Τὴ χαρὰ τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἐφετινὸ ἑορτασμὸ τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μείωσαν ὄχι λίγο οἱ πολλὲς οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις αὐτὴ τὴν περίοδο. Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς δοκίμασε πολλὴ πικρία καὶ θλίψη ὄχι τυχαία. Γίνονταν καὶ ἄλλοτε οἰκουμενιστικὲς προσευχὲς καὶ λειτουργίες. Ἀλλὰ φέτος καὶ ἰδιαίτερα κατὰ καὶ μετὰ τὸ Πάσχα ὑπῆρξε πληθώρα τέτοιων ἐκδηλώσεων. Μόνο ἀπὸ τὸν ἔγκυρο ἱστότοπο aktinesblogspot.gr τῆς 27ης Ἀπριλίου 2014 πληροφορηθήκαμε γιὰ 4 οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις: θεῖες λειτουργίες, ἑσπερινοὺς καὶ συμπροσευχές. Συγκεκριμένα:
1. Στὸν Ὀρθόδοξο Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Βοστώνης (ΗΠΑ) τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Μητροπολίτη Βοστώνης κ. Μεθόδιο ἀναστάσιμη θεία λειτουργία παρουσίᾳ τοῦ παπικοῦ καρδιναλίου Sean P. O’ Malley.
2. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μητροπολίτης Βοστώνης κ. Μεθόδιος εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὸν Παπικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ τὴ Μεγάλη Τρίτη (15-4-2014).
3. Ἡ παπικὴ οἰκουμενιστικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Αἰγιδίου μαζὶ μὲ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες ἐκπροσώπους τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων ποὺ ὑπάρχουν στὴ Ρώμη συγκεντρώθηκαν στὴ Βασιλικὴ τῆς Santa Maria in Trastevere μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ κοινοῦ Πάσχα, γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη.
4. Τὴν 24-4-2014, Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος παρέστη μὲ τὴ συνοδεία του στὸν οἰκουμενιστικὸ ἑσπερινὸ ποὺ τελέσθηκε στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῶν Παλαιοκαθολικῶν τῆς Οὐτρέχτης. Ἔγινε, κατὰ τὴν εἴδηση, «συμπροσευχὴ καὶ συνεκκλησιασμὸς ἀκόμη καὶ μὲ ἱέρειες». Σημειώνουμε ὅτι οἱ Παλαιοκαθολικοὶ βρίσκονται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἀπὸ δὲ τὸ 1981 θέσπισαν τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν.
Βέβαια δὲν εἶναι μόνο αὐτές. Εἶναι σειρὰ ἀνάλογων ἐκδηλώσεων τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας· εἶναι ἡ συμμετοχὴ ἐκπροσώπων τῶν Πατριαρχείων Ρωσίας καὶ Ρουμανίας στὴν πρόσφατη «ἁγιοποίηση» τῶν δύο Παπῶν· εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ Παπικὸ ἱερέα καὶ Προτεστάντη πάστορα κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο… καὶ ἡ παράθεση δὲν ἔχει τελειωμό.
Αὐτὰ πληροφορήθηκε ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν παραπάνω ἱστότοπο καὶ λυπήθηκε βαθύτατα. Τραυματίσθηκε καὶ διερωτήθηκε: Ποῦ ὁδηγούμαστε; Μήπως τώρα ποὺ φαίνεται πὼς ἔχει ὁδηγηθεῖ σὲ ἀδιέξοδο ὁ θεολογικὸς διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, διότι ὁ Πάπας δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἀποστεῖ οὔτε ἕνα βῆμα ἀπὸ τὸ ἐπάρατο πρωτεῖο του, προσπαθοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς ἄλλους ἑτεροδόξους δι’ ἄλλης ὁδοῦ; Τί ἔγιναν οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἀπαγορεύουν ρητῶς τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς; Οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς εἶναι ὑπεράνω ἐπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν. Διότι εἶναι καρπὸς συνεργείας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος καὶ τῶν ἁγίων καὶ θεοσόφων Πατέρων. Ὅλοι δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους μποροῦσαν νὰ ἐπαναλάβουν ἄνετα γιὰ τὶς ἀποφάσεις τους καὶ οὐσιαστικὰ τὴ φράση: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν…», κατ’ ἀπομίμησιν τῆς ἀποφάσεως τῆς ἱστορικῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου (βλ. Πράξ. ιε΄ [15] 28)· ἐπειδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ Αὐτὸ ὁδηγεῖ ὅσους συνέρχονται ἐν Αὐτῷ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ [16] 13). Κάθε δὲ ἀπόφαση καὶ κάθε Κανόνας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζουν τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Γι’ αὐτὸ οἱ Κανόνες εἶναι αὐθεντικοί, διαχρονικοί, οἰκουμενικοί.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προάσπιση τῆς ἀκρίβειας τῆς πίστεως εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε χρόνο καὶ ὅλο τὸν δυναμισμό της. Μέσα σὲ σχεδὸν πέντε αἰῶνες, ἀπὸ τὸ 325 ἕως τὸ 787, συνεκάλεσε ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὸ ἔργο τῶν ὁποίων συνεπλήρωσε ἡ ἀπὸ πολλοὺς θεωρούμενη ὡς 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879-880 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ποὺ κατεδίκασε τὴν προσθήκη τοῦ Filioque καὶ τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, καὶ
ἡ ἐπίσης θεωρούμενη ὡς 9η, τοῦ ἔτους 1351, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό, ποὺ δὲν δεχόταν τὴ διάκριση οὐσίας καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὸ βαρὺ χρέος τοῦ Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς καθαρότητος τῆς πίστεως ὑπογραμμίζεται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ γίνεται ἡ χειροτονία του. Ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖται πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς θείας Λειτουργίας, γιὰ νὰ τονισθεῖ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ εὐθύνη του νὰ ὀρθοτομεῖ «τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Καὶ βεβαίως ἡ συνεχὴς μαθητεία τοῦ ἐπισκόπου στὶς πηγὲς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς Ὅρους καὶ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μας εἶναι τὸ μόνιμο καὶ ὑποχρεωτικὸ καθῆκον του.
Μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι ἡ ὅποια οἰκουμενιστικὴ συμπροσευχὴ ἢ παρουσία Ὀρθοδόξων σὲ οἰκουμενιστικὴ λειτουργία εἶναι ἀπαράδεκτη καὶ ἀποτελεῖ αὐθαίρετη ἐνέργεια καὶ ξένη πρὸς τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος, διότι ἡ πίστη εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴ λατρεία, ἰδιαίτερα δὲ μὲ τὸ ἁγιότατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι λοιπὸν ἀδιανόητο νὰ συμπροσεύχεται σὲ ὥρα λατρείας Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ἢ ἱερεὺς μὲ αἱρετικὸ ἐπίσκοπο. Δεδομένου ὅτι καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Παλαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Ἀγγλικανοὶ εἶναι σαφῶς αἱρετικοί.
Πέραν αὐτῶν ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος χειροτονούμενος ἀπαγγέλλει ἐνώπιον τοῦ χειροτονοῦντος ἀρχιερέως, ὅλων τῶν συλλειτουργούντων ἀρχιερέων καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τὸ σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο διαλαμβάνει καὶ τὸ ἄρθρο: «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Ὅταν λοιπὸν παρευρίσκεται σὲ οἰκουμενιστικὴ λειτουργία, σὲ ποιὰ Ἐκκλησία πιστεύει; Δὲν ἀναιρεῖ τὴν ὁμολογία ποὺ ἔδωσε καὶ ἡ ὁποία εἶναι οὐσιαστικὰ ἱερὸς ὅρκος; Δὲν κινδυνεύει ἄραγε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἐπισκόπου καί οἱουδήποτε κληρικοῦ ἀπὸ τέτοιες ἐκδηλώσεις;
Καὶ τέλος· μὲ τὶς οἰκουμενιστικὲς λειτουργίες δὲν ἀνοίγουμε ἁπλῶς κερκόπορτα, ἀλλὰ ἀνοίγουμε αὐθαίρετα διάπλατα τὶς πύλες ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν καταστροφή. Οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες ὀφείλουν νὰ ὑπολογίζουν τὸν σκανδαλισμὸ τοῦ ποιμνίου τους καὶ τὴν ὀλέθρια ἐντύπωση ποὺ μπορεῖ νὰ σχηματίσει ὁ ἁπλοϊκὸς πιστὸς ὅτι τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν παπισμό, τὸν προτεσταντισμὸ κ.τ.ὅ. Ὀνομάσαμε τὸ ἄνοι-γμα αὐθαίρετο, διότι ὁ Ὀρθόδοξος ἀρχιερεὺς εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ τάξη τῆς χειροτονίας ὁρίζει ὅτι ἡ τοποθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ χειροτονουμένου ἐπισκόπου πρέπει νὰ γίνεται ἔτσι, ὥστε νὰ ἐπιτίθεται τοῦτο «καὶ ἐπὶ τοῦ τραχήλου τοῦ χειροτονουμένου». Ἡ τοποθέτηση δὲ αὐτὴ συμβολίζει ὅτι ὁ χειροτονούμενος «ὑπεισέρχεται τὸν εὐαγγελικὸν ζυγόν», μπαίνει κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ κεφαλῆς τίθεται», γιὰ νὰ μάθει ὁ χειροτονούμενος «ὅτι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Εὐαγγελίου τιάραν (=κάλυμμα κεφαλῆς) λαμβάνει». Καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ μάθει ὅτι «εἰ καὶ πάντων ἐστὶ κεφαλή, ἀλλ’ ὑπὸ τούτους πράττει τοὺς νόμους, πάντων κρατῶν καὶ τῷ νόμῳ κρατούμενος, πάντα νομοθετῶν καὶ ὑπὸ νόμου νομοθετούμενος (…). Τὸ τοίνυν ἔχειν τὸν ἀρχιερέα τὸ Εὐαγγέλιον, σημεῖόν ἐστι τοῦ ὑπ’ ἐξουσίαν εἶναι». Δηλαδή· ὅτι ἂν καὶ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κεφαλὴ ὅλων, ὅμως ένεργεῖ κάτω ἀπὸ τοὺς εὐαγγελικοὺς νόμους· ἐξουσιάζει μὲν ὅλους, ἀλλὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο· νομοθετεῖ ὅλα, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ὑπὸ τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ νὰ ἔχει λοιπὸν ὁ ἀρχιερεὺς τὸ Εὐαγγέλιο στὴν κεφαλὴ εἶναι σημεῖο ὅτι εἶναι κάτω ἀπὸ ἐξουσία(*).
«Ὑπ’ ἐξουσίαν» λοιπὸν εὑρίσκεται καὶ ὁ οἱοσδήποτε Ὀρθόδοξος ἀρχιερεύς. Ἂς μὴν τὸ λησμονεῖ ποτέ. Δὲν μπορεῖ νὰ αὐθαιρετεῖ.
Ἑπομένως, ἀντὶ ν’ ἀναλισκόμαστε μὲ παρουσίες σὲ οἰκουμενιστικὲς λειτουργίες ἢ προσευχές, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι οἱ περιστάσεις μᾶς καλοῦν νὰ ἐπανέλθουμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, μάλιστα δὲ ὅσοι ἀποδέχονται καὶ υἱοθετοῦν οἰκουμενιστικὲς κινήσεις καὶ ἐκδηλώσεις, στὴν τάξη. Δηλαδὴ νὰ ζήσουμε τὸ Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ καὶ ὁμολογιακὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτῆς ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ποὺ διασώζει ἀλώβητη τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, τὴν Πατερικὴ ἐμπειρία, τὴ διδαχὴ τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γενικὰ τὸ πρῶτο κάλλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος σωστὸς τρόπος νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς ὅσους ἔχουν ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ταλαιπωροῦνται στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῶν ψυχοκτόνων αἱρέσεων.
(*) Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. εἰς τὸ ὅτι Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης εἷς ὁ νομοθέτης 4, PG 56, 404. Ἐπίσης Π. Τρεμπέλα, Μικρὸν Εὐχολόγιον, Τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1950, σελ. 211.