«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»

Φωνὴ ζωηρῆς ἐπικλήσεως πρὸς τὸν Θεό. Φωνὴ καρδιᾶς συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης μέχρι κά τω στὴ γῆ, στὸ χῶμα. Φωνὴ ἱκεσίας θερμῆς, ἀπὸ τὰ τρίσβαθα ψυχῆς ὀδυνωμένης. Ψυχῆς ποὺ ἀπ’ ὅλους καὶ ὅλα εἰσέπραξε τὴν ἀπόρριψη. Οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς σὰν κύματα ἀλλεπάλληλα τὴ βύθισαν στὸ πέλαγος τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ἄλλη πιὰ βοήθεια δὲν ἔχει νὰ ἀναμένει ἀπὸ πουθενὰ παρὰ μόνο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ψυχῆς ποὺ ἀνατείνεται ὁρμητικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ πόθο ἰσχυρὸ καὶ ἀπαντοχὴ τελεία καρφώνει τὸ βλέμμα της ἐπάνω του. Ψυχῆς ποὺ βοᾶ, κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό!

–Κύριε, μὴν ἀργήσεις…

Σὰν τὴ φωνὴ νεαρῆς κόρης πρὸς τὸν σύζυγο ποὺ ξενιτεύεται, σὰν τὴ φωνὴ παιδιῶν πρὸς τὸν πατέρα ποὺ μπαρκάρει, σὰν τὴ φωνὴ ἀσθενοῦς πρὸς τὸ γιατρὸ ποὺ φεύγει ἀπὸ κοντά του, ἔτσι ἡ φωνὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μαζί της καὶ ὅλες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ φωνὲς ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν: τὸν Πατέρα, τὸν Νυμφίο, τὸν Ἰατρό. Ἐκεῖνον! Καὶ τὰ μάτια τους ἐκεῖ, κολλημένα, ἀκίνητα, ἀπαρασάλευτα.

Χωρὶς νὰ γυρνοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ. Χωρὶς νὰ δέχονται καμιὰ ἄλλη παράκληση. Χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο. Μόνον αὐτό, πότε θὰ ξανάρθει ὁ Κύριος. Πότε πάλι θὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πότε θά ’ρθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν νιώσουν κοντά τους, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν παρουσία του δίπλα τους, νὰ παρηγορηθεῖ ἡ καρδιά τους ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴν πιέζει, νὰ βαλσαμώσουν οἱ πόνοι της…

«Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλ. ξθ΄ [69] 6).

Καὶ ὁ Κύριος ἀκόμα δὲν φαίνεται. Καὶ ἡ ψυχὴ ἀκόμα πιὸ ἐπίπονα τώρα φωνάζει: Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μὲ συναντήσεις; Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέχω νὰ φωνάζω; Τρέξε, Κύριε, κινδυνεύω νὰ καταποντισθῶ. Τρέξε, Κύριε, νὰ μὲ βοηθήσεις, «εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (στίχ. 2), νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὴ θλίψη μου. Τρέξε, Κύριε, νὰ ἁπαλύνεις τὸν πόνο μου, νὰ ἀνακουφίσεις τὸ βάρος μου. Μὴν καθυστερήσεις ἄλλο, ἱκετεύω.

«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!

Ἀλλά, ψυχὴ θεοφιλής, σὺ ποὺ ἀκόμα Τὸν ἀναζητεῖς, Τοῦ φωνάζεις, μὴν ἀποκάμνεις. Συνέχισε. Λίγο ἀκόμα. Καὶ λίγο ἀκόμα.

«Ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄ 37).

Θά ’ρθεῖ ὁ Κύριος στὴ ζωή σου, ὅπως τὸ θέλησες, ὅπως τὸ πόθησε ἡ καρδιά σου. Θά ’ρθεῖ· δὲν θὰ καθυστερήσει. Θά ’ρθεῖ καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ ζήτησες. Ὅ,τι γνωρίζει ὅτι ἔχεις ἀνάγκη. «Οὐ χρονιεῖ». Δὲν θὰ καθυστερήσει. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. Τὸ ἀκούσα-

με ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λέει: «Ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (Λουκ. ιη΄ 7-8).

Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο αἴτημα τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ μέρα – νύχτα φωνάζουν πρὸς Αὐτὸν μὲ τὶς προσευχές τους καὶ Ἐκεῖνος ἀναβάλλει νὰ τοὺς τὸ δώσει; Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι γρήγορα θὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὴ δίνη τοῦ πειρασμοῦ, τῆς θλίψεως, τῆς δοκιμασίας, σοῦ φαίνεται πὼς καθυστερεῖ ὁ Θεός. Πὼς φωνάζεις καὶ δὲν σὲ ἀκούει. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή σου καὶ σοῦ χαρίσει τὸ ἔλεός του καὶ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο ὅπου βρίσκεσαι, τότε καὶ σὺ θὰ ὁμολογήσεις ὅτι «ἐν τάχει» ἐνήργησε ὁ Κύριος. Τότε ἀποβλέποντας στὸ παρελθὸν σου θὰ λές, πότε τέλειωσαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἤδη ἀπολαμβάνω τὸν ἥλιο στὴ ζωή μου; Τότε ὅλα θὰ ἔχουν ξεχαστεῖ πιὰ καὶ οὔτε ποὺ θὰ γυρνᾶ τὸ μυαλό σου στὰ περασμένα.

Γι’ αὐτὸ τώρα συνέχισε νὰ Τοῦ φωνάζεις. Μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸ λόγο.

«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!

Σήκωσε τὰ χέρια σου, προσήλωσε τὸ βλέμμα σου ἐπάνω στὴν ἁγία μορφή του, ἱκέτευσέ Τον μὲ ὅλο τὸν πόθο, τὴν ἀπαντοχή, τὸ δόσιμο τῆς ψυχῆς σου. Καὶ ἐπιπλέον, πτώχευσε μπροστά του. Γίνε «πτωχὸς καὶ πένης» (στίχ. 6). Παραδέξου ὅτι ἐπάνω σου δὲν ὑπάρχει κανένας πλοῦτος, καμιὰ ἱκανότητα, τίποτε ποὺ νὰ σὲ στηρίζει, νὰ σὲ δικαιώνει μπροστὰ στὸν Θεό. Κι ὅταν αὐτὸ σοῦ γίνει ἐσωτερικὸ φρόνημα, μόνιμη διάθεση μέσα σου, τότε θὰ δεῖς τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται στὴ ζωή σου καὶ νὰ σὲ σηκώνει, νὰ σὲ ἀνεβάζει, νὰ σὲ δοξάζει.

Διότι μόνος Αὐτὸς εἶναι «ταχὺς εἰς βοήθειαν».