Ἀπὸ τὸ χέρι…

   Ἡ θεία ἀπόφαση εἶχε πλέον παρθεῖ. Τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα θὰ γίνονταν παρανάλωμα πυρός…
   «Θὰ πάω νὰ διαπιστώσω τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους», εἶχε δηλώσει ὁ ἅγιος τριαδικὸς Θεὸς στὸν δίκαιο Ἀβραάμ, ὅταν τοῦ εἶχε ἐμφανισθεῖ μὲ τὴ μορφὴ τριῶν ἀγγέλων στὴ δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ἐκεῖ ποὺ ὁ δίκαιος ἐκεῖνος ἄνδρας ἀξιώθηκε νὰ Τὸν φιλοξενήσει στὸ σπίτι του.
   Τότε ἦταν ποὺ οἱ δύο ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀγγέλους ξεκίνησαν γιὰ τὰ ­Σόδομα, ἐ­­­νῶ ὁ πρῶτος παρέμεινε γιὰ λίγο ἀκόμη κοντὰ στὸν Ἀβραάμ, μετὰ ἀπὸ πα­ράκληση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀβραάμ, προκειμένου νὰ Τὸν ἱκετεύσει νὰ μὴν κατα­στρέψει τὶς πόλεις αὐτές, ἂν βρίσκον­ταν ἔστω καὶ λίγοι θεοσεβεῖς ἄνθρωποι ἐκεῖ. Ὁ Κύριος ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημα τοῦ ­πι­στοῦ δούλου του. Καὶ δέκα ἄνθρωποι ἂν βρίσκονταν μέσα ἐκεῖ ποὺ νὰ ­σέβονται τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ζοῦ­νε σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του, ἡ καταστροφὴ θὰ ἀποτρεπόταν. Δυσ­τυ­χῶς ὅμως οὔτε δέκα δὲν ὑπῆρχαν!…
   Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὑπῆρχαν κάποιοι: ὁ Λὼτ ἐκεῖνος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ­Ἀβραάμ, ποὺ κατοικοῦσε μέσα στὴν πόλη τῶν Σο­­­­­δόμων μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὶς δύο κόρες του. Οἱ δύο ­ἄγγελοι, ὅταν ἔ­­­φθασαν στὴν πόλη, ­φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ­διεπίστωσαν τὴν ἔκταση τῆς ἁμαρτίας τῶν Σοδομιτῶν, τὴ διάχυση τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς ­διαφθορᾶς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ ­ἀσελγήσουν μὲ τὸν χειρότερο τρόπο ἐπάνω στοὺς δύο θείους ἐπισκέπτες τοῦ Λώτ.
   Ὅλα αὐτὰ εἶχαν ἤδη προηγηθεῖ, ὅ­­­ταν οἱ δύο ἄγγελοι ἀνακοίνωσαν ­πλέον στὸν Λὼτ τὴ θεϊκή τους ἀπόφαση: «Ἡ­­­μεῖς ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου» (Γεν. ιθ΄ [19] 13). Ἐμεῖς τώρα θὰ καταστρέψουμε τὴν περιοχὴ αὐτή, διότι ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι μεγάλη καὶ ἀνυπόφορη, κραυγαλέα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἔτσι μίλησαν ἀποβραδίς· καὶ τὴν ἄλλη μέρα, πρωί – πρωί, «ἐσπούδαζον… τὸν Λώτ», τὸν πίεζαν νὰ βιαστεῖ λέγοντάς του: «Πάρε τὴ γυναίκα καὶ τὶς δύο θυγατέρες σου καὶ φύγε γρήγορα ἀπ’ τὴν πόλη, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖς κι ἐσὺ μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους της» (στίχ. 15).
   Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ Λὼτ καὶ οἱ οἰκιακοί του τά ’χασαν. Δὲν περίμεναν τόσο ἄμεσα νὰ ἐπέλθει ἡ τιμωρητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κατὰ τῆς πόλεως. Ἀποσβολώθηκαν. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς μιλοῦσαν οἱ δύο ἄγ­­γελοι, ἡ βιασύνη στὴν ὁποία τοὺς ὠθοῦσαν, τοὺς ἔκανε νὰ σαστίσουν. Τρόμος τοὺς κατέλαβε καὶ ἀγωνία, καὶ ἔμειναν ἀκίνητοι· ταραγμένοι· ἀναποφάσιστοι.
   Τότε λοιπὸν οἱ δύο ἄγγελοι, τὰ δύο εὐ­λογητὰ Πρόσωπα τῆς ἁγίας ­Τριάδος, ἔκαναν κάτι. Κάτι τόσο στοργικό, τόσο ζεστό… «Καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυ­­ναικὸς αὐτοῦ καὶ τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ… καί… ­ἐξήγαγον αὐ­τοὺς ἔξω» (στίχ. 16-17). Τοὺς πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι· τὸ χέρι τοῦ Λώτ, τὸ χέρι τῆς γυναίκας του, τὸ χέρι τῶν ­θυγατέρων του. Τοὺς πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω. Ὄχι ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τους. Ἔξω ἀπὸ τὰ Σόδομα!
   Τὸ πρωινὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἂν τύχαινε κανεὶς νὰ περπατᾶ στοὺς δρόμους τῆς ἀπαίσιας ἐκείνης πόλεως, θὰ ἀντίκριζε τὸ συγκινητικότατο τοῦτο θέαμα: Δύο ἀγγέλους (ἔτσι ἐμφανιζόταν ὁ ἅγιος Θεός) νὰ κρατοῦν ἀπὸ τὸ χέρι τέσσερις ἀνθρώπους, ἕναν ἄνδρα καὶ τρεῖς γυναῖκες, καὶ νὰ περπατοῦν μαζί τους πρὸς τὶς πύλες τῆς πόλεως· πιασμένοι χέρι – χέρι. Ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους!…
   Λέει ἀκόμα μιὰ λέξη ἡ Ἁγία Γραφή: «ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ» (στίχ. 16). Αὐτὸ ἔγινε, ἐπειδὴ ὁ Κύριος λυπήθηκε τὸν Λὼτ καὶ δὲν θέλησε νὰ τὸν καταστρέψει, αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειά του, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ­Σοδομίτες. «Ἐν τῷ φείσασθαι Κύριον», ἐπειδὴ τοὺς σπλαχνίσθηκε ὁ Θεός, τοὺς ­ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, ὅπως ὁ στοργικὸς πατέρας, ἡ στοργικὴ μητέρα πιάνουν τὰ παιδιά τους, καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω, στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας τους.
   Τί εἰκόνα, ἀλήθεια! Καὶ τί ἀλήθεια αὐ­τὴ γιὰ τὴ φροντίδα ποὺ λαμβάνει γιὰ μᾶς ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος καὶ Θεός μας! Νὰ μᾶς βαστάζει ἀπὸ τὸ χέρι, ναί, ἀπὸ τὸ χέρι, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Τέτοια στοργή!
   Τί φοβᾶσαι, λοιπόν, ἀδελφέ μου; Λὲς ὅτι εἶσαι νέος, νέα, καὶ πῶς θὰ πορευθεῖς μέσα σ’ αὐτὸν τὸν καταιγισμὸ τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας… Εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἐπιστήμων, ὑπάλληλος, ἐργα­ζόμενος, καὶ δειλιάζεις μπροστὰ στὴ λαί­λαπα τῆς ἀνομίας καὶ ἀποστασίας ποὺ σαρώνει τὰ πάντα. Καὶ μένεις ἐ­­νε­ός, τρομαγμένος, ἀποσβολωμένος, σὰν τὸν Λὼτ καὶ τοὺς οἰκογενεῖς του…
   Κοίτα τί κάνει ὁ Θεὸς γιὰ σένα! Ὁ Ἴδιος κατέρχεται γιὰ νὰ σὲ πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ σιγουριά, μὲ ἀσφάλεια, γιὰ νὰ περάσεις μέσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες τοῦ κακοῦ… Καὶ σὺ φοβᾶσαι καὶ τὰ χάνεις καὶ δειλιᾶς;
   «Ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς ­δεξιᾶς μου», νὰ ἐπαναλαμβάνεις μαζὶ μὲ τὸν Ψαλ­μωδό. Ἐσύ, Κύριε, μὲ ­κράτησες ἀ­­­πὸ τὸ χέρι μου «καὶ μετὰ δόξης προσ­ελάβου με»· μὲ τράβηξες κοντά σου μέ­-σα σὲ δόξα (Ψαλ. οβ΄ [72] 23-24). Αὐτὸ νὰ λὲς γεμάτος πίστη, καὶ σὰν μικρὸ παιδὶ νὰ ἁπλώνεις τὸ χέρι σου, ἔ­­­τσι, μπροστά, ψηλά· γιὰ νὰ σοῦ τὸ πιάνει ἡ παντοδύναμη δεξιά Του.
   Καὶ τότε, ποιὸς μπορεῖ νὰ σὲ ἀποσπά­σει ἀπὸ αὐτή; (πρβλ. Ἰω. ι΄ 28-30).