Τὸ λέμε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε πολλὲς φορὲς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, δηλαδὴ ἀγαπάει ἰδιαίτερα τὸν ἄνθρωπο. Ἡ στοργικὴ πατρικὴ ἀγάπη Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο μοιάζει μὲ τὴ φωτιὰ ποὺ συνεχῶς θερμαίνει καὶ μὲ τὸ φῶς ποὺ συνεχῶς φωτίζει. Εἶναι ὁ Θεὸς ὁ μόνος φιλάνθρωπος καὶ ὁ μόνος ἀγαθός (βλ. Ματθ. ιθ΄ 17).
Παρὰ τὴν καλὴ καὶ ἐπίμονη προσπάθειά μας νὰ συλλάβουμε αὐτὸ μὲ τὸ νοῦ μας, ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε σὲ ὁλόκληρο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος. Στηριζόμενοι ὅμως στὴν πληροφορία ποὺ μᾶς δίνει ὁ θεῖος λόγος Του, βεβαιωνόμαστε ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀλήθεια ἀδιάψευστη καὶ γεγονὸς ἀναμφισβήτητο.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας φανερώνεται ἡ ἰδιαίτερη θεϊκὴ φροντίδα Του γιὰ μᾶς τὰ πλάσματά Του. Γιὰ τὰ ἄλλα δημιουργήματα ἀρκοῦσε ἡ προσταγή: «Γενηθήτω»! Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἔπλασε μὲ ξεχωριστὴ φροντίδα. Ὁ ἐν Τριάδι Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τρόπον τινὰ συσκέπτονται προκειμένου νὰ δημιουργήσουν τὸν ἄνθρωπο. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον», παρουσιάζεται στὴ Γραφὴ νὰ λέει ὁ Θεός (Γεν. α΄ 26). Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι εἶπε «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἔχουμε ἑπομένως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω μας βασιλικὴ σφραγίδα, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως αὐτὸς ὁ τόσο τιμημένος ἀπὸ τὸν Δημιουργό του ἄνθρωπος, μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, καὶ ἐπακολούθησε ἡ συνεχὴς πνευματικὴ κατολίσθησή του: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. μη΄ [48] 13). Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ἀγαπημένο πλάσμα Του. Ἔστειλε τὸν μονογενή Του Υἱὸ στὸν κόσμο νὰ ἀναζητήσει τὸν πλανώμενο ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρει κοντά Του. Παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο Υἱό Του, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ σὲ αἰώνιο θάνατο κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει σ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια (βλ. Ἰω. γ΄ 16-17). Ἵδρυσε δὲ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, γιὰ νὰ τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων της, προκειμένου νὰ πετύχει τὴ σωτηρία.
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μας φαίνεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι προνοεῖ γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Δικός του εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, τὰ πάντα. Ὅλα στὴ διάθεσή μας. Ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά Του ζοῦμε ὅλοι.
Ἀφοῦ ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι τόσο φιλάνθρωπος, ὀφείλει καὶ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴ φιλόστοργη πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Πρωτίστως μὲ τὸ νὰ εἶναι φιλόθεος στὴ ζωή του. Νὰ ἀγαπάει δηλαδὴ τὸν Θεό, νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη Του μὲ τὸ νὰ ἐφαρμόζει τὸ θέλημά Του. «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με», εἶπε ὁ Κύριος (Ἰω. ιδ΄ 21).
Τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Δημιουργό του θὰ τὴ δείξει ὁ πιστὸς καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ Αὐτόν. Ὀφείλει νὰ ἔχει στραμμένο τὸ νοῦ του συνεχῶς πρὸς τὸν Θεό, ἰδιαίτερα μὲ τὴν προσευχή. Ἡ καρδιά του νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό Του. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ νὰ ἐπιδιώκει νὰ βρίσκεται στὰ ἱερὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου, νὰ συμμετέχει στὴ θεία Λατρεία καὶ νὰ γίνεται κοινωνὸς τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ πιστὸς ποὺ ἀγαπάει εἰλικρινὰ τὸν Θεὸ ὀφείλει ἀκόμη νὰ ἀποστρέφεται τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου. Τιμή, δόξα, πλοῦτος, ἀνέσεις, ὅλα γι᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι μηδαμινὰ μπροστὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ὅλα τὰ ἄλλα ἔχουν ἀσήμαντη ἀξία. Μόνο κοντά Του καὶ ἑνωμένος μαζί Του ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴ μέγιστη τιμή, τὴν ἄφθαρτη δόξα, τὸν ἀνεκτίμητο πλοῦτο καὶ τὴν πραγματικὴ ἀνάπαυση. Τί ἄλλο ἔχω, κραύγασε κάποτε ὁ Ψαλμωδός, καὶ τί ὑπάρχει γιὰ μένα στὸν οὐρανὸ ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα, Κύριε; Καὶ τί ἄλλο θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ μὲ θέλξει καὶ νὰ ἑλκύσει τὴ θέλησή μου πάνω στὴ γῆ; (Ψαλ. οβ΄ [72] 25-26).
Ἂς προσπαθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς καθημερινὰ νὰ ἀνταποκρινόμαστε στὴν ἀμέτρητη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ μας μὲ μία φιλόθεη κατὰ πάντα ζωή. Ἂς τὸ ζητοῦμε δὲ καὶ μὲ ὁλόθερμη ἱκεσία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν φιλάνθρωπο Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας.