ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ – (Μιά ἱστορία τοῦ 1940)

   Σβησμένα βογγητά ἔκαναν τόν Κυριάκο νά κόψει τό γρήγορο περπάτημά του. Κατέβασε ἀπότομα τό ὅπλο του ἀπ᾽ τόν ὦμο καί πῆρε θέση μάχης. Προχωροῦσε σάν τό λαγωνικό. Κάτω ἀπό τίς βαριές ἀρβύλες του σακατεύονταν πουρναρόκλαδα καί τσαλιά.1 Κατέβαινε προσεκτικά τήν ἀπότομη πλαγιά ἀνοίγοντας δρόμο μέ τήν ξιφολόγχη του.

   Τά βογγητά δυνάμωναν˙ σημάδι πώς πλησίαζε σ᾽ ἄνθρωπο. Ἔριξε ἕνα γύρω τή ματιά ἐρευνητικά κι ἄγρια. Τούτη τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ δύσκολα ξεχώριζε τίς σκιές ἀπό τά πράγματα. Προχωροῦσε περισσότερο μέ τήν ἀκοή παρά μέ τήν ὅραση.

   — Aqua! Aqua!2 ἰταλικό ἀναφιλητό κι ἔκκληση γιά νερό τόν ἔκανε νά σκύψει στή ρίζα ἑνός θάμνου. Ἀνάσκελα πεσμένος στίς λάσπες σάλευε –μ᾽ ὅσες δυνάμεις τοῦ εἶχαν ἀπομείνει– ἕνας Ἰταλός τῆς μεραρχίας τῶν Κενταύρων.

   Οἱ δύο ἄντρες κοιτάχτηκαν στά μάτια. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τή γλώσσα τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίς προθέσεις τοῦ ἄλλου. Δέν γνώριζε ὁ ἕνας τίποτε γιά τόν ἄλλο, ἐκτός ἀπό τό ὅτι ἦταν ἐχθροί.

   Ὥρα δειλινοῦ, ὁ βασιλιάς ἥλιος εἶχε στεφανώσει μέ πορφυρόχρυσα παχιά σύννεφα τίς κορυφές τῆς Πίνδου κι εἶχε ἀπό ὥρα χαθεῖ πέρα μακριά, μακριά, δυτικά, πρός τήν πατρίδα τοῦ πληγωμένου στρατιώτη.

   Ὁ Κυριάκος στάθηκε ἀμήχανος μπροστά στόν Ἰταλό μέ τό διαπεραστικό γαλανό βλέμμα καί τή μεγάλη σχισμή στόν κρόταφο.

   Ὕστερα ἔσκυψε ἀμίλητος κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τό γυλιό του ἕναν πρόχειρο ἐπίδεσμο καί λίγο ἰώδιο. Καθάρισε τήν πληγή κι ἔδεσε τό κεφάλι τοῦ «ἐχθροῦ». Ξέσφιξε ἀπό τή ζώνη του μιά μικρή μποτίλια κι ἔσταξε λίγο νερό στά φλογισμένα χείλη τοῦ Ἰταλοῦ.
   Ὅση ὥρα τόν περιποιόταν, κανένας ἀπό τούς δυό δέν μιλοῦσε. Ὁ Κυριάκος ἔμοιαζε νά ἱερουργεῖ κάποιο μυστήριο κι ὁ Ἰταλός προσπαθοῦσε νά ἁρπάξει δυό τρεῖς μπουκιές ζωῆς.
   Ὑποβαστάζοντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον κατηφόριζαν μέ δυσκολία στή γυμνή, γλιστερή, σκοτεινή βουνοπλαγιά. Κάπου μακριά κρότοι πολέμου τούς ἔκαναν νά γυρίζουν τά κεφάλια τους πότε πότε καί νά ἀγναντεύουν τόν σκοτεινό ὁρίζοντα.
   Κατέβαιναν, κατέβαιναν… καί, κάθε φορά πού τούς φώτιζε τό φεγγάρι ἀνάμεσα ἀπό τά σύννεφα, ἔμοιαζαν γι᾽ ἀδελφικό σύμπλεγμα.
   Κατέβαιναν καί ἦταν δυό σκέτοι ἄνθρωποι.
   Ἔφτασαν στόν πρῶτο σταθμό «Πρώτων Βοηθειῶν. Ἱδρωμένος ὁ Κυριάκος καί ματωμένος ὥς τή φανέλα ἀπ᾽ τό γερμένο πάνω του κεφάλι τοῦ Ἰταλοῦ, εἰδοποίησε φωνάζοντας μιά νοσοκόμα.

   Λίγο πρίν ἀφήσει τόν Ἰταλό στό φορεῖο, ἔνιωσε ἀτσάλινο χέρι νά σφίγγει τό δικό του. Ἀπόρησε μέ τή δύναμη τοῦ ἐξαντλημένου κορμιοῦ. Ἀπόρησε περισσότερο, ὅταν ὁ Ἰταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τῆς καρδιᾶς τράβηξε κι ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό ἕνα μενταγιόν κρεμασμένο ἀπό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δυό του χέρια, τό φίλησε καί μέ δάκρυα τό ἀπόθεσε στίς χοῦφτες τοῦ Κυριάκου. Οἱ κινήσεις του, ὅπως καί τό γεμάτο εὐγνωμοσύνη γαλανό βλέμμα του, δέν σήκωναν ἀντιρρήσεις.

   — Μπαμπά, νά τό πουλήσουμε, γιά νά ἀγοράσουμε ψωμί.

   — Ναί, μπαμπά, σέ παρακαλοῦμε.
   Ἀμέτρητες φορές εἶχε ξεκρεμάσει ἀπ᾽ τό λαιμό του ὁ Κυριάκος τό παράξενο ἰταλικό μενταγιόν κι ἄλλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν ἀποφάσιζε νά τό πουλήσει. Τό ἔ βγαζε πάνω στό ἀδειανό τραπέζι τους καί τό κοίταζαν ὅλοι στό φῶς τῆς γκαζόλαμπας. Μικρό ὀβάλ ἀπό ἀκριβή πορσελάνη μέ χρυσό στεφάνωμα καί δυό ἀκριβά πετράδια πάνω καί κάτω. Ἔμπηκτα στό κέντρο τῆς πορσελάνης δυό γράμματα σέ σύμπλεγμα ἀπό λευκή πλατίνα.
   Πόσες ἱστορίες δέν εἶχαν πλέξει μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του γιά τά μυστικά πού ἴσως θά κρύβονταν ἀπό πίσω…
   — Νά τό πουλήσουμε, Κυριάκο, μίλησε τρυφερά κι ἡ γυναίκα του. Ἕξι μῆνες τώρα, μέσα στή μαύρη κατοχή, λειώνουμε ἀπό τήν πείνα μέρα τή μέρα.
   — Ἔχει ὁ Θεός, ψιθύρισε καί τό ξανάβαλε στό λαιμό του. Ἔχει ὁ Θεός, εἶπε ξανά. Καί τρίτωσε τό λόγο φωναχτά, χορταστικά: «Ἔχει ὁ Θεός».
   Βγῆκε στό δρόμο, ἀνηφόρισε τήν ὁδό Κυδαθηναίων καί ἔστριψε ἀριστερά στή Φιλελλήνων. Ἀπέναντί του, σταματημένο μπροστά στή ρώσικη ἐκκλησία ἕνα καμιόνι ἰταλικό. Σάν ἀπό κάποια ξελογιάστρα δύναμη διέσχισε τό δρόμο καί βρέθηκε πίσω ἀπό τήν κλειστή καρότσα. Περπατοῦσε σάν ὑπνωτισμένος. Ἔβαλε τό χέρι του στό μουσαμά πού ἔφραξε τό ἄνοιγμα. Μόνο σάν ξεπρόβαλαν τά ζεστά ἀχνιστά καρβέλια ψωμί, κατάλαβε τήν ξελογιάστρα δύναμη πού τόν ὁδήγησε σέ τέτοια ἀποκοτιά. Πόσον καιρό εἶχαν νά μυρίσουν ζε στό ψωμί! Ὤ, νά μποροῦσε νά φωνάξει τά παιδιά του, νά φωνάξει ὅλα τά παιδιά τῆς Κατοχῆς νά μυρίσουν λιγάκι…
   Δυό γεροδεμένοι Ἰταλοί τόν τσάκισαν τήν ὥρα πού μέ κλειστά τά μάτια ὀσφραινόταν καί ὀνειρευόταν. Τόν ἔσπρωξαν μέ βία τόν «κλέφτη», τόν ἔριξαν κάτω καί πρότειναν τά ὅπλα τους. Πίσω ἀπό τά κεφάλια τους πρόβαλε ὁ ἀξιωματικός τους. Ὁ Κυριάκος μέ συγκλονισμό ἀτένισε τά γαλανά μάτια. Ἔβαλε ἀργά τό χέρι στήν καρδιά καί τράβηξε ἔξω τό μενταγιόν.
   Στό νεῦμα τοῦ ἀξιωματικοῦ οἱ δύο στρατιῶτες ἄνοιξαν δρόμο, καί ὁ Κυριάκος διατάχθηκε νά ἀ κολουθήσει τόν βλοσυρό βαθμοφόρο.
   Χίλιες ἀπελπιστικές σκέψεις τόν ἔζωσαν. «Λές νά λάθεψε; Λές νά τοῦ στήσαν καμιά δουλειά; Λές νά τόν θεώρησαν δυό φορές κλέφτη; Λές…».
   Τριακόσια μέτρα ἦταν ὅλα κι ὅλα ὥς νά στρίψουν παρακάτω στήν Ὄθωνος κι ὁ Κυριάκος νόμισε πώς ξαναπερπάτησε ὅλη τήν Πίνδο. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε νά σπάσει καί ἡ χρυσή καδένα μέ τό μενταγιόν χοροπηδοῦσε πάνω στό στῆθος του.
   Μεῖναν μόνοι στήν πρώτη στοά τῆς Ὄθωνος. Ὁ Ἰταλός κοίταζε στό σημεῖο τῆς καρδιᾶς τοῦ Κυριάκου. Ἄνοιξε ὁ Ἕλληνας τό σακάκι κι ἔπιασε τό κόσμημα.
   Σύγκορμος τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ὁ Ἰταλός κι ἔκλεισε στίς χοῦφτες του τά σκελετωμένα χέρια τοῦ Κυριάκου, τοῦ σωτήρα του.

   Ἔβγαλε μέ ἀργές κινήσεις ὁ Κυριάκος τό ἀκριβό κόσμημα καί τό πέρασε στό λαιμό τοῦ ἀξιωματικοῦ. Χάιδεψε ὕστερα τόν χρυσό σταυρό του κι εἶπε «Ἔχει ὁ Θεός».

   Ἔκανε νά φύγει, μά τά χέρια τοῦ Ἰταλοῦ δέν τόν ἄφηναν… τά χέρια τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἄφηναν.

   — Πόσο κόστιζε τό μενταγιόν, παππού;
   — Ὅσο ἡ ἀγάπη κι ἡ εὐγνωμοσύνη, παιδιά μου.
   — Μά, ἦταν τόσο ἀκριβό, ὅσο λέει ἡ γιαγιά;
   — Ναί, καί περισσότερο ἀκόμη. Ἔφτασε νά μᾶς θρέψει σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς. Ἄς τόν ἔχει καλά ὁ Θεός, ψιθύρισε ὁ παππούς Κυριάκος τελειώνοντας τούτη τήν ἀληθινή ἱστορία κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Η. Ν.

 

________
1. τσαλί = ἱερό χόρτο πού χρησιμεύει γιά προσάναμμα / φρύγανο
2. ἰταλική λέξη πού σημαίνει νερό