ΣΑΝ ΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

Ἐντυπωσιακός! Εἰδικὰ μάλιστα ὅ­­­­­­­ταν τὸν φωτίζουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡ­­­­λίου καὶ προβάλλει μὲ φόντο τὸ ὑ­­­­πόλοιπο τοπίο ποὺ βρίσκεται πίσω του. Ἢ σὲ κάποιες πιὸ σπάνιες περι­πτώ­σεις ὅταν ἡ πρωινὴ ­δροσιὰ φτιάχνει δροσοσταλίδες σὰν μικρὰ διαμαν­τάκια στὰ ὁμόκεντρα τμήματα, ποὺ ἑνώνονται μεταξύ τους δημιουργώντας τὸν ἐκπληκτικὸ ἱστό.
Ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης! Αὐτὸ τὸ θαυ­μάσιο λεπτὸ μεταξένιο δίχτυ ποὺ πλέκεται ἀπὸ τὶς ἀράχνες γιὰ νὰ γίνει ἡ παγίδα ποὺ θὰ περιπλέξει τὰ ἔντομα γιὰ τὴ διατροφή τους. Ὅσο τὸ παρατηρεῖ κανείς, τόσο καὶ ἐντυπωσιάζεται. Ἀπὸ τὴ λεπτότητά του. Ἀπὸ τὴ συμμετρία του. Ἀπὸ τὴν ἐλαστικότητά του. Ἕνα θαῦμα πράγματι τῆς θεόπλαστης φύ­σεως. Αὐ­τὴ τὴν ὑπέροχη εἰκόνα δανείζεται ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς γιὰ νὰ πα­ρομοιάσει μὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐ­­­­­­­­­μελέ­­των» (Ψαλμ. πθ΄ [89] 9), γράφει. Δηλαδὴ τὰ χρόνια, ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μας ­λογίζονται σὰν τὸν ἱστὸ τῆς ἀράχνης.
Μπορεῖ πράγματι νὰ ἐντυπωσιάζουν μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ τὰ χρόνια μας, καὶ γιὰ τὴ διάρκειά τους καὶ γιὰ τὸ πολυκύμαντο τῶν ἐμπειριῶν καὶ τῶν συμβάν­­των τους. Ὡστόσο εἶναι τόσο ἐντυπωσιακὰ ὅσο καὶ ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης. Γιατί, στοχάστηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ ἐντυπωσιακὰ ἀριστούργημα ποὺ λέγεται ἱστὸς πόσο κόπο χρειάσθηκε ἡ ἀράχνη νὰ τὸ κάνει; Ἀλλὰ καὶ πόσο εὔκολα ἕνα μόνο ἀνθρώπινο δάκτυλο, μιὰ ἁπλὴ μόνο κίνηση μπορεῖ νὰ ἐξαφανίσει αὐτὸ τὸ κοπιῶδες καὶ ἐντυπωσιακὸ δημιούργημα; Τέτοια, λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, εἶναι καὶ ἡ ζωή μας. Εὔθρυπτη, εὐαίσθητη, ἀδύναμη καὶ ἀνίσχυρη σὰν τὸν ἱστὸ τῆς ἀράχνης. Τέτοια εἶναι καὶ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα «κατορθώματα» καὶ «ἐπιτεύγματα» ποὺ μᾶς ἐντυπωσιάζουν.
Γεμάτη κόπους ἡ ζωή μας. Ἀγωνίες καὶ φροντίδες χρόνων. Κόποι καὶ προσ­­πάθειες ἀπὸ τὰ πρῶτα παιδικά μας βήματα ἕως τὰ βαθιὰ γεράματά μας. Γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦμε, νὰ μορφωθοῦμε, νὰ δημιουργήσουμε κάτι στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Καὶ σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν κοπιαστικὴ πράγματι διαδρομὴ καὶ πορεία, ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ πό­σο ἀφάνταστα μικρὸς εἶναι, περιορισμένος καὶ προσωρινὸς πάνω στὴ γῆ. Σὰν τὸν ἱστὸ τῆς ἀράχνης. Ἐλάχιστα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας, καὶ αὐτὰ λιγο­στεύουν κάποτε ἀναπάντεχα ἀκόμα περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἀσθένεια ἢ κάποιον ἀπροσδόκητο θάνατο. «Οὐδὲν βέβαιον, οὐδὲν σταθερὸν ἡ ἀνθρωπεία φύσις ἔχει, δίκην ἀράχνης διασπᾶται ραδίως», σημειώνει ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτής. Δηλαδὴ τίποτε σταθερὸ καὶ βέβαιο δὲν ἔχει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ πανεύκολα διαλύεται, ὅπως ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης. Πλούσιοι, φτωχοί, ἔνδοξοι, ἄσημοι, μορφωμένοι, ἀμόρφωτοι, ὅλοι ζοῦμε μιὰ ζωὴ ὄμορφη ἀλλὰ καὶ κουραστικὴ καὶ σύντομη. Μέσα στὴν ὀμορφιά της ὑπάρχει ἡ τραγωδία τῆς συντομίας της. Μέσα στὴν πλανεμένη παντοδυναμία μας ἀνακαλύπτουμε ξαφνικὰ τὴν κραυγαλέα ἀδυναμία μας.
Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀ­­­ποτυχίας μας, ἀλλὰ ἡ φανέρωση τῆς ὑπέροχης προοπτικῆς μας. Ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, νὰ μὴν εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ μάταια καὶ φθαρτὰ καὶ ἐπίγεια καὶ εὔθρυπτα ­πράγματα, ἀλ­λὰ νὰ ἔχουμε τὸ βλέμμα μας διαρ­κῶς στὴν αἰωνιότητα, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οὔτε νὰ μᾶς καταβάλλει ὁ ἀγώνας καὶ ὁ κόπος γιὰ τὴν ­κατάκτηση τῶν ἀρετῶν. Γιατὶ στὸ τέλος αὐτῶν τῶν κόπων μᾶς περιμένει τὸ στεφάνι τῆς δόξας τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τῆς ὄντως ζωῆς. Τῆς ζωῆς πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, θλίψη καὶ στεναγμός.

Στάθηκε ὁ Ψαλμωδὸς ἀπέναντι στὸν ἱστὸ κάποιας ἀράχνης, καὶ ἐντυπωσιάστηκε. Καὶ ἐντυπωσιασμένος στοχάστηκε. Καὶ παρομοίασε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν ἱστὸ τῆς ἀράχνης. Τῶν ἀνθρώπων ποὺ καταπιάνονται μὲ τὴν ὕφανση ἀνώφελων, κοπιαστικῶν, εὐδιάλυτων καὶ πρόσκαιρων ἱστῶν.
«Τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων». Γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι ὑπάρχουν ἀνώτεροι καὶ ἁγιότεροι στόχοι ἀπὸ τὶς μάταιες ἐπιδιώξεις μας, οἱ ὁποῖες πλέκονται σὰν τοὺς ἐντυπωσιακοὺς ἱστοὺς κάποιας ἀράχνης. Στόχοι ποὺ ἔχουν μοναδικὸ σκοπὸ καὶ ἐπιδίωξη τὴν καταφυγή μας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἐλ­πίδας μας στὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας, στὴ Βασιλεία Του, στὴν αἰωνιότητα!