζὶ μὲ τὴν Παναγία ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἄλλοι μαθητὲς καὶ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, περίπου 120 ἄνθρωποι συνολικά. Κι ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά, «ἦσαν ἅπαν­τες ὁμο­θυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό», δηλαδή, ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ μιὰ καρδιὰ ἦταν συ­ναγμέ­νοι στὸ ἴδιο μέρος.
Ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ μιὰ ψυχή· ­«ὁμοθυμαδόν»! ­Ἑνω­μέ­νοι καὶ ἀγαπημένοι οἱ μαθητὲς τοῦ ­Κυρί­ου ἀναμένουν τὴν ­­ἐκπλή­ρωση τῆς ὑ­­­ποσχέσεως ποὺ Ἐκεῖνος τοὺς εἶχε δώσει, ὅτι ­δηλαδὴ θὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν ­φιλονι­κοῦν, ὅπως παλαιότερα, οὔτε ἀγα­νακτοῦν. ­Προσ­­­­εύχονται ἀπὸ κοινοῦ καὶ ­­ἐπικοι­νω­­νοῦν μεταξύ τους μέσα σὲ κλίμα ­ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Κι εἶναι αὐτὸ τὸ πλέον κατάλληλο κλίμα γιὰ νὰ σκηνώσει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ ἀ­­­γαθὸς ­Παράκλητος φυγαδεύεται ἐκεῖ ὅ­­­που κυριαρχοῦν ἔχθρες καί φιλονικίες, ζηλοτυπίες, θυμοί, φατρι­α­σμοί, διχόνοιες καὶ διαφωνίες. Ἀν­τίθετα, ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἐκεῖ ὅπου ὑ­­­πάρχει ὁμόνοια καὶ σύμπνοια καὶ ἐπιπλέον καλλιεργεῖ τὴν ἑνότητα καὶ προάγει τὴν εἰς ἀλλήλους ἀγάπη.

2. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα

Ἐκεῖ ὅπου οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθητὲς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι, ἄκουσαν ξα­φνικὰ ἕναν ἦχο «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας», δηλαδὴ μιὰ βοὴ σὰν φύσημα σφοδροῦ ἀνέ­­­­μου ποὺ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι καὶ ἔγινε μάλιστα ἀντιληπτὸ καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλοὺς ποὺ βρίσκονταν στὰ Ἱεροσόλυμα. Παράλληλα, εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους νὰ διαμοιράζονται σ’ αὐ­τοὺς γλῶσσες «ὡσεὶ πυρός», σὰν τὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, καὶ στὸν καθένα ἀπ’ αὐτοὺς κάθισε ἀπὸ μία γλώσσα, ὥστε ὅλοι τους πλημμύρισαν ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγι­ον.
Ὅπως βλέπουμε, ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περιγράφεται μὲ δύο εἰκόνες. Πρῶτον σὰν δυνατὸς ἄνεμος καὶ δεύτερον σὰν πύρινες γλῶσσες. Ὡστόσο εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι αὐτὰ εἶναι εἰκόνες ποὺ φανερώνουν ὄχι τὸ τί εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ τὸ πῶς ἔγινε τότε ἀντιληπτό. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα δὲν εἶναι κάτι ὑλικό, ὅπως εἶναι ὁ ἀέρας ἢ ἡ φωτιά. Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις «ὥσπερ» καὶ «ὡσεί», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἵνα μηδὲν αἰσθητὸν ὑποπτεύσῃς περὶ τοῦ Πνεύματος», δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ νομίσεις ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι στὴν οὐσία Του αἰσθητὸ καὶ ὑλικό (PG 50, 460). Παρομοίως στὴ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται «ὡσεὶ περιστερά».
Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα δὲν εἶναι κάποια ἀόριστη δύναμη ἢ συμβολικὴ εἰκόνα. Εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, Θεὸς ὁμότιμος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Κι ἐπειδὴ εἶναι Θεός, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν ἀντιληφθοῦμε ἢ νὰ Τὸν γνωρίσουμε στὴν οὐσία Του, ἐμφανίζεται μὲ τρόπο ποὺ μποροῦμε νὰ Τὸν δοῦμε ἢ νὰ Τὸν ἀκούσουμε, ὥστε νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὴν παρουσία Του.

3. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὴ ζωή μας

Ὕστερα ἀπὸ τὰ ὑπερφυσικὰ αὐτὰ σημεῖα, «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρ­­ξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσ­­σαις»· πλημμύρισαν ὅλοι ἐσωτερικὰ μὲ Πνεῦμα Ἅγι­ον, κι ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ὅπως τὸ Πνεῦ­μα τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς ἔδινε τὴν ἱκανότητα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ λένε θεϊκὰ λόγια καὶ δι­δα­σκαλίες ὑ­ψηλὲς καὶ θεόπνευστες.
Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἔγινε μόνο στοὺς περίπου 120 πιστοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἂν καὶ ἀποτελεῖ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ συγκεκριμένο χρόνο καὶ τόπο, παράλληλα σημαίνει καὶ τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας πραγματικότητος: τὴ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐγγύηση τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὸ Πανάγιον Πνεῦμα παραμένει στὴν Ἐκκλησία, συγκροτεῖ τὸν θεσμό της, τελειοποιεῖ τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ μεταδίδεται δι’ αὐτῶν. Κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ βαπτισθήκαμε καὶ λάβαμε τὴ σφραγίδα τῆς θείας δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα, ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν προσωπική μας Πεν­τηκοστή. Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν μὲ πίστη τὸν ἀγαθὸ Παράκλητο νὰ ἔρχεται καὶ νὰ σκηνώνει μέσα μας, γιὰ νὰ καθαρίζει καὶ ἁγιάζει τὴν ψυχή μας, νὰ μᾶς στηρίζει καὶ νὰ μᾶς παρηγορεῖ, νὰ μᾶς φωτίζει καὶ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄ 13).