Δῶρο στοὺς ἀγαπητούς Του

Ἄγχος. Πίεση. Ἔνταση. Ρυθμοὶ ἐξ­αντλητικοί. Καθημερινὸ κυνηγη­τὸ τοῦ χρόνου. ­Ὑποχρεώσεις ἀ-
­­­­­­­­πα­νωτές, ποὺ νιώθεις κυριολεκτικὰ νὰ σὲ πνίγουν. Ὑποθέσεις ποικίλες, οἰ­­­­κογε­­νει­ακές, ἐπαγγελματικές, οἰκονομικές, μέ­ριμνες συνεχόμενες, τέτοιες καὶ τόσες ποὺ νὰ μὴ σὲ ἀφήνουν νὰ ἀναπνεύσεις. «Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέξω;» ἀναρωτιέσαι.
Δὲν ἀποτελεῖ τὴν ἐξαίρεση ἡ κατάσταση ποὺ περιγράψαμε. Μᾶλλον τὸν κανόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Ποῦ νὰ βρεῖ λίγες στιγμὲς γιὰ ἠρεμία, χαλάρωση; Τὰ νεῦρα του συνεχῶς τὰ νιώθει τεντωμένα, τοὺς μῦς σφιγμένους. Κι ὅταν κάποτε, ἀργὰ τὰ μεσάνυχτα, κατακλιθεῖ γιὰ ὕπνο, πῶς νὰ κοιμηθεῖ μ’ αὐτὴν τὴν ἔνταση ποὺ ἔχει; Τὸ πρῶτο ποὺ φυγαδεύεται σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ὁ ὕπνος. Γι’ αὐτὸ τόσοι ἄνθρωποι σήμερα ὑποφέρουν ἀπὸ ἀϋπνίες. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ τὸ βάσανο. Ὅλη τὴν ἡμέρα νὰ τρέχεις νὰ προλάβεις τὶς ὑποθέσεις σου, νὰ πνίγεσαι μέσα στὶς ὑποχρεώσεις, καὶ τὸ βράδυ ποὺ πέφτεις κατάκοπος λίγο νὰ ξεκουραστεῖς, νὰ μὴν μπορεῖς…
Πνίγονταν καὶ οἱ μαθητές!…
Ἦταν τὸ δειλινὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀνέβηκαν μαζὶ μὲ τὸν Διδάσκαλό τους στὸ πλοιάριο γιὰ νὰ διασχίσουν τὴ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος πρὸς τὸ ἀπέναντι μέρος. Δὲν πέρασε ὥρα πολλή, καὶ ἡ κοσμοχαλασιὰ ἄρχισε. Λαίλαπα ἀνέμου, σάλος κυμάτων, θύελλα τρομακτική, τρικυμία φοβερή, τέτοια ποὺ νὰ ἀπειλεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ καταποντίσει τὸ σκάφος. Τὰ κύματα νὰ εἰσορμοῦν μὲ μανία μέσα σ’ αὐτό, χτυπώντας το ἀπὸ κάθε πλευρά. Καὶ τὸ μικρὸ πλοιάριο νὰ στροβιλίζεται σὰν τσόφλι καρυδιοῦ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κλύδωνα!
Καὶ ὁ Κύριος;
Κοιμόταν!
Ναί, κοιμόταν. «Ἦν καθεύδων ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον», μᾶς πληροφορεῖ τὸ ἱερὸ κείμενο (Μάρκ. δ΄ 38).
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν ὅτι ὅλη ἡ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου ἦταν μεστὴ κόπων καὶ ἀγρυπνιῶν, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παραμελεῖ καὶ αὐτὲς τὶς βασικὲς ἀνθρώπινες ἀνάγκες γιὰ συντήρηση στὴ ζωὴ καὶ ἀνάπαυση, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσει τὸ ἔργο ποὺ Τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα Του. Τώρα Τὸν ἀντικρίζουμε νὰ κοιμᾶται κατάκοπος. Κι αὐτὸ μέσα στὸν σάλο, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κύματα κόντευαν νὰ τοὺς πνίξουν!…
Αὐτὸν τὸν ὕπνο δὲν μπορεῖ ἄραγε νὰ τὸν χαρίσει καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ πλέουν μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, κι ὄχι σπάνια τὸ συναντοῦν τρικυμισμένο καὶ ἀπειλητικό;
Ὑπάρχει μία φράση στοὺς Ψαλμοὺς ποὺ δείχνει πόση μέριμνα λαμβάνει ὁ Κύριος γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται τὴ ζωή τους σ’ Αὐτὸν καὶ γι’ αὐτὸ Τοῦ ἀνήκουν, εἶναι οἱ δικοί Του, οἱ ἀγαπητοί Του!
