Ἀληθινὴ ἱστορία
Σκαρφαλωμένα τὰ παιδιὰ σὲ μιὰ δασόφυτη πλαγιὰ τοῦ γραφικοῦ Πηλίου, ἔξω ἀπὸ τὴν Πορταριά, ἀπολάμβαναν, μέρες Αὐγούστου, στὴν ὄμορφη χριστιανική τους Κατασκήνωση ἁγνὴ ψυχαγωγία καὶ πλούσιες πνευματικὲς εὐκαιρίες. Καὶ κάποιες γαλήνιες νύκτες, ἐνῶ ἀκουγόταν ὁ μονότονος ἦχος τῶν γρύλων στὴν ἀνοικτή τους τραπεζαρία, ἀφοῦ ἔσβηναν τὰ φῶτα, ταξίδευαν σὲ ὄμορφους κόσμους ἀπὸ τὰ ἐπιλεγμένα θεάματα τοῦ ὑπολογιστῆ τους. Πόσες ἱερὲς ἐξάρσεις καὶ ἀναβάσεις δὲν δημιούργησαν στὶς εὐαίσθητες ἐφηβικὲς ψυχὲς αὐτὰ τὰ ὡραῖα καὶ γνήσια καὶ ἀληθινὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα!
22 Αὐγούστου. Παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀποδόσεως τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας. Μιὰ ξεχωριστὴ μέρα. Τὰ παιδιὰ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πόλη τους. Τίς δυνατὲς ἐμπειρίες ποὺ ἔχουν κλείσει μέσα τους δὲν μποροῦν νὰ τὶς συγκρατήσουν. Μέσα στὸ πούλμαν ζοῦν στὸ ἀποκορύφωμά τους ὅ,τι ὡραῖο ἔζησαν τραγουδώντας μὲ ἀσυγκράτητο ἐνθουσιασμὸ τὰ τραγούδια τους.
Στὶς 10 τὸ πρωὶ ἔφθαναν στὸν προορισμό τους. Οἱ γονεῖς ὑποδέχθηκαν τὰ παιδιά τους. Τὰ ξανάσφιξαν στὴν ἀγκαλιά τους εὐτυχισμένοι. Ἔνιωθαν τὶς θαυμαστὲς ἀλλοιώσεις ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στὶς ἀνήσυχες ἐφηβικὲς ψυχές τους καὶ δόξαζαν τὸν Θεό. Καλοσύνη, εὐγένεια, ἠρεμία, χαρὰ ἐξέπεμπαν τὰ πρόσωπα ὅλων. Ὅλοι σὲ λίγο ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους. Καὶ τὰ πράγματα τῆς Κατασκηνώσεως θὰ πήγαιναν καὶ αὐτὰ στὴ θέση τους μὲ τάξη.
Ὁ γνωστὸς ταξιτζὴς καὶ φίλος τῆς Ἱεραποστολῆς εἶχε ἔρθει ἀπὸ νωρὶς νὰ παραλάβει τὸ «κατασκηνωτικὸ ὑλικό». Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ ἀπόγευμα οἱ ὑπεύθυνες ἔκαναν τὶς τακτοποιήσεις. Ἔλειπε ὅμως ὁ ὑπολογιστής. Τὸ ἄψυχο αὐτὸ μηχάνημα ποὺ ὑπηρέτησε τὸ πνεῦμα. Κάποιος διερχόμενος ἴσως νὰ τὸ ἔκλεψε τὴ στιγμὴ ποὺ ἔβγαζαν τὰ πράγματα. Μάταια ἔψαξαν οἱ ὑπεύθυνες. Ρώτησαν καὶ ξαναρώτησαν. Κατέφυγαν καὶ στὴν ἀστυνομία καὶ πῆραν τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τοὺς εὐγενικοὺς ἀστυνομικούς: «Ἡ περιοχὴ ποὺ χάθηκε ὁ ὑπολογιστής σας εἶναι κακοφημισμένη. Συχνάζουν ἄνθρωποι περίεργοι ποὺ κλέβουν καὶ ἀπειλοῦν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ. Θεωρῆστε τον χαμένο». «Χαμένο; Ὄχι!», εἶπαν οἱ πιστὲς ὑπεύθυνες. «Κύριε, ξέρεις ἐσύ. Τό δικό σου πνεῦμα ὑπηρέτησε, φέρ’ τον πίσω πάλι». Ἤξεραν ὅτι καθετὶ ποὺ ἀνασταίνει τὶς ψυχὲς τὸ πολεμᾶ μὲ λύσσα ὁ πονηρὸς ἐχθρός…
Τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα καὶ στὸν τόπο ἀκριβῶς ὅπου τὸ πρωί εἶχαν ἀποβιβασθεῖ οἱ κατασκηνώτριες – ἕναν πολυθόρυβο καὶ πολυσύχναστο ἀπὸ κόσμο τόπο – καὶ ἀφοῦ εἶχαν περάσει δέκα ὧρες ἀπὸ τὴν ἄφιξή τους, δηλαδὴ στὶς ὀκτὼ τὸ βράδυ, ἔφθανε ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ Δημήτρης, γιὰ νὰ παραλάβει τὸ μηχανάκι τοῦ φίλου του. Ἔκπληκτος βλέπει πάνω στὴ σέλα του ἀφημένο ἕναν ὑπολογιστή. Τηλεφωνεῖ ἀμέσως στό φίλο του.
