Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ

Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο θαῦμα. Θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος στὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας ἐπὶ τῆς γῆς ἦταν κατάσταση ταπεινώσεως. Τώρα, ὅμως, κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, παρουσιάζει κάτι ἀπὸ τὴ θεότητά Του, μιὰ ἀκτίνα τῆς θεϊκῆς Του δόξας. Τόσο μόνο, ὅσο ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντέξουν οἱ ἄνθρωποι.
Τί ἀκριβῶς συνέβη κατὰ τὴ θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου;
Παρέλαβε, μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστές, τρεῖς Μαθητές Του, τὸν Πέ­­­τρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ἀνέ­βηκε στὸ ὄρος Θαβώρ. Ξαφνικά, ἐνῶ προσευχόταν, ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ Προσώπου Του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λαμπρά, λευκὰ σὰν τὸ χιόνι. «Τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλ­βοντα (ἀστραφτερά), λευκὰ λίαν ὡς χιών» (Μάρκ. θ΄ 3). Τὸ ὑπερφυσκὸ φῶς τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης διεπέρασε καὶ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά Του, τὰ ὁποῖα ἔγιναν «λευκὰ ὡς τὸ φῶς», τὸ δὲ ἅγιο Πρόσωπό Του ἔγινε λαμπρὸ σὰν τὸν ἥλιο. Ταυτόχρονα ἐμφανίστηκαν καὶ συζητοῦσαν μαζί Του δύο σπουδαῖοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας.
Οἱ τρεῖς Μαθητές, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του, τὴ θεία Του διδασκαλία, τὴν παναγία ζωή Του, ποὺ εἶχαν δεῖ καθόλο τὸ διάστημα τῆς ἐπὶ γῆς δημοσίας ­δράσεώς Του ποὺ ἔζησαν κοντά Του, ἔβλεπαν τώ­ρα, κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, μὲ τὰ μάτια τους καὶ τὴ δόξα, τὴ μεγαλειότητα τοῦ Κυρίου· «ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. α΄ 16). Καταγοητευμένοι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο Του καὶ πλημμυρισμένοι ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, προτείνουν διὰ στόματος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου νὰ μείνουν γιὰ πάν­τα ἐκεῖ: «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Ματθ. ιζ΄ 4).
Δὲν ἦταν κάτι τὸ καινούργιο γιὰ τὸν Κύριο τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν πῆρε κάτι ποὺ δὲν εἶχε οὔτε μεταβλήθηκε σὲ κάτι ποὺ δὲν ἦταν, ἀλλὰ φανέρωσε στοὺς Μαθητές Του αὐτὸ ποὺ πρα­γματικὰ ἦταν. Τὸ σῶμα Του δὲν ἀπέκτησε ἀπ᾿ ἔξω τὴ δόξα καὶ τὴ λαμπρότητα, ἀλλὰ αὐτὴ πήγασε ἀπὸ μέσα Του, ἀπὸ τὴ θεότητά Του, ὅπως τὸ σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ᾽ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ᾽ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος» (Εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου, PG 96, 548).
Ἔγιναν τώρα ὁρατὰ ὅσα ἦταν ἀόρατα γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μάτια: γήινο σῶμα ποὺ ἀκτινοβολεῖ θεϊκὴ λαμπρότητα, σῶμα θνητὸ ποὺ αὐγάζει τὴ δόξα τῆς θεότητος. Κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, ἄφησε μερικὲς ἀκτίνες ἀπὸ τὴ λαμπρότητα τῆς θεϊκῆς Του Φύσεως νὰ ἐκλάμψουν ἐνώπιον τῶν τριῶν Μαθητῶν Του, «καθὼς ἠδύναντο», ὅσο ἦταν δυνατὸν αὐτοὶ νὰ τὴν ἀτενίσουν.
Κατὰ τὴ Μεταμόρφωση ἔχουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Υἱοῦ Του καὶ νὰ μᾶς προτρέπει νὰ ὑπακούουμε σ᾿ Αὐτόν: «Ἦλθε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. θ΄ 7).
Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ! Μεγάλο τὸ θαῦ­μα, μεγάλη Δεσποτικὴ γιορτή. Δικαιολογημένα χαιρόμαστε καὶ σκιρτᾶ ἡ καρδιά μας ἀπὸ ἀνεκλάλητη χαρά. Νὰ πάρουμε ὅμως καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ μεταμορφωνόμαστε καὶ ἐμεῖς. Νὰ ἀλλάζουμε. Πῶς; Μὲ τὸ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μας, ὑπακούοντας ἔτσι καὶ στὴ φωνὴ τοῦ οὐράνιου Πατέρα. «Αὐτοῦ ἀκούετε», παρήγγειλε (Ματθ. ιζ΄ 5). Ἂς ἀπομακρύνουμε λοιπὸν κάθε ἴχνος ἁμαρτίας ποὺ σκοτεινιάζει τὸ νοῦ μας καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ὑψωθεῖ πρὸς τὰ οὐράνια.
Γιὰ νὰ γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας Του καὶ νὰ βρεθοῦμε μέσα στὴν ἔκπαγλη λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φω­τὸς τῆς Μεταμορφώσεώς Του.