«Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου»

   Ὁ 22ος Ψαλμὸς εἶναι ἕνα ­τραγούδι εὐ­γνωμοσύνης. Ὁ συνθέτης του, ὁ προ­φήτης Δαβίδ, ἀναλογίζεται τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκεῖνον προσωπικά, καὶ ὑμνεῖ τὴ στοργική Του προστασία. Ὁ Ψαλμός, ἂν καὶ σύντομος, ἀποπνέει τὸ ἄρωμα μιᾶς βαθιὰ εἰρηνευμένης ψυχῆς ποὺ ἔχει βρεῖ τὸν Θεό, ζεῖ ἔντονα τὴν παρουσία Του καὶ ἔχει ἀναπαυθεῖ πλήρως κοντά Του.
   Οἱ θεῖες εὐεργεσίες παρουσιάζονται μέσα ἀπὸ δύο εἰκόνες: τοῦ βοσκοῦ καὶ τοῦ οἰκοδεσπότη. Παρομοιάζεται δηλα­δὴ ὁ Κύριος μὲ καλὸ ποιμένα ποὺ δείχνει ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὸ πρόβατό Του, τὸν Ψαλμωδό, καὶ μὲ ἀγαθὸ οἰκοδεσπότη ποὺ τιμᾶ μὲ ἐξαιρετικὴ περιποίηση τὸν φιλοξενούμενό του.
   Στὴν πρώτη εἰκόνα, τοῦ καλοῦ ποιμένος, σημειώνει μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ προφητάναξ: «Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν» (στίχ. 4). Μὲ παρηγόρησαν, λέει, «ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου». Ποιὲς εἶναι αὐτές; Στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὰ ἀντικείμενα, ραβδὶ καὶ βακτηρία (μπαστούνι), ἀλλὰ γιὰ ἕνα, τὸ ραβδὶ τοῦ βοσκοῦ, ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ μὲ δύο διαφορετικοὺς τρόπους: ἄλλοτε τιμωρητικὰ καὶ προστατευτικὰ καὶ ἄλλοτε ὡς στήριγμα.
   Ἡ «ράβδος» εἶναι ἡ «καλαῦροψ» τῶν ἀρχαίων – αὐτὸ ποὺ λέμε ­σήμερα «γκλίτσα»: τὸ μακρὺ ραβδὶ τοῦ τσομπάνη, τὸ ὁποῖο στὴ μία ἄκρη εἶ­ναι κυρτωμένο. Μ᾿ αὐτὸ πιάνει ἀ­­­πὸ τὸ πόδι τὰ γιδοπρόβατα ποὺ ξε­­μακραίνουν ἀπὸ τὸ κοπάδι, καὶ τὰ ἐπαναφέρει σ᾿ αὐτό. Ἔχει κάποια βία ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ βοσκοῦ, ἀλλὰ εἶναι εὐεργετική. Διότι ἀποτρέπει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ βρεθεῖ μόνο του τὸ ζων­τανὸ στὸ δάσος καὶ νὰ γίνει λεία τῶν σαρκοφάγων ζώων. Ἡ «βακτηρία» ἀπὸ τὴν ἄλλη δηλώνει τὴ στοργικὴ συμπαράσταση τοῦ βοσκοῦ στὸ ἀποκαμωμένο, στὸ ταλαιπωρημένο πρόβατο.
   Ὁ Κύριος λοιπὸν σὰν καλὸς ποιμένας ἔχει ποιμαντικὸ ραβδί, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔχει ἐξουσία, ἐπιστασία καὶ φροντίδα γιὰ τὴν ποίμνη του, τὰ πλάσματά του, τὰ λογικά του πρόβατα, τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κυρίως καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τοὺς πιστούς. Ἡ «ράβδος» δηλώνει τὴν αὐστηρότερη παιδαγωγία Του, τὶς ποικίλες θλίψεις καὶ δοκιμασίες… Ἡ «βακτηρία» δὲν σημαίνει γενικὰ αὐτὰ ποὺ ὀνομάζουμε «εὐλογίες» τοῦ Θεοῦ (ποικίλες χαρὲς καὶ ἐπιτυχίες…), ἀλλὰ εἰδικὰ τὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ ὅταν ὀλιγοψυχοῦμε στὶς δυσ­κολίες (π.χ. τὶς ἐσωτερικὲς παρακλήσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνθρώπους ποὺ προνοεῖ ὁ Κύριος νὰ βρεθοῦν κοντά μας στὴ δυστυχία μας καὶ νὰ μᾶς παρηγορήσουν…).
   Τὸ ψαλμικὸ αὐτὸ χωρίο περιέχει δύο σημαντικὲς ἀλήθειες. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι στὶς θλίψεις ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, δὲν μᾶς ἀφήνει μόνους, ἀλλὰ δίνει εἰδικὴ χάρη, κάποια «βακτηρία». Νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦμε αὐτό. Ἡ δεύτερη εἶναι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ «ράβδος» τοῦ Θεοῦ παρηγορεῖ τὸν πιστό! Γιατί;
   Ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης δίνει ἀπάντηση ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο: «Ἐπειδὴ ραθυμήσας πρὸς ­ἁμαρτίαν ὠ­­­­­λίσθησα, ράβδῳ με πρὸς νῆψιν ­ἐ­­­παί­δευ­σας. Ἐπειδὴ δὲ μαστιζόμενος εἰς ὀλιγο­ψυχίαν ἐτρεπόμην, ­βακτηρίᾳ δυναμού­σῃ με ἐπεστήριξας» (­Βιβλίον Α΄, Ἐ­­­πιστ. τα´ [301], PG 78, 357B· ἀπὸ π. Κωνστ. Καλ­λινίκου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἱερὸν Ψαλ­τῆ­ρα). Ὅταν ἐξαιτίας τῆς ραθυμίας μου, τῆς πνευματικῆς μου ­τεμ­πελιᾶς, κατρακύλησα στὴν ἁμαρτία, μὲ παιδαγώγη­σες αὐστηρά, σὰν μὲ ραβδί, καὶ μὲ ­ξύπνη­σες ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν μὲ ­κυρίευε ὀλιγοψυχία ἀπὸ τὴν αὐστηρότερη παιδαγωγία Σου, μὲ στήριζες καὶ μὲ ἐνθάρρυνες σὰν μὲ «βακτηρία».
   Συμβαίνει δηλαδὴ πολλὲς φορὲς ἀπὸ ραθυμία νὰ παρασυρόμαστε στὴν ἁ­­μαρτία καὶ νὰ πορευόμαστε, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, στὴν αἰώνια ἀπώλεια. Τότε παρεμβαίνει ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας. Ἐπιτρέπει θλίψεις, ποὺ ­λειτουργοῦν ὡς σωφρονιστικὰ μέσα τῆς θείας ἀγάπης· ἕνα ξύπνημα. Μᾶς συνεφέρουν, μᾶς προσ­γειώνουν στὴν ­πραγματικότητα, στὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς, ποὺ ­εἶ­­ναι ἡ ἑτοιμασία μας γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ὅ­­­ταν δυσκολευθεῖ ὁ ἄνθρωπος, τότε βοηθεῖται πολὺ νὰ συνειδητοποιήσει τὴν ἀδυναμία του, νὰ δεῖ τὴ ματαιότητα τοῦ ­παρόντος κόσμου, τὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας. Τότε ἀναζητᾶ τὸν Θεό, τὸ μόνο ἀληθινὸ ­στήριγμα τοῦ ἀνθρώπου.
   Ὁ ἀληθινὰ πιστὸς εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς θλίψεις ποὺ παραχωρεῖ, ὄχι διότι δὲν πονάει καὶ ὑποφέρει σ᾿ αὐτές, ἀλλὰ διότι πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν κάνει λάθη, εἶναι πάνσοφος καὶ ἀλάθητος παιδαγωγός. Διότι ἀκόμη ἔχει αὐτογνωσία, συν­αισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ὅτι ἔχει ἀνάγκη αὐστηρότερης παιδαγωγίας. Καὶ τέλος, διότι ὄχι μόνο λόγῳ τῆς πίστεώς του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπική του πείρα ἔχει διαπιστώσει ὅτι ἡ θλίψη γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἀγωνισθεῖ περισσότερο, νὰ συνδεθεῖ στενότερα μὲ τὸν Κύριο. Γνωρίζει ὅτι ἡ θλίψη δίνει πολὺ εὐλογημένο καρπό: τὴ μετάνοια, τὸν καταρτισμό, τὸν ἁγιασμό του. Ὁ ἀληθινὰ θεοσεβὴς εὐγνωμονεῖ τὸν Θεό, ὅπως ὁ ἀσθενὴς τὸν γιατρὸ γιὰ τὴν ἀγωγὴ ποὺ τοῦ ἀσκεῖ (π.χ. ἐγχείρηση, αὐστηρὴ δίαιτα…). Ὀδυνηρὴ ἀγωγή, ποὺ ὅμως σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο.
   Συνεπῶς καὶ οἱ θλίψεις δίνουν τελικὰ παρηγοριὰ στὴν ψυχή μας. Ὑπὸ ἕναν ὅρο: νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε καὶ νὰ μὴν ὀλιγοψυχοῦμε ὅταν ἔρχονται· ἀλλὰ νὰ τὶς ὑπομένουμε μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ πίστη, παραδομένοι στὴν παιδαγωγούσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ διαπιστώ­σουμε πόσο μᾶς ὠφελοῦν. Τότε ἡ ψυ­χή μας, φορτωμένη πνευματικοὺς καρπούς, αὐθόρμητα θὰ ἀναπέμπει εὐχαριστία στὸν Κύριο καὶ γιὰ τὰ δυσάρεστα, ἐπαναλαμβάνοντας μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη: «Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν».