28 Ὀκτωβρίου, τῆς Ἁγίας Σκέπης, διάβασα στό ἡμερολόγιο καί γεμάτος ἀπορία κατέφυγα στή μεγάλη Γιαγιά μας, πού πάντα ἤξερε νά λέει ὡραῖες ἱστορίες γιά τίς γιορτές.
– Σήμερα γιορτάζουμε τήν πραγματοποίηση μιᾶς ὑπόσχεσης πού ἔδωσε κάποτε ἡ Παναγία μας, ὅτι θά προστατεύει τό λαό μας, ἀπάντησε ἡ Γιαγιά τῆς μαμᾶς καί ἡ ἀπορία μου ἔγινε πιό μεγάλη.
– Πότε τήν ἔδωσε αὐτή τήν ὑπόσχεση ἡ Παναγία;
– Ἑκατοντάδες χρόνια πρίν. Ἦταν στά μισά τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα περίπου. Σʼἕνα λαμπρό Ναό Της, στίς Βλαχέρνες, ὁ λαός τῆς Βασιλεύουσας προσευχόταν σέ Ἱερή Ἀγρυπνία. Κάποια στιγμή, ἕνας ἅγιος μοναχός, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζί μέ τόν μαθητή του Ἐπιφάνιο, εἶδαν τήν Κυρία Θεοτόκο νά εἰσέρχεται ἀπό τήν κεντρική πύλη τοῦ ναοῦ. Τήν συνόδευαν ὁ ἅγιος Ἰωάνννης ὁ Πρόδρομος κι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Προχώρησε στό σολέα, γονάτισε καί μέ δάκρυα προσευχόταν. Στή συνέχεια εἰσῆλθε στό Ἱερό τοῦ Ναοῦ, ὅπου φυλασσόταν σάν ἱερό κειμήλιο τό μαφόριό Της, τό πέπλο Της, ἄς ποῦμε… Τό πῆρε στά πανάγια χέρια Της καί τό ἅπλωσε ἐπάνω ἀπό τόν ἐκκλησιαζόμενο, πιστό λαό, σάν νά᾽θελε νά τούς διαβεβαιώσει πώς πάντα θά τούς σκεπάζει.
Αὐτό πού ὁ ὅσιος Ἀνδρέας κι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος εἶδαν αἰσθητά ἐκείνη τήν ἅγια ὥρα, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ τό ζοῦσε τήν κάθε ὥρα στό διάβα τῆς ἱστορίας του. Καί τό᾽ νιωθαν οἱ Χριστιανοί πώς ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός μέ τήν ἀκατανίκητη δύναμή Της τούς ἐλευθέρωνε ἀπό κάθε κίνδυνο. Κι ἀντηχοῦσαν οἱ Ναοί ὕμνους ἱκετήριους καί νικητήριους.
Ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε νά μνημονεύει κάθε χρόνο τήν 1ηὈκτωβρίου, σέ ἰδιαίτερη γιορτή, τῆς Ἁγίας Σκέπης, τήν ὑπόσχεση τῆς μεγάλης Μάνας μας καί μαζί τήν πραγματοποίησή της.
Λίγα χρόνια ὅμως μετά τόν πόλεμο τοῦ 1940, καί συγκεκριμένα τό 1952, ἡ γιορτή αὐτή μεταφέρθηκε τήν 28ηὈκτωβρίου, γιατί δέν ἔπρεπε νά ξεχάσουμε οἱ Νεοέλληνες τά πάμπολλα θαύματα τῆς Παναγίας μας πού ἔγραψαν τό ἔπος τοῦ Σαράντα. Ἡ ζωντανή παρουσία Της καί ἡ ἰσχυρή προστασία Της χάριζαν στούς στρατιῶτες μας δύναμη, ἀντοχή καί προπάντων νίκες. Ἀκόμη κι οἱ Ἰταλοί αἰχμάλωτοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἔβλεπαν μιά μαυροφορεμένη ψηλόλιγνη γυναίκα νά ὁδηγεῖ τούς ἑλληνικούς λόχους.
