29 Σεπτεμβρίου
Κανεὶς δὲν περίμενε ὅτι κάποτε μέσα ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Σαβωρίου (310-379) ἡ Ἐκκλησία μας θὰ εἶχε τιμημένους τέσσερις ἁγίους Μάρτυρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δύο θὰ ἦταν τὰ πριγκιπόπουλα ὁ Γοβδελαὰς καὶ ἡ Κασδόα.
Ὅλα ξεκίνησαν μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀποκάλυψη: ὅτι ὁ Δάδας, ὁ συγγενὴς καὶ μυστικοφύλακας τοῦ βασιλιᾶ, ἦταν χριστιανός. Καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν ἐπαρχιακὴ διοικητική του θέση, ποὺ μόλις εἶχε ἀναλάβει, διακήρυσσε ἄφοβα καὶ ἀπροκάλυπτα τὴ χριστιανική του πίστη.
Αὐτὴ τὴν προσβολὴ στὴν ἐμπιστοσύνη του ὁ βασιλιὰς Σαβώριος δὲν τὴν ἄντεξε. Γι’ αὐτὸ διέταξε τὸν Ἀδραμέλεχ, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς μεγιστάνες του, νὰ ἐξοντώσει τὸν Δάδα. Παρὼν στὸν τόπο τῆς συλλήψεως καὶ τῆς ἀνακρίσεως τοῦ Δάδα θὰ ἦταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀδραμέλεχ καὶ ὁ Γοβδελαάς.
Ὁ Δάδας ὁμολόγησε ἐπίσημα στὸ κριτήριο ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο διὰ πυρός. Λίγο πρὶν τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, ὁ Δάδας ἔκανε μὲ πίστη τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἀμέσως, θαυματουργικά, ξεπήγασε νερὸ ἀπὸ τὶς φλόγες ποὺ ἔσβησε τὴ φωτιά.
Τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα δημιούργησε ἔκπληξη στὸν πρίγκιπα Γοβδελαά. Ζήτησε καὶ αὐτὸς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ νὰ σβήσει κάποια ἄλλη φωτιά. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ὅπως καὶ στὸ Δάδα. Ὁ Γοβδελαὰς τότε πίστεψε στὸν παντοδύναμο Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ περιφρόνησε μὲ ὀργὴ τὰ εἴδωλα ποὺ μὲ πάθος λάτρευε.
Ἡ εἴδηση αὐτὴ δὲν ἄργησε νὰ φθάσει στὸ βασιλιὰ Σαβώριο, ὁ ὁποῖος ἀγανακτισμένος διέταξε τέσσερις στρατιῶτες νὰ δείρουν βάναυσα τὸ παιδί του μὲ ἀγκαθωτὲς βέργες. Ὁ Γοβδελαάς, τὸ πλούσιο πριγκιπόπουλο, δεχόταν μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση τοὺς ἐξευτελισμοὺς ἀπὸ τὸν πατέρα του. Μετὰ ἀπὸ πενθήμερη φυλάκιση τὸν ὁδήγησαν σὲ νέα, πιὸ φρικτὰ μαρτύρια. Ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν μὲ βούνευρα, ἔγδαραν δύο λωρίδες ἀπὸ τὸ δέρμα του, ξεκινώντας ἀπὸ τὰ πόδια ἕως τὸ κεφάλι, καὶ τὸν ἐνέπαιζαν λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου νὰ σὲ βοηθήσει;». Ὁ Γοβδελαὰς τὰ δεχόταν ὅλα μὲ ἀνεξικακία καὶ σιωπή. Καὶ ὁ Κύριος ἐνίσχυε μυστικὰ τὸν ὑποψήφιο Μάρτυρά του. Καὶ τοῦ θεράπευσε τὰ τραύματα μὲ θαυματουργικὸ τρόπο. Ἀκολούθησε μετὰ νέα φυλάκιση μὲ νέα σειρὰ μαρτυρίων. Τοῦ τρύπησαν τὰ σπλάχνα μὲ πυρακτωμένη σούβλα. Τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες μὲ ἀγκαθωτὰ ραβδιὰ καὶ σιδερένια τσιγκέλια. Τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια καὶ τὸν ἔριξαν ξανὰ στὴ φυλακή. Καὶ ὁ Μάρτυρας, γεμάτος χαρὰ καὶ ἀνεξικακία, δοξολογοῦσε τὸν Θεό, ἐνῶ οἱ συγκρατούμενοί του ὅλο καὶ πιὸ πολὺ θαύμαζαν στὸ πρόσωπο τοῦ Γοβδελαᾶ τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Ὅμως τὸ μίσος τοῦ βασιλιᾶ Σαβωρίου πρὸς τὸ παιδί του δὲν εἶχε κορεσθεῖ ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα βασανιστήρια τοῦ εἶχε κάνει. Γι’ αὐτὸ διέταξε καὶ πάλι νὰ τὸν μαστιγώσουν σκληρὰ καὶ νὰ τὸν βάλουν σὲ λέβητα μὲ κοχλαστὴ πίσσα, καὶ ὕστερα νὰ τὸν τοξεύσουν. Ὁ Μάρτυρας ἀνθηρὸς ἄντεχε καὶ ὑπέμενε. Ἐξῆλθε ὡστόσο καὶ πάλι ἀκέραιος καὶ ἄτρωτος μὲ θεία παρέμβαση.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ παράδοξα, ὁ βασιλιὰς ἀπέστειλε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τὴ θυγατέρα του Κασδόα γιὰ νὰ μεταπείσει τὸν ἀδελφό της. Μάταια ὅμως. Γιατί, ὅταν ἡ πριγκιποπούλα ἀντίκρισε τὸν ἀδελφό της Γοβδελαὰ μέσα σὲ τέτοια οὐράνια γαλήνη καὶ χάρη, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματά του ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔγινε καὶ αὐτὴ χριστιανή. Γι’ αὐτὸ καὶ τιμωρήθηκε καὶ ἡ ἴδια σκληρά. Μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλους ραβδισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, μυρωμένη καὶ κοινωνημένη, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο ὡς Μάρτυς μέσα στὸ παλάτι.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦρθε καὶ τὸ ἔνδοξο τέλος τοῦ μεγαλομάρτυρος Γοβδελαᾶ. Ὁ Κύριος τοῦ ἐκπλήρωσε τὴ μεγάλη ἐπιθυμία ποὺ εἶχε, πρὶν πεθάνει νὰ βαπτιστεῖ. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μικρὸ σύννεφο στάθηκε πάνω του καὶ τὸν κατέβρεξε μὲ «ὕδωρ καὶ ἔλαιον», ἐνῶ φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τώρα βαπτίστηκες στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καρτερόψυχε Γοβδελαά». Κατόπιν, κεντούμενος ἀπὸ αἰχμηρὰ καλάμια, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Πλάστη καὶ Κύριό του.
Τὸν γενναιότατο Δάδα, ποὺ ἦταν ὁ αἴτιος τῶν ἔνδοξων μεταστροφῶν στὸ χριστιανισμὸ τῶν δύο βασιλοπαίδων, τιμώρησαν οἱ ἐχθροὶ μὲ φρικτὸ θάνατο κατακόπτοντας «μεληδὸν» τὸ τίμιο σῶμα του.
Στὶς 29 Σεπτεμβρίου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γοβδελαὰ καὶ τὴν ἀδελφή του Κασδόα, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία συνεορτάζει τὸν Δάδα, καθὼς καὶ τὸν Κασδόο, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὸν ὁποῖο, ἐπειδὴ ἔγινε χριστιανός, τὸν τραυμάτισαν θανάσιμα οἱ δήμιοι μὲ ξύλινα ξίφη.
Τὸ ἁγνὸ αἷμα τῶν τεσσάρων αὐτῶν Περσῶν Μαρτύρων πότισε τὸ δένδρο τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι ἡ βασίλισσα τῶν Περσῶν κήδεψε μὲ δόξες καὶ τιμὲς τὰ λαμπρά τους σώματα.
Ἂς δοξάσουμε τὸν Κύριο, γιατὶ ἔχει πλουτίσει τὸν οὐρανὸ μὲ τέτοιους καὶ τόσους λαμπροὺς Μάρτυρες. Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες τους νὰ ἀναδεικνυόμαστε μιμητὲς στὴν «ἄχρι θανάτου» ἀγάπη τους γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.