«Μυρμηκολέων»

Στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς φίλους του βασιλιάδες ποὺ πῆγαν νὰ τὸν παρηγορήσουν, ὁ Ἐ­­­λι­φάζ, χρησιμοποιεῖ στὴ συζήτησή τους μαζί του μιὰ παράδοξη ἔκφραση: «Μυρμηκολέων ὤλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βοράν» (Ἰὼβ δ´ 11). Δηλαδὴ τὸ ἄγριο λιον­τάρι χάθηκε, ψόφησε, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τροφή. Ὁ Ἐλιφὰζ μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἐννοοῦσε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι πλούσιοι καὶ κατὰ κόσμον δυνατοὶ ἀλλὰ ἀσεβεῖς – καὶ γι᾿ αὐτὸ μοιάζουν μὲ ἄγριο λιοντάρι – ὅσο κι ἂν εὐημερήσουν, τελικὰ θὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό…
Τὸ χωρίο αὐτὸ ἀπασχόλησε τοὺς ἁγίους Πατέρες, ὄχι ὅμως μὲ τὴ σημασία ποὺ ἔχει στὰ συμφραζόμενά του. Φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατενόησαν τὸ χωρίο ἀλληγορικά, δηλαδὴ συμβολικά, καὶ μᾶς δίδαξαν σπουδαία ἀλήθεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία βέβαια διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ σὲ ἄλλα χωρία.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἀλληγορικὴ αὐτὴ ἑρ­μηνεία, «μυρμηκολέων» ὀνομάζεται ὁ διά­βολος. Γιατί; Γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁ­­­ποῖο πολεμᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ διάβολος διψᾶ τὴν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, συμπεριφέρεται σὰν «μυρμηκολέων». Στὴν ἀρχὴ ἐμφανίζεται σὰν μυρμήγκι: Παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ διαπράξει βαριὰ ἁμαρτία παρουσιάζοντάς την ὡς κάτι μικρό, χωρὶς συν­έπειες, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς, γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ τὴ διαπράξει. Μετὰ τὴ διάπραξη ὅμως γίνεται λιοντάρι: Προσπαθεῖ νὰ ρίξει τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν ἀπελπισία. Τοῦ λέει ὅτι ἦταν φοβερὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε, δὲν συγχωρεῖται, δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸν ἐλπίδα σωτηρίας…
Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἐκδοχὴ ὀνομάζεται «μυρμηκολέων» διότι – γνωρίζοντας ὅτι ἂν προτείνει ἀμέσως τὴ διάπραξη βαριᾶς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ τὸ δεχθεῖ – στὴν ἀρχὴ τοῦ προτείνει μικρὴ ἁμαρτία, τὴν ὁποία παρουσιάζει ὡς κάτι ἀσήμαντο: νὰ ἀφήσει τὶς αἰσθήσεις του ἀφύλακτες σὲ ἐρεθίσματα ποὺ παρακινοῦν στὴν ἁμαρτία, νὰ πεῖ ἕνα μικρὸ ψέμα, νὰ κάνει μικρὴ ἀπάτη γιὰ νὰ κερδίσει χρήματα, νὰ πάει γιὰ μία μόνο φορὰ σὲ κοσμικὸ τόπο διασκεδάσεως, νὰ ἀρχίζει νὰ ἀμελεῖ γιὰ ἀσήμαντη ἀφορμὴ τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὸν ἐκκλησιασμό, τὴν ἐξομολόγηση…
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθεῖ τὸν πειρασμό, ἁμάρτησε, μολύνθηκε, ἔστω καὶ σὲ ἐπίπεδο λογισμῶν μόνο. Ἤδη ὅμως ὁ διάβολος ἀπέκτησε κάποια δύναμη ἐ­­­­πάνω του. Σὲ κατάλληλη ­εὐκαιρία τοῦ ­ξαναπροτείνει νὰ κάνει τὴν ἴδια ­ἁμαρτία ἢ καὶ λίγο βαρύτερη, καί – ἐφόσον ἐ­­­κεῖνος συγ­κατατίθεται – σιγά – σιγὰ τὸν σπρώχνει σὲ ὅλο καὶ βαρύτερη, μέχρι νὰ τὸν ρίξει σὲ βαρύτατη ἁμαρτία, ποὺ χωρίζει τελείως τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ τοῦ προξενεῖ τὸν πνευματικὸ ­θάνατο.
Ἔτσι, ἐνῶ ὁ διάβολος στὴν ἀρχὴ τὸν πεί­ραζε μὲ ἁπλὸ λογισμό, μὲ μιὰ εὐκαταφρόνητη φαντασία, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ἔμπαινε στὴν ψυχὴ σὰν μυρμήγκι, φθάνει νὰ ἀποκτᾶ τέτοια δύναμη πάνω στὸν ἁμαρτωλό, ὥστε οἱ προσβολές του πλέον νὰ μοιάζουν μὲ τὸν ἄγριο βρυχηθμὸ τοῦ λιονταριοῦ. Συνταράζεται ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἤδη ὑποδουλωθεῖ στὸ πάθος – τὸ ὁποιοδήποτε πάθος – ἀπὸ τὴν κάθε ἐπίθεση τοῦ σατανᾶ. Νιώθει ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ πάθος νὰ τὸν πιέζει πολὺ δυνατά, ἀφόρητα. Ἔτσι ὑποκύπτει πολὺ εὔκολα. Ὁ σατανᾶς τὸν πιάνει ἀπὸ τὴ μύτη, ὅπως λέμε, καὶ τὸν σέρνει ὅπου θέλει1.
Συνακόλουθα τὸ ὄνομα «μυρμηκολέων» δὲν δηλώνει μόνο τὴ δολιότητα τοῦ πονηροῦ, τὸ πόσο ὕπουλα, μὲ πόση πονηριὰ μᾶς πειράζει· δηλώνει καὶ κάτι ἄλλο: τὴ δύναμη ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδυναμία του. Γιὰ τοὺς Ἁγίους εἶναι μυρμήγ­κι. Δὲν ἔχει δύναμη πάνω τους· διότι δὲν τοῦ ἔδωσαν δικαιώματα. Γιὰ τοὺς θεληματικὰ ὑποδουλωμένους στὰ πάθη εἶναι δυνατὸ λιοντάρι ποὺ τοὺς ἐξουσιάζει καὶ τοὺς ρίχνει ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν ­ἁμαρτία2.
Στὸ συγκεκριμένο χωρίο ὅμως μᾶς ὑ­­ποδεικνύεται καὶ πῶς νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε. «Ὁ μυρμηκολέων χάθηκε, διότι δὲν εἶχε τροφή». Ποιὰ εἶναι ἡ τροφὴ τοῦ διαβόλου; Τί τοῦ δίνει δύναμη; Εἶναι κυρίως ἡ δική μας συγκατάθεση στὶς προτάσεις του, ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ἐκ μέρους μας εἴτε σὲ ἐπίπεδο λογισμῶν ἢ λόγων εἴτε πολὺ περισσότερο σὲ ἐπίπεδο πράξεων. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀντιμετώ­πισή του; Εἶναι τὸ νὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας καθαρὸ καὶ ἀπὸ τὶς μικρὲς ἁμαρτίες. Ἂς μὴν τὶς ὑποτιμοῦμε. Ἂν ἀμελή­σουμε τὰ μικρά, θὰ πέσουμε καὶ στὰ μεγάλα.
Ἀλλὰ κι ἂν ἔφθασε νὰ γίνει μέσα μας λιοντάρι ὁ πονηρός, ἂς μὴν ἀπελπισθοῦ­με. Ὑπῆρξαν πόλεις – φρούρια ἀπόρθητες, ποὺ παραδόθηκαν στοὺς πολιορκη­τὲς ἐξαιτίας τῆς πείνας, ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ ποὺ τοὺς εἶχαν ἐπιβάλει. Νὰ τοῦ ἐπιβάλουμε λοιπὸν ἀποκλεισμό. Νὰ φυλάξουμε τὶς αἰσθήσεις μας, νὰ προσέξουμε τοὺς λογισμούς μας. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε. Διότι ὁ ­Κύριος μὲ τὴ σταυρική Του θυσία μᾶς ἔδωσε αὐ­τὴ τὴ δυνατότητα· ἐὰν βέβαια τὸ προσπα­θήσουμε, ἐὰν ἐπιμείνουμε, χωρὶς νὰ σβήνει ποτὲ ἡ ἐλπίδα, ὅσες κι ἂν εἶναι οἱ μέχρι τώρα ἀποτυχημένες προσπάθειές μας.
«Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑ­­­μῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ. ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει» (Α´ Πέτρ. ε´ 8-9)· μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸ Θεὸ τῆς εἰρήνης, ὁ Ὁποῖος θὰ συντρίψει «τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν ἐν τάχει» (Ρωμ. ις´ 20). Ἀμήν!

1. Ὁσίου Νικοδήμου, Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, κεφ. η´, ἑνότητα: Ὅτι ὁ διάβολος μὴ ἀπολαύων τῶν ἡδονῶν τῶν αἰσθήσεων, ἀποθνήσκει· καὶ διατί λέγεται μυρμηκολέων, ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, 19912, σελ. 143-144.
2. Διδύμου τοῦ τυφλοῦ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰώβ, ΒΕΠΕΣ 47, 58.