–Ἔχεις ξεχάσει, Χρῆστο, τὸν ὑπολογιστή σου στὸ μηχανάκι.
–Ἀστειεύεσαι; κάποιου ἄλλου εἶναι.
Κάποιου ἄλλου… Τὸν ἔβγαλε βιαστικὰ ἀπὸ τὴ θήκη του ὁ Δημήτρης. Τὸν περιεργάστηκε ἀπ’ ἔξω. Ὁλοκαίνουργιος ἦταν. Λαχταριστὸ εὕρημα. Θὰ τὸν κρατοῦσε; Τὸν πῆρε προσεκτικὰ στὸ σπίτι του. Ἤξερε πολὺ καλὰ ἀπὸ ὑπολογιστές. Τὸν ἄνοιξε μὲ λεπτότητα. Τί ἄραγε νὰ ἔκρυβε στὸ σκληρό του δίσκο; Ποιανοῦ νὰ ἦταν; Ξαφνικὰ πρόβαλε ἡ πρώτη εἰκόνα. Ἦταν μιὰ γλυκιὰ μορφή: τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Κυρίου. Ἤξερε πὼς αὔριο ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῆς χάρης της. Κάτι ἱερὸ ἀναμοχλεύθηκε στὴν καρδιά του. «Κάποιου θεοσεβούμενου θὰ εἶναι», εἶπε. «Πρέπει νὰ τὸν βρῶ καὶ νὰ τοῦ τὸν ἐπιστρέψω». Προχώρησε μὲ ἄλλα πλῆκτρα πιὸ μέσα. Εἶδε εἰκόνες μὲ παιδιά. Ὅλα ἦταν χαρούμενα. Ἄκουσε τὰ τραγούδια τους καὶ τὰ ὁμαδικά τους συνθήματα. Ὅλα ἦταν χριστιανικά. Συγκινήθηκε… Ὅμως τὸ ἐρώτημα παρέμενε:
–Ποιανοῦ νὰ εἶναι;
–Τῆς Παναγίας εἶναι, καὶ τῶν παιδιῶν ποὺ ἀγαποῦν τὴν Παναγία εἶναι. Πρέπει νὰ ἐπιστραφεῖ, εἶπε μέσα του.
Ἐπιστράτευσε λοιπὸν ὅλη τὴν εὐφυΐα του. Ὁ ὑπολογιστὴς ἦταν σφραγισμένος μὲ κάποιον ἀριθμό. Λαθραῖος δὲν ἦταν. Ἀπὸ ἔντιμη ἀγορὰ ἦταν ἀγορασμένος. Τὴν ἑπόμενη μέρα τὸ μεσημέρι τηλεφώνησε στὴν Ἑταιρεία.
–Βρέθηκε στὰ χέρια μου τυχαῖα ἕνας καινούργιος ὑπολογιστὴς μὲ ἀριθμὸ τάδε. Δὲν ἀνήκει σὲ μένα. Παρακαλῶ, ἐνδιαφέρομαι νὰ μάθω πότε, ποῦ καὶ σὲ ποιὸν πουλήθηκε γιὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψω.
Ἡ Ἑταιρεία ἀφοῦ βεβαιώθηκε γιὰ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἄγνωστου τηλεφωνητῆ τους, μπόρεσε νὰ δώσει τὰ ἀκριβὴ στοιχεῖα.
–Πρὶν ἀπὸ ἕνα μήνα μᾶς τὸν παρήγγειλαν στὴν Ἀθήνα δύο κυρίες, ὑπεύθυνες σὲ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο, καὶ προωθήθηκε στὸ Βόλο.
Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς εἶχε ἀνοίξει. Σὲ λίγο ὁ Δημήτρης παρέδιδε στὴν ὑπεύθυνη τῆς Κατασκηνώσεως τὸν ὑπολογιστή. Ἔκπληκτη ἐκείνη ἄκουγε τὸ ὁδοιπορικὸ τῆς διασώσεως τοῦ πολύτιμου θησαυροῦ…
–Πῶς τὸ εἶπες, Δημήτρη; Δέκα ὧρες ἀφημένος πάνω στὸ μηχανάκι χωρὶς νὰ τὸν ἀγγίξει κανείς!
Καὶ ὁ Δημήτρης ἀπάντησε δακρυσμένος:
–Ναί, τὸν κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀόρατο ἀπὸ τὰ μάτια τῶν κλεφτῶν, γιατὶ περίμενε ἡ Παναγία τὰ δικά μου χέρια γιὰ νὰ κάνει τὸ θαῦμα της σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα.
Μαζὶ ἀναφώνησαν:
–Ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας! Θαῦμα στὰ ἐννιάμερά της!
Ὁ Δημήτρης ἐπέστρεφε σὲ λίγο στὸ σπίτι του βαθιὰ συγκλονισμένος ἀπὸ ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Κρατοῦσε στὰ χέρια του μιὰ χρυσοδερματόδετη ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ. Ἦταν δῶρο ἀπὸ τὶς δύο κυρίες. Τοῦ φάνηκε πὼς μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Παναγίας εἶχε ξαναπάρει στὰ χέρια του τὸ τιμόνι τῆς ζωῆς του, τὸν Χριστὸ ποὺ εἶχε ξεχάσει!…