16 Αυγούστου
Λαμπρὸ ἀστέρι στὸ σκοτεινὸ οὐρανὸ τῶν πρώτων χρόνων τῆς πικρῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Εὐρίπου. Γεννήθηκε τὸ 1510 στὸ χωριὸ τῆς βορειοανατολικῆς Ἀττικῆς Κάλαμος. Ὁ ἱερεὺς πατέρας του φρόντισε νὰ διαποτίσει τὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ παιδιοῦ του μὲ τὰ ὅσια καὶ ἱερά, τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, ἰδανικά. Ὁ Μητροπολίτης Ὠρεῶν τῆς Εὐβοίας, ἐκτιμώντας τὴ φιλομάθεια τοῦ σεμνοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ, τὸ σπούδασε μὲ δικές του δαπάνες στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ διακρίθηκε σὲ γνώση καὶ σὲ ἀρετή. Ἐκτιμώντας στὴ συνέχεια τὸ ἦθος του, τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ λίγο ἀργότερα τὸν προήγαγε στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ὡς ἱερέας ὁ Τιμόθεος ὑπῆρξε πολύτιμος συνεργὸς τοῦ εὐεργέτου του Ἐπισκόπου. Ἀπὸ τὸν φλογερὸ αὐτὸν Ἱεράρχη διδάχθηκε τὴ γνήσια φιλοπατρία καὶ τὴν ἀληθινὴ αὐταπάρνηση.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου, διάδοχός του ὑπῆρξε (τὸ 1553) ὁ Τιμόθεος. Καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ἴδιος ἀνέλαβε τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη ὅλης τῆς νήσου Εὐβοίας, μὲ ἕδρα τὴ Χαλκίδα. Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Εὐρίπου ὁ Τιμόθεος συνέχισε μὲ πλουσιότερο ζῆλο τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα στήριζε καὶ νουθετοῦσε τὸ κατατρεγμένο του ποίμνιο. Συνέπασχε μὲ τὰ παθήματα τοῦ δούλου Γένους του καὶ πυρπολοῦσε μὲ τὴ φλόγα τῆς ἐλευθερίας τὶς ψυχὲς τῶν ρακένδυτων ραγιάδων. Ὅλοι τὸν ἐκτιμοῦ-σαν καὶ τὸν σέβονταν ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἅγιο ἀλλὰ καὶ θαρραλέο Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπερασπιζόταν τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους.
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἔντονη διαμαρτυρία του ἐναντίον τῆς Ὀθωμανικῆς Ἀρχῆς (ἐπὶ σουλτάνου Σελὶμ Β΄), ὅταν ἐξεδόθη ἐντολὴ νὰ μετατραποῦν οἱ ἐκκλησίες – τουλάχιστον τῆς περιοχῆς του – σὲ τζαμιά. Ὁ Τουρκαλβανὸς πασᾶς τῆς Εὐβοίας ἀπείλησε τὸν Τιμόθεο ὅτι θὰ τὸν ἐξοντώσει, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἦταν «ἐχθρὸς τοῦ δοβλετίου» (τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους). Καὶ ἐνῶ οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ σωθοῦν κατέφευγαν στὰ ὄρη καὶ ἔκτιζαν ἐκεῖ ἐκκλησάκια, γιὰ νὰ λατρεύουν ἀνεμπόδιστα τὸν Θεό, ὁ Ἐπίσκοπος, γιὰ νὰ μὴ διαταραχθεῖ ἡ ἡσυχία τοῦ ποιμνίου του, προτίμησε (τό 1572) νὰ περάσει ἀπέναντι στὴν Ἀττικὴ καὶ νὰ καταφύγει μὲ μικρὴ συνοδεία στὸ ὄρος τὸ πεντελικό, τὸ γνωστὸ ὡς «ὄρος τῶν Ἀμώμων». Ἐδῶ εἶχαν σκαρφαλώσει πλῆθος εὐλαβῶν μοναχῶν ποὺ ζοῦσαν τὴ θεοφιλὴ πολιτεία καὶ λάτρευαν ἀπερίσπαστα τὸν Θεό, προσευχόμενοι ἀδιάλειπτα γιὰ τὸν σκλαβωμένο ἑλληνισμό. Μὲ αὐτοὺς τοὺς ἡσυχαστὲς καὶ ἐρημίτες ὁ Τιμόθεος συνδέθηκε μὲ τὸν ἱερὸ δεσμὸ τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης.
