Ἑκατό χρόνια πρίν, τό καλοκαίρι τοῦ 1914, ἡ πανίσχυρη Γερμανική Αὐτοκρατορία ξεκίνησε τόν «Μεγάλο Πόλεμο», στό πλευρό τῆς Αὐστροουγγρικῆς Αὐτοκρατορίας, μέ ἀφορμή τή δολοφονία τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου τῆς δεύτερης στό Σαράγιεβο. Ἀπώτερος στόχος τῆς Γερμανίας ἡ κατάκτηση νέων ἐδαφῶν καί ἀγορῶν γιά τή διάθεση τῆς τεράστιας παραγωγῆς τῶν βιομηχανικῶν προϊόντων της. Σύντομα ἡ ἀρχική ἐπίθεση στή Σερβία ἐξελίχτηκε στόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πού κράτησε τέσσερα χρόνια (1914-1918), μέ αἱματοκύλισμα πού δέν εἶχε ξαναδεῖ ὁ κόσμος.
Στή Συνθήκη πού τερμάτισε ἐκεῖνο τόν πόλεμο ἡ Γερμανική Αὐτοκρατορία κατέρρευσε. Στή θέση της ἀπομένει μιά χώρα ταπεινωμένη, ἐξαθλιωμένη καί ἐξαναγκασμένη σέ βαρύτατες ἀποζημιώσεις.
Καί αὐτή τήν ἐποχή, αὐτή ἡ χώρα κυοφορεῖ τόν ἄνθρωπο, πού ἡ ἱστορική συνείδηση ταύτισε μέ τήν «κτηνωδία».
Στρατιώτης τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ὁ ἀσήμαντος, ἀδίστακτος ἀλλά δεινός ρήτορας, Ἀδόλφος Χίτλερ, ἀναλαμβάνει νά ἀναπτερώσει τό χαμένο ἠθικό τῶν Γερμανῶν, πείθοντάς τους ὅτι ὁ Γερμανός στρατιώτης εἶναι ἀνίκητος στή μάχη, προορισμένος αὐτός μόνος νά κυριαρχήσει στόν κόσμο καί μάλιστα σʼ ἕναν κόσμο «καθαρό» ἀπό Ἑβραίους, Τσιγγάνους καί ὅσους ἄλλους ὁ Χίτλερ θεωροῦσε «κατώτερους», πού ἔπρεπε νά ἐξοντωθοῦν μέ κτηνώδη τρόπο.
Ἀψηφώντας ὅλες τίς συμβάσεις, ἐκμεταλλευόμενος τήν κόπωση καί τόν ἐφησυχασμό τῶν νικητῶν τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀλλά καί τήν πειθαρχία καί τήν ἐργατικότητα τοῦ Γερμανικοῦ λαοῦ, εἴκοσι μόλις χρόνια ἀργότερα, ξεκινάει τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μία μία οἱ χῶρες τῆς Εὐρώπης, σοκαρισμένες ἀπό τό ἀσύλληπτο μέγεθος, τόν ἐξοπλισμό καί τήν ὀργάνωση τοῦ Γερμανικοῦ στρατοῦ, ὑποτάσσονται καί παραδίδονται ἄνευ ὅρων. Ἄλλωστε σʼ ἕναν πόλεμο ἤδη χαμένο «γιατί νά πολεμήσουν»;
Ὥσπου ὁ πανίσχυρος «ΑΞΟΝΑΣ» Γερμανίας-Ἰταλίας φτάνει στήν ἄκρη τῆς Εὐρώπης, στή μικρή Ἑλλάδα, πού ἀγωνίζεται –παρά τίς συνεχεῖς προκλήσεις– νά μείνει οὐδέτερη.
Καί τότε ξαφνιάζει τόν κόσμο ὁ «ἥρωας», ὁ Ἑλληνικός λαός, ὁ Ἕλληνας φαντάρος, πού ὁμόψυχος μέ τούς ἡγέτες του, Ἰωάννη Μεταξᾶ καί Βασιλιά Γεώργιο Β΄, λέει «ΟΧΙ». Δέν τρομάζει, δέν προσκυνάει, δέν παραδίδεται. Φεύγει «μέ τό χαμόγελο στά χείλη» γιά τά Ἀλβανικά βουνά καί πολεμάει, τά βάφει μέ τό αἷμα του. Νηστικός, παγωμένος ὁρμάει, ὑψώνει τά μάτια του στήν Παναγιά, κραυγάζει «ἀέρα» καί νικάει. Πρῶτος λαός πού ντροπιάζει τόν ἀνίκητο «ΑΞΟΝΑ», δημιουργεῖ θαυμασμό παγκόσμιο καί γεννάει ἐλπίδα.
Ὁ «ἥρωας» δέν νικᾶ τελικά ἄμεσα τό «κτῆνος», ἀλλά τό καθυστερεῖ, τό ἀποπροσανατολίζει, ἐκμηδενίζει τούς ἀλεξιπτωτιστές του στή Μάχη τῆς Κρήτης, προετοιμάζει τό ἀπρόσμενο τέλος του. Αὐτός ὁ Ἕλληνας ἥρωας, θυσιάζει καί τή ζωή του γιά νά περιθάλψει τόν πληγωμένο ἐχθρό του αἰχμάλωτο, μοιράζεται μαζί του τή φτωχή κουραμάνα του, διακινδυνεύει καί τή ζωή τῶν παιδιῶν του γιά νά κρύψει τόν Ἑβραῖο γείτονα ἀπό τή θηριωδία τοῦ «κτήνους», στό ὁποῖο ἀντιστέκεται μέ κάθε τρόπο καί μʼ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του.
Αὐτά ἔκανε ὁ Ἕλληνας στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πού τοῦ κήρυξε πρῶτα ἡ Ἰταλία στό ὄνομα τοῦ «ΑΞΟΝΑ», στίς 28 ΟΚΤΩΒΡIΟΥ τοῦ 1940. Αὐτά τόν ἀνέδειξαν ΗΡΩΑ.