Στὸν ἱερὸ Ναὸ

Δὲν μοιάζει μὲ κανέναν ἄλλο ἐσωτερι­κ­ὸ χῶρο. Ὄχι μόνο στὸ ρυθμό, τὴν ἀρ­χιτεκτονικὴ ἢ τὴ ­διακόσμηση, ὅσο στὴν αἴσθηση ποὺ σοῦ μεταδίδει κάθε φορὰ ποὺ εἰσέρχεσαι ἐντός του. Ἕνα αἴσθημα γαλήνης, ἐσωτερικῆς εἰρήνης καὶ ἠρεμίας, βαθιᾶς χαρᾶς καὶ μυστικῆς ἐλπίδας. Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ ρυθμολογία, ὁ διάκοσμος, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἢ ὁ φωτισμὸς ποὺ ὑποβάλλουν τὰ ὅποια συναισθήματα.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ τόπος εἶναι ἅγιος καὶ ἱερός, μεταδίδει καὶ τὰ ἀντίστοιχα ­βιώματα στὸν προσκυνητή. Αὐτὸ γίνεται στὸν ἱερὸ Ναό. Τὸν ὁποιονδήποτε ἱερὸ Nαό. Ἀπὸ τὸ ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο ταπεινὸ ­ἐξωκκλήσι ἕως τὸν μεγαλοπρεπὴ καὶ ἐπιβλητικὸ Nαὸ κάποιου μεγάλου ἀστικοῦ κέντρου. Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ ἐπιβεβαιώσεις τὰ αἰ­σθήματά σου κάθε φορὰ ποὺ εἰσέρχεσαι στὸ ἐσωτερικό του. Δὲν ἔχεις παρὰ νὰ ἀνακρίνεις τὰ πρόσωπα ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν τὰ εἰκονίσματα. Νὰ ἀνάψουν μπροστά τους ἕνα κεράκι. Νὰ ψελλίσουν δυὸ λόγια προσ­ευχῆς ἢ νὰ συμμετάσχουν σὲ κάποια ἱερὴ Ἀκολουθία.
Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνεται ἀλ­λιῶς, ἀφοῦ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ­γίνεται αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ὑπάρχουν ἄγγελοι ποὺ παραστέκουν τὴν ἁγία Τράπεζα. Ποὺ φυλάσσουν τὸν χῶρο στὸν ὁποῖο προσ­φέρεται ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πνευματική μας μάνα, ὁ ἱερὸς Ναὸς εἶναι ἡ ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας μας. Μέσα σ’ αὐτὸν ἀναπαυόμαστε σ’ ὁλόκληρη τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μέσα σ’ αὐτὸν γεννιόμαστε πνευματικὰ διὰ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ ἀναγεννιόμαστε διὰ τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέσα στὸ Ναὸ ἡ γῆ ἑνώνεται μὲ τὸν οὐρανό. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος συναντᾶ τὸν πανάγιο Θεό. Ὁ χρόνος γίνεται αἰωνιότητα. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὰ σκοτάδια τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ὁ κόσμος γίνεται βασιλεία Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός!
Ὅλα ἐντὸς τοῦ Ναοῦ ἔχουν μιὰ σημασία. Μιὰ τάξη. Ἕνα σκοπό. Νὰ ­βο­­η­θή­σουν τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς κα­τὰ χάριν. Νὰ βρεῖ τὸν μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Νὰ ἐντοπίσει τὸν δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁ­­­δηγήσει ἕως ἐκεῖ.
Ψηλὰ στὸν τροῦλο, ποὺ ­συμβολίζει τὸν οὐρανό, ὁ παντοκράτωρ Κύριος. Ὁ Δημουργὸς τοῦ κόσμου ποὺ ­εὐλογεῖ ὁ­­­­λό­­­κληρη τὴ δημιουργία Του. Στὸ κά­τω μέρος τῆς ἁψίδας τοῦ τρούλου, οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ μίλησαν γιὰ τὸν ἐρχομὸ καὶ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Λίγο πιὸ κάτω στὰ τέσσερα σφαιρικὰ τρίγωνα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ βάση τοῦ τρούλου, οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς ποὺ κατέγραψαν τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στὴν ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ Βήματος καὶ ὑ­­­­ψομετρικὰ στὸ μεσοδιάστημα μεταξὺ οὐ­ρανοῦ καὶ γῆς, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἡ Ὑ­­­­­­περαγία Θεοτόκος. Ἡ Πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρὲτ καὶ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Δεομένη. Μεσίτρια καὶ κλίμαξ, διὰ τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ καθὼς τὸ βλέμμα χαμηλώνει, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ παραστάσεις ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ κοσμοσωτήρια γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας. Ἡ θεία Του Γέννηση. Ἡ Βάπτισή Του. Ἡ Μεταμόρφωσή Του. Ἡ θριαμβευτική εἴσοδός του στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος. Ἡ Σταύρωση. Ἡ Ἀνάσταση. Σκηνὲς ἀπὸ τὰ θαύματα. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας! Γιὰ νὰ ­ἀκολουθήσουν πιὸ κάτω οἱ ἅγιοι. Ὅλοι οἱ ἅγιοι κάθε ἐ­­­ποχῆς καὶ τάξεως. Ἱεράρχες, ὅσιοι, μάρτυρες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Μέχρι τοὺς πιὸ πρόσφατους χρονολογικὰ μ’ ἐμᾶς κάτω-κάτω.