Λίγο ἀργότερα ὁ Τιμόθεος, σὲ σημεῖο ὅπου θαυματουργικὰ ἀνεκάλυψε Λείψανα ὁσίων ἀσκητῶν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, ἔκτισε μὲ δική του ἐπιμελὴ ἐπιστασία Ἱερὰ Μονή, τὴν ὀνομαστὴ μέχρι σήμερα «Μονὴ Πεντέλης», ποὺ πανηγυρίζει στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν τὸ 1578, γύρω ἀπὸ τὸν ὅσιο κτήτορα Τιμόθεο συσπειρώθηκε Ἀδελφότητα ἀπὸ 80 μοναχούς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν λόγιοι. Ὁ ὅσιος Τιμόθεος ὡς ἡγούμενος, μὲ τὰ πλούσια διοικητικὰ καὶ πνευματικά του χαρίσματα, ἀνέδειξε τὴ Μονή του ὄχι μόνο πνευματικὸ φάρο τῆς Ἀττικῆς ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπη κυψέλη μὲ πλούσιο ἔργο ὀργανωμένης κοινωνικῆς Πρόνοιας. Ἐδῶ ἔβρισκαν καταφύγιο καὶ ἀνακούφιση πλῆθος πονεμένων Ρωμιῶν.
Παρὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ δραστηριότητα, ὁ Τιμόθεος δὲν ἔπαυε νὰ ἀποζητᾶ καὶ τὴν πολύτιμη ἡσυχία. Γι’ αὐτὸ διάλεξε στὴ συνέχεια τῆς ζωῆς του τὸν ἐρημικὸ βίο. Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Χωστοῦ στὸ Γαργηττὸ καὶ ἡ Βραυρώνα ὑπῆρξαν τόποι γι’ αὐτὸν ἀσκήσεως ἱερῆς. Προικισμένος μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας εὐεργετοῦσε συνεχῶς τοὺς καταπονημένους. Κάποτε μιὰ πλούσια μητέρα μουσουλμάνα κατέφυγε σ’ αὐτὸν ἀπελπισμένη γιὰ νὰ τὴ βοηθήσει μὲ τὴν προσευχή του, γιατὶ πειρατὲς τῆς εἶχαν ἀπαγάγει τὰ παιδιά. Ἡ προσευχὴ τοῦ ἐνάρετου ἀσκητῆ διέλυσε τὸν πειρασμό της. Μιὰ ἀπρόσμενη θαλασσοταραχὴ ἀνάγκασε τὸ πειρατικὸ πλοῖο νὰ ἐπιστρέψει στὸ λιμάνι τῆς Βραυρώνας καὶ νὰ παραδώσει ἄθικτα τὰ παιδιά της. Ἡ μητέρα ἔγινε χριστιανὴ καὶ πρόσφερε χρήματα καὶ κτήματα γιὰ τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες τοῦ Ἁγίου.
Καὶ ἐνῶ ὁ Ὅσιος ἐτιμᾶτο ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ φίλους, κάποιοι φθονεροὶ ἄνθρωποι τοῦ ἔκαψαν τὸ ἁλιευτικὸ καραβάκι. Γεμάτος ἀνεξικακία καὶ συγχωρητικότητα ἀνεχώρησε καὶ κατέφυγε τὸ 1582 στὸ ὄμορφο κυκλαδίτικο νησὶ τῆς Κέας. Ἐδῶ παρέμεινε ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του προσευχόμενος καὶ ἐξαγιαζόμενος. Οἱ καλοκάγαθοι νησιῶτες δέχονταν ἐπὶ 8 χρόνια μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη τὸν πλοῦτο τῶν πνευματικῶν καὶ ὑλικῶν εὐεργεσιῶν του. Καὶ στὴν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν, τὸ 1590, ὁ Ὅσιος παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο. Καὶ ἐτάφη στὸ ναΰδριο τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος.
Σύντομα τὰ χαριτόβρυτα ἱερά του Λείψανα μετεκομίσθησαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης καὶ ἀπέβησαν πηγὴ ἰάσεων. Ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος ἔσωσε τὴν Ἀττικὴ καὶ τὴν Αἴγινα ἀπὸ τὴ θανατηφόρα πανώλη.
Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου εὑρίσκεται σήμερα θησαυρισμένη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παλαιᾶς Πεντέλης), ὅπου κάθε χρόνο στὶς 16 Αὐγούστου ὁ Ἅγιος τιμᾶται μὲ λαμπρότητα.
«Χαίροις ὁ Πεντέλης θεῖος πυρσός,
Εὐρίπου τὸ κλέος καὶ Εὐβοίας πάσης φωστήρ,
Καλάμου ἡ δόξα, καὶ τῶν πιστῶν προστάτης,
Τιμόθεε παμμάκαρ, Μονῆς σου ἔφορε».