ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Περίπου ἐννέα χρονῶν ἦταν ὁ Περικλής τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1940, ὅταν ξαφνικά τοῦ εἶπαν πώς ὁ πατέρας του ἔφευγε γιά τό Μέτωπο, γιατί οἱ Ἰταλοί μᾶς κήρυξαν τόν πόλεμο. Ἔπεσε στήν ἀγκαλιά του ἐκεῖνο τό βράδυ καί δέν ἔλεγε νά ξεκολλήσει.

— Ποῦ εἶναι τό Μέτωπο, πατέρα; Θά ἔρθεις μέχρι τήν Κυριακή νά πᾶμε μαζί στό ψαλτήρι;

— Θ’ ἀργήσω λίγο περισσότερο, Περικλή μου.

— Καί ποιόν ψάλτη θά ἔχουμε; Πόσο θά κάνεις νά γυρίσεις, μπαμπά; Κι ὁ πόλεμος τί εἶναι; Κακό; Ἔρχεται ἀπ’ τόν οὐρανό, ἀπ’ τόν Θεό;

Ὁ πατέρας ἔφυγε. Ὁ πόλεμος ξεκίνησε. Τά νέα ἔρχονταν ἀραιά, μά ἔδιναν χαρά στό χωριό, πού ἦταν σκαρφαλωμένο ἔξω ἀπό τόν Ἀσπρόπυργο.

— Θέλω νά πάω στόν πόλεμο, κοντά στόν πατέρα, παππού.

— Ἔχεις νά φᾶς πολλά καρβέλια ἀκόμη, παιδί μου, γιά νά φτάσεις τούς φαντάρους μας. Ἐμεῖς προσευχή κάνουμε νά τούς σκεπάζει ἡ Παναγία. Αὐτό νά κάνεις.

— Καλά, ἔλεγε καί κατέβαζε τό κεφάλι λυπημένος.

— Γιατί δέν ἄναψαν τά φῶτα τῆς μεγάλης πολιτείας ἀπόψε, παππού;

— Μπορεῖ νά εἶναι ἀπ’ τό κακό, σκοτεινές ἀπόψε οἱ πολιτεῖες, γιέ μου.

………………………………………………………

Τό μάθανε σέ λίγη ὥρα, ὅταν ἄκουσαν πρῶτα μιά βοή πού ὅλο δυνάμωνε κι ὕστερα εἴδανε φωτεινές λωρίδες, πού ξεκινοῦσαν ἀπ’ τή γῆ κι ἀνέβαιναν γρήγορα στόν οὐρανό σάν κάτι νά κυνηγοῦσαν. Σέ λίγο γέμισε ὁ οὐρανός χρωματιστά μπαλόνια πού τά ἔσβηνε ἡ νύχτα ἕνα ἕνα, ὥσπου ἀκούστηκε ὁ τρομακτικός θόρυβος ἀπό τίς βόμβες πού σκάζανε παντοῦ σάν νά ὄργωναν τή γῆ ὥς τά σωθικά της. Σάλεψε τό κοπάδι ἀπό τό κύμα τοῦ ἀνέμου. Σείστηκε ὁ πλάτανος καί τό χῶμα, κά- τω ἀπ’ τά πόδια τους.

— Τί εἶναι τοῦτο, παππού;

— Εἶναι τό κακό. Ὁ πόλεμος. Ἄς μᾶς φυλάξει ὁ Θεός. Γλυκιά ἡ Πατρίδα, μά θέλει θυσίες, ἀγόρι μου.

Τά πρόβατα βέλαζαν σπαρακτικά, ὥσπου σιγά σιγά σώπασαν. Τό ἄγριο παιχνίδι σταμάτησε, ἔμειναν ξάγρυπνοι ὅμως ἄνθρωποι, ζῶα, ἀκόμα καί τά ταραγμένα δέντρα. Ὅταν κατέβασε τό γάλα στόν ἔμπορο, στόν Ἀσπρόπυργο, τήν ἄλλη μέρα ὁ κύρ Περικλής, ἔμαθε καλύτερα τό νέο.

— Ναί, ἦταν ὁ πόλεμος, γιέ μου. Κι εἶπαν μιά συμβουλή οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τίς πολιτεῖες. Κάθε φορά πού γίνεται τό ἴδιο, νά πέφτουμε καταγῆς ἤ καλύτερα νά λουφάζουμε μέσα σέ χαντάκια.

— Κάτω ἀπ’ τόν πεῦκο πού ἔχει καί σκιά, μαζί μέ τά προβατάκια μου;

— Ὄχι. Δέν εἶναι ἥλιος αὐτό πού πέφτει γιά νά χρειάζεσαι σκιά. Σίδερο εἶναι καί φωτιά. Τό σταυρό σου καί μακριά ἀπ’ τόν πεῦκο, Περικλή. Στίς λοῦμπες, στά χαντάκια, ἐκεῖ θά τρέχεις.

………………………………………………………

Πέρασαν καί ξαναπέρασαν τά σιδερένια πουλιά τίς ἑπόμενες μέρες. Τό μάθανε πιά στό χωριό. Μιά νύχτα ἔμειναν ὥρα πολλή λουφασμένοι στό χαντάκι.

— Παππού, πέρασε, ἔφυγαν. Ἄσε με νά πάω στά πρόβατα, σκιάχτηκαν τά καημένα. Διψῶ. Θέλω νεράκι.

Δίστασε ὁ παππούς, μά κάμφθηκε.

Πᾶμε, εἶπε καί κίνησαν πρός τό κοπάδι κάτω ἀπ’ τόν πεῦκο. Τήν ἴδια ὥρα τό τελευταῖο ἀεροπλάνο ἐπιδρομῆς φεύγοντας πέρασε πάνω ἀπ’ τόν Ἀσπρόπυργο. Ἡ τελευταία του βόμβα ἔπεσε πλάι στόν ψηλό πεῦκο. Ὁ τόπος γέμισε κρότο καί σίδερο, χῶμα κι αἷμα…

Περαστικοί βοσκοί τήν ἄλλη μέρα ἀντίκρισαν τά μεγάλα κλαδιά πού σκέπαζαν τά σκοτωμένα πρόβατα. Παππούς κι ἐγγονός βρέθηκαν ἀγκαλιασμένοι νά δίνουν τήν τελευταία μάχη γιά τή ζωή. Τούς μετέφεραν ἐπειγόντως στό νοσοκομεῖο. Ὁ παππούς στό δρόμο ἄφησε τήν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ ἔνιωσε ὅτι παρέδωσε τό ἐγγονάκι του σέ χέρια πού θά τό βοηθοῦσαν.

«Ὄχι στούς ἐχθρούς. Λεύτερη νά μείνει ἡ Ἑλλάδα», ψέλλισε καί πέταξε στόν οὐρανό.

Στό μεγάλο νοσοκομεῖο πάλεψαν σκληρά οἱ γιατροί καί οἱ νοσοκόμες νά σώσουν τόν μικρό ἥρωα. Τά κατάφεραν! Καί γύρισε μετά ἀπό καιρό στό σπίτι στό χωριό ὁ Περικλής, νά διηγεῖται τό ζωντανό θαῦμα πού ἔζησε. Ἔμεινε ἐκεῖ φύλακας, στό πόδι τοῦ πατέρα καί τοῦ παπποῦ, ὥσπου νά τελειώσει ὁ πόλεμος.

ε.π.