Γιατί ὁ Θεὸς εἶπε νὰ μὴ φᾶτε ἀπὸ τὸν καρπὸ κανενὸς δέντρου ποὺ ὑπάρχει στὸν παράδεισο;», ρώτησε τὴν Εὔα ὁ διάβολος μὲ μορφὴ φιδιοῦ. Ἐκείνη τὸν διόρθωσε: «Μᾶς ἐπέτρεψε νὰ τρῶμε ἀπὸ τὸν καρπὸ κάθε δέντρου ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν παράδεισο· νὰ μὴ φᾶτε μόνο, μᾶς εἶπε, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται στὴ μέση τοῦ παραδείσου, οὔτε νὰ τὸ ἀκουμπήσετε, διότι θὰ πεθάνετε». Τότε ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Δὲν πρόκειται νὰ πεθάνετε. Γνώριζε ὁ Θεὸς ὅτι τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ θὰ φᾶτε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν καρπό, θὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια σας καὶ θὰ γίνετε θεοί, ποὺ θὰ διακρίνετε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό» (Γεν. γ´ 1-5).
Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ πονηρὸ πνεῦμα μιλᾶ στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὰ εἶναι τὰ πρῶτα λόγια τοῦ σατανᾶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Στὴν ἀρχὴ ἕνα ψευδὲς ἐρώτημα ποὺ μὲ πολλὴ πονηριὰ ἀπηύθυνε στὴν Εὔα γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ τὸν διορθώσει, κι ἔτσι ν᾿ ἀνοίξει συζήτηση μαζί της. Κατόπιν μιὰ φοβερὴ συκοφαντία, ἡ πρώτη συκοφαντία, ἡ πρώτη ἄδικη καὶ κακόβουλη κατηγορία ποὺ ἄκουσε ἡ γῆ. Συκοφαντία πολὺ βαριά, διότι στρεφόταν ὄχι ἐναντίον ἀνθρώπου ἢ ἀγγέλου, ἀλλὰ τοῦ ὑψίστου Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ τῶν πάντων, καὶ ἀποτελοῦσε πλήρη διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας. «Ὁ Θεός», τῆς εἶπε, «σᾶς ἔδωσε τέτοια ἀπαγόρευση, διότι σᾶς ζηλεύει! Ἤξερε ὅτι, ἂν φᾶτε ἀπὸ αὐτὸν τὸν καρπό, θὰ γίνετε θεοί»! Συκοφαντία πολὺ βαριὰ ἐπίσης, διότι εἶχε ὀλέθριες συνέπειες γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος: ἔγινε ἀφορμὴ ὥστε οἱ πρωτόπλαστοι – καὶ μαζί τους ὅλοι οἱ ἀπόγονοί τους – νὰ χάσουν τὴ ζωὴ τῆς μακαριότητας καὶ κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ξεπέσουν σὲ μιὰ ἄθλια ζωή, γεμάτη θλίψη, πόνο καὶ στερήσεις, νὰ γίνουν αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Ὅμως τὰ πρῶτα αὐτὰ λόγια τοῦ σατανᾶ στὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἕνα τυχαῖο ψέμα. Εἶναι περίληψη ὅλων τῶν συκοφαντιῶν, ὅλων τῶν ψευδῶν ποὺ ψιθυρίζει στὸν ἄνθρωπο, στὸν καθένα μας, εἴτε μὲ λογισμοὺς στὸ ἐσωτερικό μας εἴτε μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ λόγια καὶ τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα τοῦ κόσμου ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας.
