Τὴν ὀνόμασαν Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, Κυρία τῶν ἀγγέλων, Δέσποινα τοῦ κόσμου.
Ἀναδείχθηκε ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, χαρὰ τῶν θλιβομένων, τῶν πάντων βοήθεια.
Τῆς ἔψαλαν ἐγκώμια, χαιρετισμούς, ὕμνους, προσευχές, ἱκεσίες.
Τῆς ἔδωσαν ἀμέτρητα ὀνόματα… ὅλα γιὰ τὴ μάνα τοῦ Θεοῦ, τὴ μάνα τοῦ κόσμου, τὴν Παναγιά μας.
Καὶ ἐκείνη τί ὄνομα ἔδωσε στὸν ἑαυτό της; τί προσωνύμιο κράτησε γιὰ τὸ πρόσωπό της;
Ἕνα καὶ μόνο ἕνα: «δούλη Κυρίου».
Ἔτσι τοποθέτησε τὸν ἑαυτό της στὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅταν τῆς μετέφερε τὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον» τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων:
«Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου», εἶπε (Λουκ. α΄ 38). Ἕτοιμη εἶμαι ἡ δούλη τοῦ Κυρίου. Νὰ γίνουν ὅλα ὅπως τὰ λές. Αὐτὸ πίστευε καὶ αὐτὸ εἶπε.
Δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου. Ἀκούει χαιρετισμὸ θαυμάσιο, οὐράνιο καὶ θεῖο: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη… εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί» (στίχ. 28). Ἐγκώμιο ποὺ ἄλλη γυναίκα δὲν ἄκουσε καὶ οὔτε θ’ ἀκούσει ποτέ.
Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ δέχεται ταπεινά. Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ἐπέβλεψε «ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Γι’ αὐτὸ «μεγαλύνει ἡ ψυχή της τὸν Κύριον» (Λουκ. α΄ 48, 46). Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Θεωροῦσε ὅτι αὐτὰ δὲν ἁρμόζουν σ’ Αὐτήν, ἀλλὰ εἶναι ἀνώτερα καὶ ὑπερβαίνουν τὴν προσδοκία. Γι’ αὐτὸ εἶπε· ‘’ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου’’. Ὁ ἄγγελος ἀπῆλθε ἀφοῦ ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀρετῆς της» (Ἑορτοδρόμιον).
Ἀποδέχεται τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποτάσσει τὸ θέλημά της στὸ θέλημά Του. Εἶναι πρόθυμη νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ ὑπηρετήσει τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ.
Αἰσθανόταν δούλη τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο διότι καὶ αὐτὴ ἦταν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κυρίως διότι εἶχε τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως. Ταπεινοφροσύνη ὄχι ἐξωτερική, μὲ λόγια, μὲ σχήματα ἢ ἐνδύματα ταπεινά, ἀλλὰ χάρισμα τοῦ Πνεύματος, βαθιὰ ριζωμένη μέσα της.
Ἦταν ἡ πιὸ ταπεινὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν εἶχε καμία ἀξίωση γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀγαποῦσε τὴν ἀφάνεια, ἔζησε στὴ σιωπὴ σ’ ὅλη της τὴ ζωή.
Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι μυστικὴ πνευματικὴ δύναμη. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ταπείνωση ἦταν στολισμένη ἡ Κυρία Θεοτόκος.
Αὐτὴ ἡ ἀρετή της, ποὺ εἵλκυσε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἦταν τὸ ἔδαφος ποὺ ἔθρεψε ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές της.
Στὶς μέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἡ μορφή της προβάλλει ἰδιαίτερα μέσα στοὺς ναούς, στὰ γραφικὰ ξωκκλήσια, στὰ μοναστήρια, στὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν.
Μεγαλύνουμε «τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ φωτὸς» μὲ ὕμνους καὶ μὲ λόγια ποὺ ἀποδεικνύονται φτωχὰ καὶ ἀδύναμα, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε καὶ αἰσθανόμαστε.
Μᾶς ἔχει ἀφήσει μοναδικὸ παράδειγμα, ποὺ μιλᾶ μέσα μας· καὶ τὸ ταπεινὸ φρόνημά της ἐμπνέει τὴ ζωή μας.