Εἶναι ἡ προσευχὴ μὲ τὴν ὁποία ἀρχίζει σχεδὸν κάθε Ἀκολουθία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ὁ ἱδρυτὴς καὶ συνοχέας της. Εἶναι τὰ λόγια ποὺ κάθε πιστὸς ἀπευθύνει πρὸς τὸν ἀγαθὸ Παράκλητο κατὰ τὶς μυστικὲς στιγμὲς τῶν προσευχητικῶν ἀναβάσεων τῆς καρδιᾶς του. Λόγια παρακλητικά, θερμὴ ἱκεσία νὰ δεχθοῦμε μέσα μας τὴ λυτρωτικὴ ἐπίσκεψη καὶ ἐπισκήνωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτοῦ χωρὶς τὸ Ὁποῖο καμιὰ ἔννοια πνευματικῆς ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Αὐτοῦ χάρη στὸ Ὁποῖο «τὰ πάντα ζῇ καὶ κινεῖται».
Ποιὸ λοιπόν, συνοπτικά, εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ κάθε πιστοῦ χωριστά;
Ἂν θέλαμε σὲ μιὰ φράση νὰ συνοψίσουμε τὸ ὅλο ἔργο τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Ἐκκλησία, θὰ χρησιμοποιούσαμε τὴν ἔκφραση τοῦ ὑμνωδοῦ: «…ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴ συνεκτικὴ δύναμη, τὸν φορέα καὶ δημιουργὸ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν καὶ τῆς συγκροτήσεώς τους σὲ Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία τὴ σύστασή της καὶ τὴ διαχρονικὴ παρουσία της μέσα στὸν κόσμο τὴν ὀφείλει στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ ζωοποιεῖ, οἰκοδομεῖ, αὐξάνει καὶ τελειοποιεῖ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ μὲ τὴν ἀνακαινιστική Του πνοὴ μεταδίδει τὴ νέα ζωὴ στὰ μέλη τοῦ Σώματος, τοὺς πιστούς. Μὲ τὴ βούληση καὶ κυριαρχική Του ἐξουσία – ποὺ ἀποτελεῖ κοινὴ βούληση καὶ ἐξουσία καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος – διανέμει τὰ χαρίσματα μέσα στὴν Ἐκκλησία, «διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 11). Αὐτὸ εἶναι ὁ τελεσιουργὸς τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ μέσα καὶ οἱ ἀγωγοὶ τῆς θείας Χάριτος, οἱ δίαυλοι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους μεταδίδεται ἐλεύθερα τὸ Ἴδιο στοὺς πιστούς. Ἐπιπλέον Αὐτὸ ἐπιστατεῖ στὴ διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, πνέει στὶς Συνόδους καὶ κατευθύνει τὴν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ς΄ 13). Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ζωοποιὸς πνοὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ καὶ στὸν κάθε πιστὸ ξεχωριστὰ ὁ ἀγαθὸς Παράκλητος ἐργάζεται μέσα του μὲ τὴν παντοδύναμη Χάρη, τὴν ἄκτιστη δηλαδὴ ἐνέργειά Του, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ ἀνακαινισθεῖ, νὰ ἁγιασθεῖ καὶ νὰ θεωθεῖ.
Κάθε ἔννοια πνευματικῆς ζωῆς εἶναι τελείως ἀδιανόητη χωρὶς τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς οἰκοδομεῖ καὶ μᾶς αὐξάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον», στὰ μέτρα τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. δ΄ 13). Προσευχὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐὰν δὲν μᾶς ὁδηγήσει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (πρβ. Α΄ Κορ. ιβ΄ 3). Μετάνοια δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ἐὰν Αὐτὸ δὲν νύξει τὴν καρδιά μας. Αὐτὸ χαρίζει τοὺς «ἀλαλήτους στεναγμούς» (Ρωμ. η΄ 26) μέσα μας, μιὰ θεία μέθη κατὰ τὴ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Λατρείας.
Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν» (Ρωμ. η΄ 26), κατανοεῖ τὴν ἀσθένειά μας, τὴν ἀδυναμία μας τὴν πνευματική. Καὶ ἔρχεται «Παράκλητος ἀγαθὸς» καὶ μᾶς ἐνισχύει, «παρακαλεῖ» τὴν καρδιά μας, τὴν παρηγορεῖ, τὴν ἀνακουφίζει, τὴ δυναμώνει, τὴν ὠθεῖ ἁπαλὰ πρὸς τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ καὶ στὶς ὀδύνες μας, σωματικὲς ἢ ψυχικές, χαρίζει μιὰ ὑπερκόσμια παρηγοριά, οὐράνια ἀνάπαυση καὶ εἰρήνη (βλ. Ψαλμ. ϟγ΄ [93] 19).
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τελικά, χαρίζει τοὺς καρποὺς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος: ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη… (βλ. Γαλ. ε΄ 22-23). Αὐτὸ μᾶς δίνει καὶ τὸν «ἀρραβῶνα» τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ μακαριότητος τοῦ Παραδείσου, μιὰ αἴσθηση βεβαιότητος ὅτι δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, θὰ μᾶς πάρει μαζί Του, δικά Του παιδιὰ εἴμαστε (βλ. Ἐφ. α΄ 14, Ρωμ. η΄ 16-17). Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ρωμ. ε΄ 5), καὶ αὐτὴ ἡ αἴσθηση εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴν κατὰ Θεὸν παρρησία καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας καὶ αἰωνίου ζωῆς.
Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνεργεῖ τὸ ὕψιστον
καὶ φοβερὸν καὶ παντοκρατορικὸν Πνεῦμα, τόσο διακριτικὰ καὶ ἀθόρυβα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ μέσα μας, ποὺ νὰ μὴν παίρνουμε εἴδηση τὴν παρουσία Του. Ὡς «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» (Γ΄ Βασ. ιθ΄ 12). Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα μας, καὶ ὅμως, δυστυχῶς, δὲν τὸ κατανοοῦμε. Χρειάζεται νὰ διαθέτει κανεὶς λεπτὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια γιὰ νὰ πιάσει, νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία Του. Καὶ ὁπωσδήποτε ἡ ἁμαρτία καθιστᾶ ἀνενεργὰ τὰ αἰσθητήρια αὐτά.
«Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον». Τὰ πάντα, κάθε πρόοδό μας στὴν πνευματικὴ ζωή. Κι ἕναν πόθο ἀσίγαστο ἔχει: νὰ κατοικεῖ μέσα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀλλοιώνει, νὰ μᾶς λαμπρύνει, νὰ μᾶς δοξάζει, νὰ μᾶς καθιστᾶ «θείας κοινωνοὺς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4). Θεοὺς κατὰ χάριν.
Κι ἐμεῖς, ὡς ἀνταπόκριση σὲ ὅλα αὐτά, δύο πράγματα καλούμαστε νὰ συνεισφέρουμε γιὰ νὰ Τὸ ἑλκύουμε μέσα μας: τὴν ταπείνωση, σύμφωνα μὲ τὸ «Κύριος… ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ΄ 34)· καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, σύμφωνα μὲ τὸ «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).
Καὶ ἐπιπλέον, τὴν ἱκεσία μας τὴν ἔντονη, θερμή, ἐκτενή: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε… ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν»!