Ἕνα μικρό ψεμματάκι

   Πρίν ἀπό λίγο τό θυμήθηκε ἡ Δέσποινα. Εἶχαν ἀσκήσεις καί στή Γλώσσα. Ἀλλά εἶχε ξεχαστεῖ τελείως… Κρύος ἱδρώτας τήν ἔλουσε. Γιατί ἡ κυρία δέν ἀστειευόταν. Τούς τό εἶχε πεῖ ξεκάθαρα:
   — Φθάσατε στήν Τετάρτη Δημοτικοῦ. Ἡ τεμπελιά δέν ἐπιτρέπεται. Ἄν εἶστε ἄγραφοι, μόνο μέ σημείωμα τῶν γονέων θά σᾶς δέχομαι.
   Εἶχε δίκιο ἡ κυρία. Γιατί τό κακό εἶχε παραγίνει καί πολλά παιδιά δέν ἔγραφαν τίς ἀσκήσεις. Μά ἡ Δέσποινα δέν ἀνῆκε σ᾿ αὐτούς. Ἦταν πάντα ἐπιμελής καί καλή μαθήτρια. Ἀγαποῦσε τήν ἑλληνική Γλώσσα καί ἦταν καλή στήν Ἔκθεση. Ἀγαποῦσε πολύ καί τή δασκάλα της. Μόνο πού χθές εἶχε ξεχαστεῖ. Γιά πρώτη φορά. Καί τῆς στοίχιζε τώρα τόσο πολύ νά ντροπιαστεῖ μπροστά σέ ὅλη τήν τάξη καί στή δασκάλα…

   Σέ λίγα λεπτά τό διάλειμμα θά τελείωνε καί θά ἄρχιζε τό μάθημα. Ἡ ταραχή της μεγάλω σε. Κάτι ἔπρεπε νά κάνει.
   Ζήτησε ἄδεια ἀ πό τήν ἐπιμελήτρια νά καθήσει μέσα στήν τάξη καί ἔβγαλε τό πρόχειρο τετράδιό της. Τράβηξε τό μεσαῖο φύλ λο καί πῆρε τό μολύβι της στό χέρι ἀποφασισμέ νη. Χάραξε στό χαρτί δυό μόνο γραμμές:
   «Ἡ Δέσποινα δέν μποροῦσε νά βρεῖ χθές τό τετράδιο τῆς Γλώσσας. Ἀλλά τίς ξέρει τίς ἀσκήσεις της». Ἀπό κάτω: «Ὑπογραφή».
   Σταμάτησε. Ποιός θά ἔβαζε τήν ὑπογραφή; «Μπρός», τῆς ψιθύρισε μιά φωνή μέσα της, «βάλε τήν ὑπογραφή τῆς μαμᾶς, δέν γίνεται ἀλλιῶς». Τό χέρι της ἔτρεμε. Δέν τό εἶχε ξανακάνει αὐτό. «Μήν τό κάνεις, εἶναι ψέμα. Πᾶς νά ξεγελάσεις τή δασκάλα», ψιθύρισε μιά ἄλλη φωνή. Ψέμα; Γιατί; Σκέφτηκε. Δέν εἶναι ψέμα, ψεματάκι εἶναι, ἀφοῦ τίς ξέρω τίς ἀσκήσεις. Εἶναι ἁπλά τά πράγματα. Ἄλλωστε, δέν μπορῶ νά κάνω κι ἀλλιῶς… Δικαιολόγησε τόν ἑαυτό της καί προχώρησε. Μιμήθηκε τήν ὑπογραφή τῆς μαμᾶς κάπως ἀδέξια. Ἀλλά ἦταν εὐχαριστημένη πού τά εἶχε καταφέρει μιά χαρά.
   Σέ λίγο τό μάθημα ἄρχιζε.
   — Θά περάσω νά δῶ τά τετράδια ὅλων σας, λέει ἡ κυρία.
   — Ὤχ, ψιθυρίζει ἡ Δέσποινα, σήμερα ἔτυχε; Καί βγάζει τό χαρτί της πάνω στό θρανίο.

   Ἔρχεται ἡ κυρία ἀπό πάνω της. Κοιτάζει ξαφνιασμένη τό χαρτί, κοιτάζει καί τή Δέσποινα στό πρόσωπο.
   — Σέ θέλω στό διάλειμμα, τῆς λέει κοφτά.
   Ἡ Δέσποινα κοκκίνισε μέχρι τ᾿ αὐτιά. Οἱ ἄλλοι δέν κατάλαβαν τί εἶχε γίνει. Ἀλλά ἐκείνη ἦταν ἀνήσυχη. Χίλια δυό ἐρωτηματικά στροβιλίζουν στό μικρό της μυαλουδάκι καί δέν μπορεῖ νά προσέξει στό μάθημα. Τί νά τή θέλει ἡ δασκάλα; Κατάλαβε τίποτα; Νά λοιπόν πού… δέν ἦταν καί τόσο ἁπλά τά πράγματα.
   Τό μάθημα προχωρεῖ, ἀλλά ἡ σκέψη τῆς Δέσποινας τρέχει στή χθεσινή σκηνή στό σπίτι. «Διάβασες, Δέσποινα;», τή ρωτοῦσε ἡ μαμά. «Δέν εἴχαμε τίποτα σπουδαῖο», ἀπαντοῦσε ἐκείνη. «Τίς ἀσκήσεις σου τίς ἔλυσες;» «Μήν ἀνησυχεῖς, δέν εἴχαμε τίποτα», ξανά-
λεγε ἐκείνη καί ἀσχολοῦνταν μέ τά παιχνίδια της! Ὅταν ἔπαιζε ἡ Δέσποινα, δέ σκεφτόταν τίποτε ἄλλο!
   Μέ αὐτές τίς σκέψεις τελείωσε ἡ ὥρα καί δέν ἄκουσε τίποτε ἀπό τό μάθημα. Σέ λίγο βρισκόταν στό γραφεῖο. Ἡ κυρία τήν κοιτάζει στά μάτια.
   — Δέσποινα, σοῦ συνέβη κάτι χθές καί εἶσαι ἄγραφη; Δέν τό ἔχεις ξανακάνει. Χαμήλωσε ἡ Δέσποινα τό κεφάλι της.
   — Θά ἔχασες ἀσφαλῶς πολλή ὥρα ψάχνοντας τό τετράδιο, συνέχισε ἡ κυρία ἐρευνητικά, καί βλέπω ἐδῶ νά ὑπογράφει ἡ μητέρα σου…

   Κοκκίνισε ἡ Δέσποινα, ἀλλά δέν εἶπε πάλι τίποτα.

   — Νά πάρουμε ἕνα τηλέφωνο στό σπίτι νά μιλήσω μέ τήν ἴδια; εἶπε πάλι ἡ κυρία.
   Ἡ Δέσποινα τότε δέν κρατήθηκε.
   — Ὄ… ὄχι, νά μήν πάρετε, φώναξε. Καί ξέσπασε σέ δάκρυα.
………………………………………………….
   Ἀγαποῦσε πολύ τή δασκάλα της ἡ Δέσποινα καί εἶχε καλή σχέση μαζί της. Γι᾿ αὐτό καί τῆς ἐξήγησε σιγά σιγά ὅλη τή χθεσινή ἱστορία μέ τά παιχνίδια της. Καί τώρα ἡ κυρία τῆς μιλᾶ μέ κατανόηση.
   — Λυπήθηκα περισσότερο μέ τό ψέμα, παιδί μου, κι ὄχι γιατί δέν ἔγραψες τίς ἀσκήσεις, τῆς λέει. Θά προτιμοῦσα νά μοῦ πεῖς τήν ἀλήθεια, παρά νά γίνει ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία.
   Ἡ Δέσποινα ἀκούει κατακόκκινη ἀπό ντροπή.
   — Κατάλαβες τό λάθος σου, παιδί μου; Τό ψέμα, εἴτε μικρό εἴτε μεγάλο, ψέμα εἶναι. Κάποτε θά φανερωθεῖ καί θά χάσουμε τήν ἐμπιστοσύνη τῶν ἄλ λων. Καλύτερα νά ποῦμε τήν ἀλήθεια καί νά πάθουμε κάτι ἐκείνη τήν ὥρα, παρά νά ντροπιαστοῦμε περισσότερο μπροστά στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους.
   Ἡ Δέσποινα σήκωσε λίγο τό κεφαλάκι της.
   — Κυρία, τώρα θά μέ ἐμπιστεύεστε; ρώτησε δειλά.
   — Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. Ὅμως δέν θά ξαναγίνει, ἔτσι δέν εἶναι;

Νεφέλη