Δηλαδή, τί εἶπε στοὺς πρωτοπλάστους; Ποιὸ εἶναι τὸ βασικὸ μήνυμα τῶν λόγων του; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀγάπη. Δὲν εἶναι «χρηστὸς τοῖς σύμπασι», δὲν εἶναι εὐεργετικὸς σὲ ὅλους, οὔτε «οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ», οὔτε σπλαχνίζεται καὶ δείχνει ἔλεος σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του (Ψαλ. ρμδ´ [144] 9). Ἀλλὰ εἶναι Θεὸς φθονερός, ποὺ στερεῖ τὰ ἀγαθά Του ἀπὸ τὰ πλάσματά Του. Δὲν θέλει τὴν εὐτυχία τους. Εἶναι τύραννος, βασανιστής, ἀπάνθρωπος. Οἱ ἐντολές Του πηγάζουν ἀπὸ τὴν κακία Του! Ὁ νόμος Του εἶναι πιεστικός, πολὺ αὐστηρός· εἶναι στέρηση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἀληθινῆς δόξας. Γκρεμίζει τὰ ὄνειρά μας, τὰ θεμιτὰ ὄνειρά μας: νὰ γίνουμε θεοί, ν᾿ ἀνεβοῦμε, νὰ καταξιωθοῦμε! Ἑπομένως ἡ ζωὴ κοντὰ στὸ Θεὸ εἶναι βάσανο, δὲν ἔχει κανένα νόημα, δὲν συμφέρει, δὲν ἀξίζει.
Ἔτσι παρουσιάζεται πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ πρόταση νὰ διαχωρίσει ὁ ἄνθρωπος τὴ θέση του ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ πάρει τὴ ζωή του στὰ χέρια του καὶ νὰ βρεῖ μόνος του τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία καὶ ἐλευθερία. Παρουσιάζεται ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα καὶ συμφέρουσα ἡ πρόταση τῆς παρακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόταση τῆς ἁμαρτίας, καθὼς μὲ τὶς ἐντολές Του ὁ Θεὸς φαίνεται νὰ μᾶς ἀπαγορεύει αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ὡραῖο καὶ ποὺ θὰ μᾶς κάνει εὐτυχεῖς… Γνωρίζουμε ὅμως ἀπὸ τὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπική μας πείρα, πόσο ἀπατηλὴ καὶ καταστροφικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ πρόταση…
Γι᾿ αὐτὸ ἂς δείχνουμε ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στὸ νὰ ἀποδιώκουμε τὸ συντομότερο ἀπὸ τὴν ψυχή μας – πρὶν μᾶς ζαλίσει, ὅπως τὴν Εὔα – κάθε τέτοια συκοφαντία τοῦ ἄσπονδου ἐχθροῦ μας, ποὺ διψᾶ μανιωδῶς νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ νὰ μᾶς γκρεμίσει στὰ βάραθρα τῆς ἀπωλείας: ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὡραία, ὅτι ὅποιος ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εὐτυχεῖ, δὲν πετυχαίνει στὴ ζωή του· ἄλλοτε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μᾶς, δὲν προνοεῖ, ὅτι ἀκόμη μᾶς ἔχει ἐγκαταλείψει ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας…
Σὲ κάθε ἐπίθεσή του ἂς τὸν ἀποκρούουμε ἀμέσως μὲ τὰ ἀκατανίκητα ὅπλα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Ἂς τὸν κατασφάζουμε μὲ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι ρῆμα Θεοῦ» (Ἐφ. Ϛ´ 17)· ἂς ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Κύριος ποιμαίνει με, καὶ οὐδέν με ὑστερήσει» (Ψαλ. κβ´ [22] 1)· ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ δοκιμασθοῦμε περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀντέχουμε (βλ. Α´ Κορ. ι´ 13)· καὶ ὅτι «αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί» (Α´ Ἰω. ε´ 3). Ἂς προβάλλουμε τὴν ἀσπίδα τῆς ἀκλόνητης πίστεως σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς καὶ μᾶς χάρισε τὴ Βασιλεία Του. Ὅσο πιστότερα ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημά Του, τόσο πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ ἔντονα θὰ διαπιστώνουμε ἀπὸ προσωπικὴ πείρα ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι πολὺ φιλάνθρωπος, καὶ ὅτι στὶς ἐντολές Του βρίσκεται τὸ μυστικὸ τῆς εὐτυχίας μας· οἱ ἐντολές Του εἶναι «ζωὴ αἰώνιος» (Α´ Ἰω. δ´ 16, Ἰω. ιβ´ 50).