-Θυμᾶμαι, Γιαγιά, πώς πέρυσι τέτοια μέρα μοῦεἶχες πεῖ αὐτή τήν ἱστορία… καί πρόπερσι ἄλλη…
-Μοῦ τίς εἶχε διηγηθεῖ ὁ συχωρεμένος ὁ πατέρας μου, σάν γύρισε ἀπό τό Μέτωπο καί μαρτυροῦσαν ὅλες τή θαυματουργία τῆς Παναγίας…
Φέτος ὅμως θά σοῦ διηγηθῶ κάποια ἱστορία ὄχι ἀπό τό Μέτωπο ἀλλά ἀπό τά μετόπισθεν, ἐκεῖὅ που ζούσαμε τή φρίκη τοῦ πολέμου, ὁ ἄμαχος πληθυσμός, οἱ γέροντεςδηλαδή, οἱγυναῖκες καί ἐμεῖς τά παιδιά.
Ἦταν λίγες μέρες μετά τήν κήρυξη τοῦ πολέμου, ὅταν ξαφνικά ἕνας διαπεραστικός ἦχος διέσχιζε τόν αἰθέρα τῆς πόλης μας. Ἦταν οἱ σειρῆνες. «Βομβαρδισμός… γρήγορα… στό καταφύγιο», φώναζαν οἱ μεγάλοι καί μέ ἅρπαξαν ἀπ᾽ τό χέρι. Κατάφερα ὅμως νά τούς ξεφύγω καί γυρνώντας στήν κάμαρά μου πῆρα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τήν ἔσφιγγα στήν ἀγκαλιά μου καί ἱκέτευα μέ δάκρυα.
– «Σῶσε μας, Παναγιά μου… σῶσε μας», ἔλεγα καί ξανάλεγα καί τήν ἔσφιγγα στήν ἀγκαλιά μου. Ἔνιωσα τή μεγάλη καρδιάΤηςνά ἀφουγκράζεται τή δική μου, τήν μικρή καί κατατρομαγμένη, καί νά τῆς ψιθυρίζει: «Μή φοβᾶσαι». Ἕνας φοβερός κρότος πού ἔμοιαζε πολύ κοντινός πάγωσε τό αἷμα στίς φλέβες μας. Θά βρίσκαμε κάτι ἀπʼ τό σπιτικό μας νά ᾽χει γλυτώσει ἀπό τήν καταστροφή;
Ὅταν οἱ σειρῆνες εἰδοποίησαν γιά τό τέλος τοῦ βομβαρδισμοῦ, διαψεύστηκαν οἱ φόβοι μας. Μέ μάτια γεμάτα δάκρυα εἴδαμε ἕναν ὅλμο νά ἔχει πέσει, χωρίς νά ἐκραγεῖ, μπροστά στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας. Τό σπίτι ὁλόκληρο ἔμεινε μέσα στό χαλασμό ἄθικτο! Μᾶς σκέπασες, Παναγιάμου, ἔλεγε ἡ μητέρα μου, Σʼεὐχαριστοῦμε.
– Πῶς τό σκέφθηκες, Γιαγιά, νά πάρεις τήν εἰκόνα στήν ἀγκαλιά σου;
– Εἶχα ἀκούσει, ὅπως ἐσύ, τήν ἱστορία τῆς Ἁγίας Σκέπης κι ἤμουν σίγουρη πώς θά κάνει τό θαῦμα Της, θά μᾶς προστατεύσει, ἄν Τῆς τό ζητήσω.
Κι ἐσύ νά Τήν παρακαλεῖς τήν Παναγία μας μέ πίστη δυνατή, νά σκεπάζει τήν Πατρίδα μας, ἰδιαίτερα τώρα πού ἕνας ἀλλιώτικος βομβαρδισμός, ἀσταμάτητος, σιωπηλός καί ὕπουλος, τήν ἀπειλεῖ.
Μ.