Θεοπασχητισμὸς ἤ Νεστοριανισμός; Στὰ δογματικὰ ζητήματα ἀπαιτεῖται πολλὴ προσοχὴ

Τὸ οἰκουμενιστικὸ καὶ ­συγκρητιστικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας τείνει νὰ ὑπο­βα­θμίζει τὴ δογματικὴ ἀκρίβεια τῶν ἀ­­­ληθει­ῶν τῆς πίστεως, προκειμένου νὰ προωθή­σει εἴτε τὴν ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους εἴτε τὴν ἐξάπλωση τοῦ δαιμονικοῦ φαινομένου τῆς πανθρη­σκείας.
Ἴσως σὰν ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὸ πνεῦ­μα αὐτὸ παρουσιάζεται ἀπὸ τὴν ἄλ­λη πλευρὰ μία τάση νὰ ἀνακαλύπτον­ται κακοδοξίες ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν καὶ νὰ στιγματίζονται ὡς αἱρετικοὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι Ὀρθόδοξοι.
Ἀφορμὴ γιὰ τὶς παραπάνω σκέψεις μᾶς ἔδωσε ἀντιπαράθεση ποὺ ἔλαβε χώρα πρὸ καιροῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ θεοπασχητισμοῦ.
Ἕνας θεολόγος δημοσίευσε σχετικὸ ἄρ­­θρο σὲ γνωστὸ θεολογικὸ ­περιοδικό. Τὸ ἄρθρο γραμμένο σὲ ­σύγχρονη γλώσσα μιλοῦσε γιὰ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ τόνιζε πὼς αὐτὸ δὲν ἦταν πάθος ἁπλοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ πάθος Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Διευκρίνιζε ὅμως σαφῶς ὅτι δὲν ἔπασχε ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἀπαθὴ θεότητά Του. Τὸ κείμενό του ἦταν ὀρθόδοξο. Ἴσως ὁ συγγραφέας του, ἂν εἶχε φαντασθεῖ ὅτι θὰ προκαλοῦσε ἀντιδράσεις, θὰ μποροῦσε νὰ διευκρινίσει ἀναλυτικότερα τὴ σκέψη του.
Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτὸ μέχρι τὸ νὰ κατηγορηθεῖ ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ ὑπευθύνους ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου μιᾶς Μητροπόλεως ἡ ἀπόσταση εἶναι πολὺ μεγάλη. Καὶ γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν στὸ κατηγορητήριο ποὺ ἀδίκως τοῦ προσάπτουν, χρησιμοποιοῦνται διατυπώσεις δογματικῶς ἐπιλήψιμες.
Διότι πράγματι εἶναι κακόδοξη ἡ διατύπωση τῶν ὑπευθύνων τοῦ ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου: «Ὅμως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ δὲν ἔπαθε ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Θεανθρώπου». Αὐτὸ εἶναι καθαρὸς Νεστοριανισμός!
Ἐξίσου λανθασμένη πάλι εἶναι καὶ ἡ ἄλ­λη διατύπωσή τους: «Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν συμμετεῖχε στὴν ὀδύνη καὶ τὸ πάθος, διότι ἂν ὁ Θεός (δηλαδὴ ἡ Θεία Φύσις του) συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴν ὀδύνη καὶ στὸ πάθος, τότε ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε ὑποστεῖ τροπὴ καὶ ἀλλοίωση ἡ Θεία Του Φύση». Ἐδῶ εἶναι κακόδοξη ὄχι μόνο ἡ ὅλη ἔννοια ἀλλὰ καὶ ἡ ἐντὸς παρενθέσεως διευκρίνιση τῆς λέξεως «Θεὸς» μὲ τὴ φράση «δηλαδὴ ἡ Θεία Φύσις του»· διότι μιὰ τέτοια διευκρίνιση ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τῶν θείων Προσώπων. Μὲ τὴ λέξη «Θεὸς» δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὴ θεία Φύση ἀλλὰ καὶ τὰ θεῖα Πρόσωπα, καὶ μάλιστα πρωτίστως τὰ θεῖα Πρόσωπα. Ἐν προκειμένῳ ὁ ἐπικρινόμενος ἀπ᾿ αὐτοὺς συγγραφέας εἶχε χρησιμοποιήσει τὴ λέξη «Θεὸς» ὡς πρὸς τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου – διατύπωση κατὰ πάντα ὀρθό­δοξη.
Ἀπαράδεκτη ὅμως δογματικῶς εἶναι καὶ ἄλλη φράση τῶν κατηγόρων του. Ἐ­­πικρίνοντας τὴ φράση τοῦ ­ἀρθρογράφου «πάσχει ὁ Χριστός», γράφουν: «Δὲν εἶ­­ναι ὀρθὴ ἡ ἔκφραση: “πάσχει ὁ Χριστός”, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, Θεὸς μαζὶ καὶ ἄνθρωπος, ἀλλά, πάσχει ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ». Ἡ διατύπωσή τους αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς πολὺ σοβαρὸ λάθος. Εἶναι αἱρετικὴ κακοδοξία ποὺ καταλύει τὴν καρδιὰ τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, καὶ ξεπερνάει ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ ἀκραῖες ἀντιλήψεις τῶν αἱρετικῶν Νεστοριανῶν. Δὲν θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου εἶναι αἱρετικοί. Θεωροῦμε ὅτι ἀπὸ ἄγνοια καὶ μέσα στὸν ὑπερβολικὸ ζῆλο τους γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως διολίσθησαν χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιήσουν σὲ διατυπώσεις ἀπὸ ἀδόκιμες δογματικῶς μέχρι σοβαρὰ ἐπιλήψιμες.
Συνοπτικῶς: Ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ πάσχει ὁ Θεός, ὁ Θεὸς Λόγος. Ὄχι ὅμως κατὰ τὴ θεία Φύση Του ἀλλὰ κατὰ τὴν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση Του. Τὸ πάθος Του εἶναι πάθος Θεοῦ, ὄχι τῆς θείας Φύσεως ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ μᾶς σώζει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ πολὺ σωστὰ ὀνομάζεται «ὀρθόδοξος θεοπασχητισμός», σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν αἱρετικὸ ­θεοπασχητισμὸ τῶν Μονοφυσιτῶν ποὺ ἀποδίδουν τὸ πάθος στὴ θεία Φύση.
Κατὰ συνέπειαν ἡ ὅποια ἀντίδρασή μας πρὸς τὸ οἰκουμενιστικὸ καὶ πανθρησκειακὸ πνεῦμα δὲν πρέπει νὰ μᾶς παρασύρει σὲ ἀκρότητες τοῦ νὰ ἐπικρίνουμε καὶ τὰ σωστά – πολὺ ­περισσότερο νὰ μὴν ξεφεύγουμε ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια στὶς διατυπώσεις μας. Στὰ δογματικὰ ζητήματα ἀπαιτεῖται πολλή, μεγάλη, πολὺ μεγάλη προσοχή.