Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς

Ἁγία Γραφὴ καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἔν­­νοιες ἀναπόσπαστα ἑνωμένες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα περικοπὲς ἀ­­­πὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη στὶς διάφορες ἱερὲς Ἀκολουθίες της.
«Τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ διαμένουν στὶς πόλεις ἢ στοὺς ἀγροὺς συγκεντρώνονται μαζὶ καὶ γίνεται ἀνάγνωση ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν», σημειώνει στὴν πρώτη του Ἀπολογία ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας, στὶς ἀρχὲς τοῦ β΄ αἰῶνος.
Καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων» τὴν ἴδια πληροφορία ἔχουμε: «Ὁ ἀναγνώστης ἀφοῦ ἀνεβεῖ καὶ σταθεῖ σὲ μέρος ὑψηλό, ἂς διαβάζει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὰ βιβλία τοῦ Μωυσῆ, τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τὰ βιβλία τῶν Κριτῶν… Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγνωση νὰ ἀναγινώσκονται οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἦταν συνεργὸς τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὶς ὁποῖες ἔγραψε καὶ ἀπέστειλε στὶς διάφορες Ἐκκλησίες μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατόπιν ὁ διάκονος ἢ ὁ πρεσβύτερος νὰ ἀναγινώσκει τὰ Εὐαγγέλια».
Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ πλούσια προσφερόταν τότε στὴν Ἐκκλησία ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς διάφορες λατρευτικὲς εὐκαιρίες, οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ μελετοῦν καὶ στὸ σπίτι τους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ χειρόγραφα ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὸ σημειώνει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρὸς τὸν ἀπόστολο Τιμόθεο: «Ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας» (Β΄ Τιμ. γ΄ 15)· γνωρίζεις ἀπὸ βρέφος ἀκόμη τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπιμόνως συνιστοῦν στοὺς χριστιανοὺς νὰ μὴν περιορίζον­ται μόνο στὰ ὅσα ἀκοῦν στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μελετοῦν καὶ στὸ σπίτι τους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυ­σόστομος: «Πάντοτε σᾶς παρακαλῶ καὶ δὲν θὰ παύσω συνεχῶς νὰ σᾶς παρακαλῶ. Νὰ μὴν ἀρκεῖσθε μόνο στὰ ὅσα λέγονται ἐδῶ (ἐννοεῖ στὸ Ναό) ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπιστρέφετε στὰ σπίτια σας, νὰ ἀ­­σχολεῖσθε μὲ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν». Συνιστοῦσε δὲ νὰ προμηθευθοῦν «τουλάχιστον τὴν Καινὴ Διαθήκη», ἐπειδὴ πι­­θανὸν νὰ δυσκολεύονταν νὰ προμη­­θευ­θοῦν ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ τότε κόστιζε πάρα πολύ, ἀφοῦ ἦταν χει­­ρό­γραφη.
Καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη, συν­ιστοῦσε στοὺς χριστιανοὺς νὰ συγκεν­τρώνονται σὲ ὁμάδες πέντε-πέντε, δέκα-δέκα καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ μελετοῦν καὶ νὰ συζητοῦν αὐτὰ ποὺ τοὺς δίδαξε.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πάνω στὴν Ἁ­­­γία Τράπεζα στοὺς Ὀρθοδόξους Ναούς μας βρίσκεται πάν­τοτε καὶ δεσπόζει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Σημαίνει ὅτι γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμό μας μαζὶ μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι καιρὸς πλέον ὅλοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ καταλάβουμε πόσο ἀναγκαῖο εἶναι ὄχι μόνο νὰ γνωρίζουμε γενικὰ καὶ ἀόριστα τὸ περιεχόμενο τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ μελετοῦμε καθημερινὰ μὲ προσοχή, γιὰ νὰ ρυθμίζει καὶ κατευθύνει σωστὰ τὴ ζωή μας. Εἶναι ἐπείγουσα καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη αὐτό. «Οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστι τινὰ σωθῆναι μὴ συνεχῶς ἀναγνώσεως ἀπολαύοντα πνευματικῆς» (Χρυσόστομος, Εἰς τὸν Λάζαρον λόγος τρίτος, P.G. 48, 993).
Λοιπόν, «μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός»· μακάριος καὶ πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν συχνάζει σὲ συντροφιὲς ἀσεβῶν καὶ δὲν στέκεται σὲ δρόμο ὅπου ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι ἐπιδίδονται στὸ κακὸ οὔτε κάθεται σὲ τόπους ὅπου ἔχουν στέκι διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἔχει ἐντρύφημα καὶ ἀπόλαυσή του τὸ νόμο τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τόσο πόθο εἶναι προσκολλημένος σ’ αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του ­στρέφεται πάντοτε ἐκεῖ, καὶ αὐτὸν μέρα-νύχτα ­μελετάει (Ψαλ. α΄ 2).