Ἀντιπαραβάλλει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς τοὺς ἀνθρώπους τῆς πολυπραγμοσύνης, τῆς ὑπεραπασχόλησης, τῶν συν­εχῶν δραστηριοτήτων στὶς ὁποῖες ἐπιδίδονται γιὰ τὸ προσωπικό τους κέρδος, συχνὰ καὶ εἰς βάρος τῶν ἄλλων, τοὺς ἀντιπαραβάλλει μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἀπευθύνεται στοὺς πρώτους καὶ τοὺς λέει: Ἐ­­­σεῖς ποὺ δὲν ἔχετε τὸν Θεὸ βοηθὸ στὴ ζωή σας ξυπνᾶτε προτοῦ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ τρέξετε στὶς ­ἐπιχειρήσεις σας. Πᾶτε νὰ καθίσετε στὸ τραπέζι, πᾶτε νὰ ξαπλώσετε στὸ κρεβάτι, καὶ ἀμέσως σηκώνεστε. Οὔτε μιὰ ­μπουκιὰ γλυκὸ ψω­μὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φᾶτε ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὶς μέριμνες ποὺ σᾶς ἔχουν κατα­­κλύσει. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ ποιὸ ­σκοπό; «Εἰς μάτην». Μάταια. Ἐνῶ τὴν ἴδια στιγ­μὴ ὁ Κύριος δίνει ὕπνο γλυκύ, βα­θὺ στοὺς ἀγαπητούς Του. «Εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν. ἐγείρεσθαι μετὰ τὸ καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης, ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕ­­πνον» (Ψαλμ. ρκϚ΄ [126] 2).
Ὕπνο στοὺς ἀγαπητούς Του!
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὅλη τους τὴ ­μέριμνα τὴν ἔχουν ἐπιρρίψει στὰ χέρια τοῦ Θε­οῦ· ποὺ ὅλη τὴ ζωή τους τὴν ἔχουν ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀγαθή Του πρόνοια καὶ πατρικὴ στοργή. Σὰν τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του μπορεῖ νὰ κοιμᾶται ἥσυχο ἀκόμα καὶ στὴ μέση τοῦ πολέμου, τῆς βοῆς, τῆς ταραχῆς. Σὰν τὸν ἀπόστολο Πέ­τρο, ποὺ τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸ θάνατο, κι αὐτὸς τὴ νύχτα ἐκείνη μέσα στὴ φυλακή, δεμένος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν, κοιμόταν βαθιά! (Πράξ. ιβ΄ 6).
Εἶναι οἱ ἀγαπητοί Του αὐτοί. Καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τοὺς δείξει πόσο τοὺς ἀγαπᾶ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων τοὺς κάνει κι αὐτὸ τὸ δῶρο: Τοὺς δίνει ὕπνο! Ὕπνο βαθύ, ἀναζωογονητικό!
Ἂν θέλεις καὶ σύ, ἀδελφέ, νὰ ἐνταχθεῖς στὴ μερίδα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀγαπητῶν τοῦ Κυρίου, ἕνα ἔχεις νὰ κάνεις. Σοῦ τὸ συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, αὐτὸς ποὺ κοιμόταν ἥσυχος… «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψατε ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7). Ὅλη τὴ φροντίδα, τὴν ἀνησυχία σου ρίξ’ την ἐπάνω Του, διότι Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ σένα.
Καὶ τότε θὰ μπορεῖς νὰ κοιμᾶσαι ἥσυχος. Ἀκόμα κι ὅταν τὸ καράβι τῆς ὑπάρξεώς σου τὸ βλέπεις νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὰ μανιασμένα κύματα τῶν πολυειδῶν περιστάσεων τῆς ζωῆς…