Ἀπὸ νέα ἡ Τασία ἄρχισε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ ὡροσκόπια τῶν περιοδικῶν καὶ τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζει βιβλία γιὰ τὴ χαρτομαντεία καὶ τὴ χειρομαντεία. Ὧρες ὁλόκληρες καθόταν μπροστὰ στὴν τηλεόραση κι εὐχαριστιόταν νὰ βλέπει καὶ ν’ ἀκούει μερικοὺς ἀστρολόγους νὰ μιλᾶνε μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ὀθόνη.
Ἔτσι ἄρχισε κι αὐτὴ σιγά – σιγὰ νὰ ρίχνει τὰ χαρτιά. Γρήγορα ἡ ἱκανότητά της ἔγινε γνωστὴ στὴ γειτονιὰ κι ἁπλώθηκε ἔπειτα σ’ ὅλη τὴν πόλη καὶ στὴ γύρω περιοχή. Ἔγινε διάσημη. Καὶ φούσκωνε ἀπὸ ἐγωισμό, καθὼς μποροῦσε μὲ τὴν τράπουλα νὰ διαβάζει γεγονότα τοῦ παρελθόντος, τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔρχονταν στὸ σπίτι της γιὰ νὰ τὴ συμβουλευτοῦν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τοὺς λέει τί βλέπει στὰ χαρτιὰ γιὰ τὸ μέλλον τους.
Ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας μπαινόβγαιναν στὸ σπίτι της. Ἄντρες καὶ γυναῖκες. Καλοντυμένοι ἀλλὰ καὶ φτωχοί. Ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας. Ὅλοι τὴν ἐμπιστεύονταν καὶ θεωροῦσαν σοφὰ καὶ πολὺ σωστὰ τὰ ὅσα τοὺς ἔλεγε ρίχνοντας τὰ χαρτιά της.
Ὁρισμένοι ἔβγαζαν χρήματα ἀπὸ τὴν τσάντα τους νὰ τὴν πληρώσουν, μὰ δὲν δεχόταν πληρωμὴ ἀπὸ κανένα. Κάποιοι τῆς εἶπαν νὰ δέχεται χρήματα καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανε θὰ ἦταν πολὺ προσοδοφόρο ἐπάγγελμα. Θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει πλούσια. Ἐκείνη ὅμως ἀρνιόταν, διότι τῆς ἀρκοῦσε τὸ ὅτι ἔνιωθε ὅτι ἦταν δυνατή, ὅτι τόσοι ἄνθρωποι κρεμόντουσαν ἀπὸ ἐκείνην, ἀπὸ τὰ λόγια της. Μεθοῦσε μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶχε ἐπιρροὴ στὴ ζωὴ καὶ στὰ ὄνειρα τόσων ἀνθρώπων, πράγμα ποὺ τὴν ἔκανε νὰ φέρεται μὲ ἡγετικὸ ἀέρα παντοῦ. Αὐτὸ τὴ χόρταινε.
Μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶχε πολλὲς σχέσεις καὶ ἐπειδὴ εἶχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ποὺ εἶχαν ἀπὸ καιρὸ πεθάνει, ζοῦσε μόνη της ἐλεύθερη, ἀνέμελη, μιὰ ζωὴ χωρὶς δεσμεύσεις ἠθικές. Περνοῦσαν τὰ χρόνια. Εἶχε γνωρισθεῖ καὶ μὲ μερικοὺς «γκουροὺ» καὶ ἡ φήμη της ξεπέρασε τὴν ἐπαρχία της.
Στὴν ἐκκλησία σπάνια πήγαινε, σὲ κανένα μνημόσυνο ἢ γάμο, τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα καὶ σὲ καμιὰ ἄλλη μεγάλη γιορτή. Τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως αἰσθανόταν μιὰ ζαλάδα μέσα στὸ Ναὸ καὶ ἤθελε νὰ βγεῖ ἔξω γιὰ νὰ ξεζαλισθεῖ.
Ἐνῶ ὅμως ὅλα φαίνονταν πὼς πήγαιναν καλὰ καὶ τὴ θαύμαζαν πολλοί, ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ μὴν αἰσθάνεται καὶ τόσο καλά. Κάποιο βράδυ ἄκουσε μέσα στὸ δωμάτιό της μιὰ ἄγνωστη φωνὴ νὰ φωνάζει τὸ ὄνομά της, καὶ κατατρόμαξε. Ἄνοιξε ἀμέσως τὸ φῶς τοῦ πορτατὶφ καὶ εἶδε σκιὲς νὰ προχωροῦν στὸν ἀπέναντι τοῖχο.
Τὴν ἔλουσε κρύος ἱδρώτας. Σηκώθηκε, ἄναψε ὅλα τὰ φῶτα κι ἔμεινε ξάγρυπνη σχεδὸν ὣς τὰ χαράματα. Λίγο πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, τὴν πῆρε ὁ ὕπνος κατακουρασμένη.
Ἀπὸ τότε κάθε βράδυ κοιμόταν μὲ ἀνοιχτὸ τὸ φῶς. Τὴν εἶχε κυριεύσει τρόμος. Οἱ σκιὲς ποὺ εἶχε δεῖ τὸ πρῶτο βράδυ ξανάρχονταν κάθε νύχτα, καθὼς καὶ οἱ φωνὲς ποὺ φώναζαν τὸ ὄνομά της. Πονοῦσε τὸ κεφάλι της καὶ ἔτρεμαν τὰ χέρια της. Ὑπόφερε φοβερά. Ὅσους ἔρχονταν νὰ τὴ συμβουλευθοῦν, νὰ τοὺς ρίξει τὰ χαρτιά, δὲν τοὺς δεχόταν πλέον λέγοντάς τους ὅτι εἶναι ἄρρωστη.
Σὲ ὁρισμένους φίλους καὶ φίλες της ποὺ θέλησαν νὰ τὴν παρηγορήσουν στὴν κατάστασή της τοὺς εἶπε: «Δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε τί ψυχικὸ μαρτύριο ζῶ τὶς τελευταῖες μέρες. Ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ἤμουν μιὰ μαριονέτα ἄγνωστων δυνάμεων ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ἐλέγξω. Σᾶς πληροφορῶ ὅτι δὲν θὰ ξαναπιάσω τὰ χαρτιά. Αὐτὰ μὲ ἔφεραν σ’ αὐτὸ τὸ χάλι».
Ὅσο κι ἂν προσπάθησαν νὰ τὴν παρηγορήσουν ἐκεῖνοι καὶ νὰ τὴν κάνουν νὰ ἀλλάξει ἀπόφαση καὶ νὰ ξαναρχίσει τὴ χαρτομαντεία, ἡ Τασία ἦταν ἀμετάπειστη. Ἡ ἀπόφασή της ὁριστική. Τὴν εἶχε πάρει τὶς νύχτες ποὺ ἔμενε ξάγρυπνη τρέμοντας ἀπὸ τὰ ξωτικά.
Τὴν ἄλλη μέρα διπλομαντάλωσε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της, σφάλισε καλὰ τὰ παραθυρόφυλλα, πῆρε τὸ λεωφορεῖο καὶ κατέβηκε στὴ γειτονικὴ πόλη. Ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸ τρένο ἔφθασε σὲ ἄλλη πόλη, ὅπου ἔμενε μιὰ ξαδέλφη της, πιστὴ χριστιανή, ἡ Νίκη, καὶ πῆγε στὸ σπίτι της. Εἶχε χάσει τὸν ἄνδρα της κι ἔμενε μόνη ἡ Νίκη. Χτύπησε τὸ κουδούνι.
–Πώ! Πώ! Πῶς ἦταν αὐτό; Ἔλα μέσα, Τασία μου! Πῶς ἦταν αὐτό; Νὰ σὲ φιλήσω, χαρά μου! Ἔλα μέσα!
–Εὐχαριστῶ πολύ, Νίκη μου, γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Τὸ ἤξερα ὅτι ἔχεις ἀγάπη ἐσύ, γι’ αὐτὸ καὶ ἦρθα σὲ σένα. Ἦρθα νὰ σοῦ πῶ τὸν πόνο μου, ξαδέλφη μου! Μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ μὲ καταλάβεις.
–Νὰ ἑτοιμάσω ἕνα καφεδάκι; Πῶς τὸν πίνεις;
–Δὲν χρειάζεται, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιμένεις, ἂς εἶναι μέτριος…
Σὲ λίγο ἦρθε ὁ καφὲς μοσχομυριστός.
–Ὡραῖος ὁ καφές σου, Νίκη, καὶ πιὸ ὡραῖα τὰ βουτήματα.
–Εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια, ξαδέλφη μου.
–Ἐγώ, Νίκη μου, εἶχα μπλέξει ἄσχημα. Εἶχα γίνει χαρτομάντισσα, χαρτορίχτρα ξακουστή.
–Κάτι εἶχα ἀκούσει.
–Τὸ πλήρωσα ὅμως πολὺ ἀκριβά.
Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν στὴ δόξα μου καὶ ὅλοι μὲ θαύμαζαν, κατέρρευσα ξαφνικά. Ἔγινα ἐρείπιο. Γέμισε δαίμονες τὸ σπίτι μου καὶ δὲν μὲ ἄφηναν νὰ κοιμηθῶ. Ἄλλο νὰ σ’ τὰ λέω κι ἄλλο νὰ τὸ ζεῖς τὸ τί τρομάρες τράβηξα. Ἀποφάσισα λοιπὸν κι ἔκλεισα τὸ σπίτι μου, ὅπου ἐρχόταν πολὺς κόσμος γιὰ νὰ τοὺς ρίξω τὰ χαρτιὰ καὶ νὰ τοὺς συμβουλέψω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ δαίμονα. Καὶ σὲ θυμήθηκα μέσα στὴ συμφορά μου τῶν τελευταίων ἡμερῶν. Γι’ αὐτὸ ἦρθα. Γιὰ νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ ἐξομολογηθῶ σὲ κανέναν καλὸ Ἐξομολόγο τὰ κρίματά μου, γιὰ νὰ λυτρωθῶ.
–Τασία μου, θὰ μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ σὲ λέω Ἀναστασία, ὅπως εἶναι τὸ βαφτιστικό σου ὄνομα· σὲ λυπήθηκε ὁ Θεὸς καὶ σὲ τράβηξε ἀπὸ τὰ δίχτυα τοῦ σατανᾶ, ποὺ θέλει τὸν θάνατό μας. Σὲ λυπήθηκε, ἀδελφή μου Ἀναστασία, ὁ Θεὸς καὶ σὲ τράβηξε ἀπὸ τὰ μνήματα τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι θαῦμα αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ σένα. Θαῦμα τῆς ἀγάπης Του!
Μὴ φοβᾶσαι! Γνωρίζω ἕναν πολὺ καλὸ Πνευματικό. Θὰ πᾶμε μαζὶ καὶ θὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἡ ψυχικὴ νεκρανάστασή σου, Ἀναστασία μου. Ἠρέμησε τώρα. Τὸ σπίτι μου εἶναι στὴ διάθεσή σου. Θὰ προσευχηθοῦμε μαζί, θὰ νηστέψουμε τρεῖς μέρες, θὰ διαβάσουμε τὴν Παράκληση στὴν Παναγία μας, θὰ σκεφθεῖς καλὰ τὴν κατάστασή σου καί, ὅταν ἑτοιμασθεῖς, θὰ πᾶμε γιὰ τὴν Ἐξομολόγηση ποὺ θέλεις.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ὁ σεβάσμιος καὶ ἔμπειρος Πνευματικὸς ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ ἀγάπη τὴν ἐξαγόρευση τῆς Ἀναστασίας, τῆς ἔδωσε μερικὲς συμβουλὲς καὶ τῆς διάβασε μιὰ μικρὴ εὐχή, λέγοντάς της νὰ περάσει σὲ δέκα μέρες νὰ τὰ ξαναποῦν.
Πετοῦσε ἡ ψυχή της βγαίνοντας ἀπὸ τὸ Ναό. Ἕνα βάρος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν καρδιά της. Μιὰ νέα ζωὴ ἄρχιζε ἐμπρός της.
Ἡ Νίκη, ποὺ ὅλη τὴν ὥρα τῆς Ἐξομολογήσεως τῆς Ἀναστασίας γονατιστὴ προσευχόταν μπρὸς στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιὰ τὴν ξαδέλφη της, ἔλαμψε ἀπὸ χαρά, καθὼς τὴν εἶδε νὰ ἔρχεται κοντά της. Τὸ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό της. Εἶχε νικήσει καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μιὰ νέα Ἀναστασία ἦταν δίπλα της.