Καὶ μετά; Μετά ἐμεῖς! Ἔτσι ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντα κάτι ζωντανό. Κάτι ζωντανὸ ποὺ πορεύεται μέσα στὸ χρόνο. Πρὸς μία κατεύθυνση. Πρὸς τὸν Χριστό. Μέσα στὸ Ναὸ ἀκόμη κι ἂν βρεθεῖς ὁλομόναχος, ποτὲ δὲν αἰσθάνεσαι μοναξιά. Πάντα βρίσκεσαι «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».
Ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Ναοῦ εἶ­­­­ναι μιὰ εἰκόνα τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ ὁ μὲν κυρίως Ναὸς εἶναι εἰκόνα τῆς γῆς, τὸ δὲ ἱερὸ Βῆμα εἶναι εἰκόνα τοῦ οὐ­ρανοῦ.
Ἕνα λιμάνι γαλήνιο γιὰ κάθε ταλαιπωρημένη καὶ θαλασσοδαρμένη ψυχὴ εἶναι ὁ ἱερὸς Ναός, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἕνα λιμάνι γαλήνιο καὶ ὑπήνεμο προσφέρει στὰ ἀραγμένα πλοῖα σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια, ἔτσι καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν μέσα τοὺς σύρει – σὰν μέσα ἀπὸ θύελλα – ἀπὸ τὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα μὲ πολλὴ γαλήνη καὶ σιγουριὰ νὰ στέκονται καὶ νὰ ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς (…). Πάτησε τὸ πόδι σου στὰ πρόθυρα μόνο τοῦ Ναοῦ καὶ ἀμέσως θὰ νιώσεις ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Προχώρα μέσα στὸ Ναὸ καὶ μιὰ πνευματικὴ αὔρα θὰ κυκλώσει τὴν ψυχή σου. Φρικτὴ εἶναι ἡ ἡσυχία αὐτὴ καὶ σὲ μαθαίνει νὰ ζεῖς πνευματικά, σοῦ ἀναπτερώνει τὸ ἠθικὸ καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ καθημερινὰ προβλήματα. Σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.
Καὶ ἂν χωρὶς νὰ τελεῖται στὸ Ναὸ κάποια λατρευτικὴ σύναξη ἀποκομίζουμε τό­σο κέρδος, μὲ πόση ὠφέλεια θὰ φύγουν ὅσοι προσέρχονται τὴν ὥρα ποὺ οἱ Προφῆτες κράζουν ἀπὸ παντοῦ, ποὺ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κηρύττουν, ποὺ ὁ Χριστὸς στέκει στὸ μέσον, ποὺ ὁ Θεὸς ἀποδέχεται τὰ ὅσα γίνονται καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴ δική Του εὐφροσύνη;» (PG 51, 145).
Νὰ πηγαίνουμε λοιπὸν στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπᾶμε τὸν τόπο ὅπου ἠρεμεῖ ἡ ψυχή μας. Ἐκεῖ ὅπου συναντᾶμε τὸν Θεό. Ὅποτε μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία, νὰ προσκυνοῦμε στὸν Ἱερό Ναό. Καὶ νὰ εἰσερχόμαστε μὲ κατάνυξη. Μὲ ἱεροπρέπεια. Μὲ σεμνότητα. Μὲ αὐτὸ τὸν πόθο, νὰ φύγουμε γιὰ λίγο ἔστω ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὶς θλίψεις τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας, ἀναπνέοντας τὴν ἐλπίδα, τὴ χάρη καὶ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ.