Ἡ θυσία τῆς μάνας – (Ἀληθινὴ ἱστορία)

(Ἀληθινὴ ἱστορία)

Σὰ νά ᾿πεσε κεραυνὸς στὴ γειτονιά τους ἡ θλιβερὴ εἴδηση. Ἄλλη ἀπὸ τὴν πόρτα της, ἄλλη ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἄλλη ἀπὸ τὸ μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ της οἱ νοικοκυρές, πρώτη τους κουβέντα εἶχαν τὸ θλιβερὸ γεγονός. Οὔτε νὰ χαιρετήσει ἡ μία τὴν ἄλλη εἶχαν τὴ διάθεση ἢ νὰ ἀστειευθοῦν ἢ νὰ κουτσομπολέψουν, ὅπως ἔκαναν ἄλλες φορές.
Ἡ Ἀγγελικὴ βρισκόταν στὴν ἐξώπορτά της καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ τὰ καθημερινὰ ψώνια της. Τὴν εἶδε ἡ γειτόνισσά της Μαρία ἀπ᾿ τὸ παράθυρο καὶ χωρὶς κὰν νὰ τὴ χαιρετήσει, λίγο ταραγμένη, ἄρχισε τὴν κουβέντα:
–Τό ᾿μαθες, Ἀγγελικούλα μου, ὁ Γιάννης ὁ ἄντρας τῆς Ἐλπίδας πολὺ σοβαρὰ ἄρρωστος στὸ Νοσοκομεῖο. Φαίνεται νὰ εἶναι στὰ τελευταῖα του. Οἱ γιατροὶ διαπίστωσαν προχωρημένη τὴν κακιὰ ἀρρώστια – μακριὰ ἀπὸ μᾶς –…
Αὐτὰ εἶπε καὶ σταύρωσε τὸ στῆθος της.
–Τί κακὸ τοὺς βρῆκε!
Κείνη τὴν ὥρα ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της ἡ Τατιανή. Κάτι εἶχε μάθει ἀπὸ μία φίλη της καὶ γι᾿ αὐτὸ μπῆκε κι αὐτὴ ἀμέσως στὴ συζήτηση:
–Καλά, αὐτὸς θὰ ἡσυχάσει. Ἡ δόλια ὅμως Ἐλπίδα μὲ τὰ ὀχτὼ παιδιά της, τὸ μεγαλύτερο δεκαοχτὼ χρονῶν καὶ τὸ τελευταῖο τεσσάρων. Πῶς θὰ τὰ βγάλει πέρα;
Ἀπ᾿ τὸ μπαλκόνι πετάχτηκε καὶ ἡ πολυλογοὺ Μερόπη, ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία μόνο ὅταν φοροῦσε κανένα καινούργιο φόρεμα γιὰ νὰ τὴ δοῦν καὶ νὰ τὴν καμαρώσουν:
–Τό ᾿λεγα ᾿γὼ πολλὲς φορές. Τί τὰ θέλει τόσα παιδιά! Δὲν τῆς φτάναν τὰ λίγα; Τώρα στὰ σαρανταπέντε της χήρα μὲ ὀχτὼ παιδιά…
Ἔλεγε καὶ ἄλλα πολλὰ ἀσυνάρτητα… ἡ κουβέντα της ­ἀτέλειωτη…
Θρῆνος καὶ δακρυσμένα μάτια στὴν κηδεία τοῦ Γιάννη. Δίπλα στὸ φέρετρο ἡ χαροκαμένη σύζυγος – μάνα μὲ τὰ ὀχτὼ παιδιά της. Προσπαθεῖ νὰ συγκρατηθεῖ. Ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ἐλπίδα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ οἱ γιατροὶ τῆς τό ᾿παν ξεκάθαρα, μὲ θερμὴ προσευχὴ ζητοῦσε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Παρακαλοῦσε τὴν Παναγία νὰ τῆς δώσει κουράγιο νὰ ἀντέξει τὴ δοκιμασία. Πολλὲς φορὲς μονολογοῦσε: «Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ σηκώσω τὴ δοκιμασία τούτη χωρὶς νὰ βαρυγγωμήσω. Ἂς γίνει τὸ θέλημά Σου». Μὲ εἰρηνικὸ πένθος καὶ μὲ συγκρατημένη τὴ ραγισμένη καρδιά της ἀκολούθησε μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της τὸν σύζυγό της στὴν τελευταία του κατοικία. Ἀπό ᾿δῶ καὶ πέρα πλέον συνεχίζεται ἡ ζωή της πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ πρίν.
–Πῶς θὰ τὰ βγάλεις πέρα, Ἐλπίδα μου; τὴ ρώτησε κάποια στιγμὴ μία ἀπὸ τὶς γειτόνισσες.
–Ἔχει ὁ Θεός, ἀπάντησε καὶ ἔδειξε μὲ τὸ βλέμμα της τὸν οὐρανό. Καὶ συμπλήρωσε τὴ φράση της μὲ τὸν στίχο τοῦ Ψαλμοῦ: «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται»…
Ἔχει ὁ Θεός! Ἐργαζόταν σὲ μιὰ τράπεζα καθαρίστρια. Λίγους ὅμως μῆνες ἀργότερα κάποιος φρόντισε νὰ προσληφθεῖ σὲ ὑπηρεσία τοῦ Δήμου. Ἦταν πολὺ καλύτερα καὶ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι περισσότερες ὧρες κοντὰ στὰ παιδιά. Ἀλλὰ τὰ βάσανά της δὲν εἶχαν τελει­ώσει.
Δὲν συμπληρώθηκαν δυὸ χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια της, ὁ Κίμων, παρουσίασε νεφρικὴ ἀνεπάρκεια.
–Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ ἀντέξω, ἐπανελάμβανε πολλὲς φορές. Ἂς γίνει καὶ τώρα τὸ θέλημά Σου.
Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τους στὸ Νοσοκομεῖο ὁ γιατρὸς τοὺς ἀνακοίνωσε πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει μεταμόσχευση νεφροῦ. Μεταμόσχευση; Ποῦ; Πῶς; Ποιὸς θὰ δώσει τὸ νεφρό; Ἀλλὰ ἡ Ἐλπίδα εἶχε κιόλας πάρει τὴν ἀπόφασή της. Τὸ ἀνακοίνωσε στὰ παιδιά της. Θὰ δώσει ἡ μάνα τὸ ἕνα νεφρό της γιὰ νὰ ζήσει τὸ παιδί της. Ὁ γιατρὸς τοὺς βεβαίωσε ὅτι εἶναι συμβατὸ τὸ μόσχευμα.
Μέσα στὸ χειρουργεῖο μάνα καὶ γιός, ἡ Ἐλπίδα καὶ ὁ Κίμων. Κράτησε ἀρκετὲς ὧρες ἡ ἐπέμβαση…
Σήμερα ὁ Κίμων σπουδάζει στὸ Πανεπιστήμιο καὶ βοηθεῖ στὰ ἔργα τὰ ἱεραποστολικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ μάνα. Ὅλα τὰ παιδιά της βρῆκαν τὸ δρόμο τους. Σπούδασαν, ἔκαναν οἰκογένεια…
Ἔχει ὁ Θεός. Ἡ Ἐλπίδα γυρίζει συχνὰ πρὸς τὰ πίσω… Θυμᾶται… Πόσα θαύματα!… Πόσες παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ!… Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς Τὸν εὐχαριστεῖ καὶ Τὸν δοξάζει, καὶ μὲ ὁλόψυχη εὐγνωμοσύνη ψιθυρίζει: «Ἔχει ὁ Θεός!… Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται».