Ἡ ἔνοχη συνείδηση

   Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πράττει ἠθελημένα τὸ κακό, χάνει τὴν εἰρήνη του. Οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ ἡσυχάσει. Βιώνει ἕνα δι­­­αρκὲς μαρτύριο ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ ἀ­­­­φάνταστα. Διότι ἡ συνείδησή του εἶναι ἔνοχη!

   Ἡ ἔνοχη συνείδηση μοιάζει σὰν δικα­στὴς ποὺ δικάζει τὸν παραβάτη χω­ρὶς ἐπιείκεια. Ὅσο κι ἂν προσπαθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ φιμώσει τὴ φωνή της, γιὰ νὰ μὴν τοῦ ὑποδεικνύει τὰ πρέπον­τα, αὐτὴ ἐκρήγνυται καὶ τὸν ἐλέγχει μὲ δριμύτητα. Μοιάζει μὲ χίλια ἀκονισμένα σπαθιὰ ποὺ διατρυποῦν τὴν καρδιά του καὶ τὸν βασανίζουν ἀλύπητα. 

   Ὁ ἀποστάτης ἄνθρωπος διώχνει τὸν ἅγιο φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν βασανίζεται ἀπὸ ποικίλους τυραννικοὺς φόβους. «Φεύγει ὁ ἀσεβὴς μηδενὸς διώκοντος», γράφει ὁ σοφὸς Παροιμια­στής (Παρ. κη΄ [28] 1). Ὁ ἀσεβὴς καὶ ἔνοχος φεύγει τρομαγμένος, χωρὶς νὰ τὸν καταδιώκει κανείς, διότι τὸν ἐλέγχει μὲ σφοδρότητα ἡ συνείδησή του.
   Πῶς γίνεται νὰ φεύγει, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν καταδιώκει; ρωτάει ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος. Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἔνδον ἔχει τὸν ἐλαύνοντα, τὸν τοῦ ­συνειδότος κατήγορον»· ἔχει μέσα του αὐτὸν ποὺ τὸν κυνηγάει, τὴν ἔνοχη ­συνείδησή του. Κι ὅπου πηγαίνει, μαζί του τὴν ­κουβαλάει. Ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει οὔ­τε τὴν ἔνοχη ­συνείδησή του. Ἀλλ’ ὅ­­­που κι ἂν πάει, χτυπιέται ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως κι ἔχει ­ἀγιάτρευτη πλη­γή» (Εἰς τοὺς ἀνδριάντας Ὁμιλία Η΄, ΕΠΕ 32, 222).
   Οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ βασανιστικὰ μαρτύρια! Εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο τοῦ Λευϊτικοῦ ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἔνοχη συνείδηση μερικὲς φορὲς τρέπονται σὲ φυγὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ θρόισμα τῶν φύλλων ποὺ κινοῦνται ἀ­­πὸ τὸν ἄνεμο. Φεύγουν σὰν αὐτοὺς ποὺ παθαίνουν πανικὸ στὸν ­πόλεμο. Σκο­ντάφτουν καὶ πέφτουν, ἐνῶ δὲν τοὺς καταδιώκει κανείς. «Πεσοῦνται οὐ­­δενὸς διώκοντος» (Λευϊτ. κς΄ [26] 36).
   Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἔνοχη συνείδηση φοβοῦνται ἀκόμη κι ἀπ’ τὰ ­γαυγίσματα τοῦ σκύλου, ἀκόμη καὶ τὴ σκιά τους, ἀκόμη κι ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει κίνδυνος. «Ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος», γράφει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. νβ΄ [52] 6).
   «Τοιοῦτον ἡ ἁμαρτία», ­παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Οὐδενὸς ἐλέγ­χοντος προδίδωσιν, οὐδενὸς κατηγοροῦν­τος καταδικάζει καὶ ψοφοδεῆ ποιεῖ καὶ δειλὸν τὸν ἡμαρτηκότα» (ΕΠΕ 32, 222). Τέτοια εἶναι ἡ ἁμαρτία. Προδίδει χωρὶς κανεὶς νὰ διενεργεῖ ἔλεγχο, καταδικάζει χωρὶς κανεὶς νὰ κατηγορεῖ τὸν ἔνοχο, κάνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε δειλὸ καὶ φοβιτσιάρη.
   Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἔνοχη συνείδηση, ἂν βλέπει κάποιους νὰ τρέχουν, νομίζει ὅτι αὐτὸν κυνηγοῦν νὰ πιάσουν. Ἂν ἀκούει κάποιους νὰ συζητοῦν, νομίζει ὅτι γι’ αὐτὸν κάνουν τὴ συζήτηση. Ἂν ἔχει κάνει παραβάσεις, φοβᾶται ὅτι μπορεῖ κάποτε νὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, νὰ ἀποκαλυφθοῦν καὶ νὰ τὸν πιάσει ἡ τσιμπίδα τοῦ νόμου. Ἂν διέπραξε φόνο, φοβᾶται ὅτι μπορεῖ κάποτε κι αὐτὸς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ πεθάνει.
   Αὐτὸ ἔπαθε ὁ ἀδελφοκτόνος Κάιν. Μετὰ τὸν φόνο ποὺ διέπραξε, ζοῦσε «στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς» (Γεν. δ΄ 14). Φοβόταν ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν! Αὐτὸ ἔπαθε ὁ μητροκτόνος Ὀρέστης, ἡ τραγικότερη μορφὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας. Τὸν κυνηγοῦσαν οἱ Ἐρινύες, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει που­θενά! Τὰ ἴδια θὰ πάθουν καὶ οἱ ἀσεβεῖς τῶν ἐσχάτων χρόνων. Θὰ βλέπουν τὰ ἐπερχόμενα κακὰ καὶ θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τρόμο. Θὰ ἀδημονοῦν, θὰ λιποθυ­μοῦν, θὰ τὰ χάνουν, θὰ λένε στὰ βουνά: «Πέσετε ἐφ’ ἡμᾶς­­… ­καλύψατε ἡμᾶς» (Λουκ. κγ΄ 30). Πέστε πάνω μας· σκεπάστε μας, νὰ πεθάνουμε μεμιᾶς καὶ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὰ ἀνυπόφορα βάσανα!
   Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ τὰ παθαίνουμε οἱ ἄνθρωποι, ἐ­­­πειδὴ παραβαίνουμε ἠθε­λημένα τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ ἔχουμε ­συνείδηση κα­θαρή, ἀκατάγνωστη, φωτισμένη. Πράτ­τουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὑπαγορεύει καὶ κατόπιν βασανιζόμαστε ἀπὸ τὶς τύψεις της.
   Ἡ λύση τοῦ δράματος τῶν ἀν­θρώ­­πων ποὺ παραβαίνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ χάνουν τὴν εἰρήνη τους βρίσκεται στὴ μετάνοια, στὴν ­τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, στὴν πλήρη συμμόρφωσή μας πρὸς τὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἂν πράττουμε τὰ ἀρεστὰ ­ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τότε ἔχουμε ἥσυχη τὴ συνεί­δησή μας. Ἂν βαδίζουμε τὴν εὐθεία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τότε ­παύουν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως.
   Μακάρι νὰ μάθουμε νὰ ἀκοῦμε τὴ «φωνὴ» τοῦ Θεοῦ, τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως! Νὰ πειθαρχοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον», γιὰ νὰ ἔχουμε «παρρησίαν πρὸς τὸν Θεόν» (Α΄ Ἰω. γ΄ 21), συνείδηση ἀκατάκριτη, ἀγαθή, ἀναπαυμένη!