Μπῆκα πρόσφατα σὲ κάποιο ταξί. Κάθισα στὸ πίσω κάθισμα καὶ σύντομα ἀνακάλυψα ὅτι στὸ μπροστινὸ καθόταν κάποιος ἄλλος «ἐπιβάτης». Στὴν ἀρχὴ δὲν φαινόταν μέσα στὴν εἰδικὴ τσάντα μεταφορᾶς του. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ ὁδηγὸς μὲ πληροφόρησε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο γάτο ὁ ὁποῖος μεταφερόταν ἔναντι ἁδρᾶς ἀμοιβῆς σὲ κτηνίατρο γιὰ θεραπεία, μὲ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐπιστραφεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο στὸν κάτοχό του. Μοῦ ἔκανε μάλιστα λόγο γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο ποσὸ ποὺ ἔχει ξοδέψει ὁ ἰδιοκτήτης του στὴν καταπολέμηση τῆς ἀσθένειάς του.
Σήμερα; ἀναρωτήθηκα. Σήμερα ποὺ ἄνθρωποι καὶ παιδιὰ τρέφονται ἀπὸ τοὺς κάδους τῶν σκουπιδιῶν; Σήμερα ποὺ ὑπάρχουν ἄνεργοι ἢ χαμηλοσυνταξιοῦχοι ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα φάρμακά τους, αὐτὸς ὁ γάτος νὰ ἀπολαμβάνει τέτοια φροντίδα καὶ περίθαλψη;
Ζοῦμε ἀλήθεια σὲ καιροὺς παραλογισμοῦ. Σὲ καιροὺς ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἀξιῶν στὴ ζωή του. Γι’ αὐτὸ καὶ βλέπει κανεὶς σήμερα κοινωνικὰ κινήματα καὶ φορεῖς νὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν ζώων, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἀποποινικοποιοῦνται οἱ ἀμβλώσεις, δηλαδὴ ὁ φόνος ἀθώων καὶ ἀνυπεράσπιστων κυοφορούμενων παιδιῶν. Υἱοθετεῖται δηλαδὴ ἀπὸ πολλοὺς μιὰ φιλοσοφία δικαιωμάτων τῶν ζώων ἀντίστοιχη μὲ αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ζῶα ὅμως πλάσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο. Νὰ τὸν ἐξυπηρετοῦν στὶς διάφορες ἀνάγκες του. Νὰ τοῦ χαρίζουν τὴν τροφή του, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τῆς στερήσεως τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ λογικοῦ τους νὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ ὡς μέσα γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου.
Κι ὅμως, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἴσως καὶ ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι βιώνει μιὰ ἀπομάκρυνση καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ ζῶα στὶς μοντέρνες πολιτεῖες ποὺ κατασκεύασε, περνᾶ σὲ στάσεις καὶ θέσεις ὑπερβολῆς σὲ σχέση μὲ τὰ ζῶα. Ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ θεωροῦν ὅτι τὰ ζῶα ἔχουν ψυχὴ παρόμοια μὲ αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου! Κάποιοι ἄλλοι ἀρνοῦνται νὰ φᾶνε τροφὲς ζωικὲς καὶ ἐπιλέγουν τὴν χορτοφαγία ἕνεκα τῆς ζωοφιλίας τους. Χάθηκε τὸ μέτρο καὶ ἡ ἱεράρχηση. Κι αὐτὸ γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν πραγματικὴ ἐπαφή του μὲ τὸν Θεὸ καὶ συνεπακόλουθα τὸν μοναδικὸ καὶ αἰώνιο προορισμό του. Καὶ ἔφθασε νὰ ἐξομοιώσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ζῶα σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
«Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. μη΄ [48] 13).
Δὲν μπόρεσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀξιολογήσει τὸ ὕψος καὶ τὴ δωρεὰ ποὺ τοῦ χαρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Τὴ δωρεὰ νὰ εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα Του μὲ ἀθάνατη, αἰώνια ψυχή. Νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀλλάξει καὶ νὰ ἐξαγιάσει τὸν κόσμο μὲ τὸν ἀγώνα του καὶ τὴν ἀρετή του. Νὰ μπορεῖ νά δοξολογήσει τὸν Δημιουργὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ ἱεραρχήσει σωστὰ τὰ πράγματα. Δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἀγάπη του πρέπει πρῶτα νὰ ἐξαντλεῖται στὸν ἄνθρωπο καὶ δευτερευόντως νὰ πηγαίνει στὰ ζῶα.
Τόσο πολὺ προόδευσε λοιπὸν ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος; Ἀλίμονο! Πόσο πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ χθές. Καὶ πόσο πιὸ σωστὰ τοποθετημένος ἀπέναντι στὰ ζῶα. Δὲν ὑπῆρχε σπίτι χωρὶς τὰ κατοικίδια ζῶα του. Αὐτὰ ποὺ χάριζαν τὴν τροφὴ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἦταν βοηθοὶ στὴ δουλειά του, οἱ φύλακες καὶ οἱ φρουροὶ στὸ σπιτικό του καὶ στὴν περιουσία του. Ἀλλὰ καὶ χαρὰ καὶ συντροφιά του. Κι αὐτὸς τὰ ἀγαποῦσε πραγματικά. Τὰ φρόντιζε καὶ τὰ περιποιόταν. Νοιαζόταν γι’ αὐτὰ στὴν ἀρρώστια τους, στὸν κόπο τους, στὰ γηρατειά τους. Ἀνέπτυσσε βαθιὰ σχέση μαζί τους. Τὰ ἅγιαζε μὲ τὸν ἁγιασμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ νήστευε σὲ μέρες νηστείας καὶ δὲν τὰ κούραζε στὶς μεγάλες ἀργίες τῆς Ἐκκλησίας. Ποτὲ ὅμως δὲν ἔχανε τὴν ὀρθὴ τοποθέτησή του ἀπέναντί τους. Ποτὲ δὲν τὰ λάτρευε οὔτε τὰ ἀνέβαζε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὰ ζῶα ἀναγνώριζαν τὴν ἀνωτερότητά του.
Διάσπαρτα εἶναι τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων ἀπὸ εἰκόνες καὶ διηγήσεις μὲ τὰ ζῶα. Οἱ ἅγιοι Μάμας καὶ Μόδεστος, ποὺ θεωροῦνται καὶ προστάτες τῶν ζώων, ἔγραψαν μάλιστα καὶ εἰδικὴ εὐχή: «Εὐχὴ εἰς κτήνη». Ὁ ἅγιος Μάμας τρεφόταν καθημερινὰ ἀπὸ τὸ γάλα ἀγρίων ζώων ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Ζοῦμε σὲ καιροὺς παράλογους! Καὶ τὸ παράλογο ἔγκειται στὸ ὅτι χάσαμε τὴ βαθιὰ καὶ ταπεινή μας σχέση μὲ τὸν Θεό. Φτάσαμε νὰ ζοῦμε ὅπως τὰ κτήνη. Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε καὶ τὴ σωστὴ σχέση καὶ στάση μας ἀπέναντι στὰ ζῶα.
Μόνη λύση δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ βαθιὰ μετάνοιά μας, τὴν ἐπιστροφή μας καὶ πάλι στὸ δρόμο καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ μαθαίνουμε πῶς, πότε καὶ πόσο πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση.