Ἡ προσποίηση τοῦ Κυρίου

   Στὴν τόσο γλαφυρὴ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ γιὰ τὴν πορεία τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς δύο μαθητές Του πρὸς Ἐμμαοὺς τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεώς Του (βλ. Λουκ. κδ΄ 13-34), ὑπάρχει καὶ μία λεπτομέρεια ποὺ ἐνδεχομένως νὰ περνᾶ ἀπαρατήρητη σὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση τοῦ περιστατικοῦ. Ἐντούτοις, ἂν κανεὶς ἐμβαθύνει στὸ κρυμμένο της νόημα, μπορεῖ νὰ ἀντλήσει πολὺ μεγάλη ἐνίσχυση γιὰ τὸν καθημερινό του ἀγώνα. Ἐπιπλέον θὰ διαπιστώσει γι’ ­ἀκόμα μιὰ φορὰ καὶ θὰ θαυμάσει τοὺς τρόπους καὶ τὰ μέσα, ποὺ μετέρχεται ὁ Θεὸς προκειμένου νὰ μᾶς σώσει.
   Περιγράφει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς τὴν πορεία τῶν δύο μαθητῶν πρὸς τὸ χωριὸ αὐτό, ποὺ ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὰ ἕνδεκα χιλιόμετρα. Κατηφεῖς καὶ δύσθυμοι προχωροῦν, μέχρι ποὺ τοὺς πλησιάζει ὁ Κύριος καὶ ἀρχίζει μαζί τους διάλογο, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουν. Τοῦ ἐκθέτουν ὅμως τὴ συνοχὴ τῆς ψυχῆς τους γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Διδασκάλου τους, κι Ἐκεῖνος ἀρχίζει νὰ τοὺς ὁμιλεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐξηγεῖ τὶς Γραφές. Οἱ καρδιὲς τῶν μαθητῶν ἤδη παίρνουν νὰ θερμαίνον­ται μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦν· νὰ θερμαίνονται καὶ νὰ ἀναθαρροῦν…
   Κάποια στιγμὴ ἔφτασαν σ’ ἕνα σταυροδρόμι. Οἱ μαθητὲς θὰ ἔστριβαν γιὰ τὸ χωριό, ἐνῶ ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι θὰ συν­έχιζε. «Καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρω­τέρω πορεύεσθαι» (στίχ. 28).
   Προσποιήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἄραγε; Μήπως ἔχουμε ἐδῶ νά κάνουμε μὲ ὑ­­ποκρισία ἐκ μέρους Του; Καὶ πῶς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἀπὸ ἠθικῆς – πνευματικῆς ἀπόψεως;
 Κατʼ ἀρχὰς ἡ προσποίηση τοῦ Κυρί­ου ἦταν τελείως ἀντίθετη μὲ τὶς συνη­­θι­­σμένες δικές μας προσποιήσεις. Διότι ἐ­μεῖς προσποιούμαστε συνήθως τὴν προτίμησή μας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, τὴ θέληση καὶ ἐπιλογή μας νὰ εἴμαστε μαζί του, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου του ἐκ μέρους μας, ἐνῶ στὴν πρα­γματικότητα τρέφουμε ἀντίθετα αἰσθήματα ἀπέναντί του: ἀπόρριψη καὶ διάθεση ἀπαλλαγῆς μας ἀπὸ τὴν πα­ρουσία του. Ἐδῶ ὁ Κύριος προβαίνει στὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη προσ­ποίηση: Δείχνει ὅτι ἐπιλέγει νὰ τοὺς ἀποχωρι­στεῖ, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα θέλει νὰ μείνει μαζί τους.
   Ἐπιπλέον – καὶ τὸ σημαντικότερο – μὲ τὴν προσποίησή Του ὁ Κύριος ἐπεδίωκε νὰ φανερωθεῖ ἂν οἱ μαθητὲς Τὸν ἤθελαν μαζί τους ἢ ὄχι. Ἂν δηλαδὴ δὲν ἐξέφραζαν τὴ διάθεση νὰ Τὸν κρατήσουν κοντά τους, θὰ τοὺς ἀποχωριζόταν πραγματικά. Ἂν δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἄλλο τὴν παρουσία Του, ποτὲ ὁ Κύριος δὲν θὰ τοὺς τὴν ἐπέβαλλε διὰ τῆς βίας καὶ τοῦ καταναγκασμοῦ. Εἶναι σταθερὴ ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ σέβεται πάντοτε τὴν ἐλευθερία μας καὶ ποτὲ νὰ μὴ μᾶς ἐπιβάλλεται πιεστικά, ἐὰν ἡ παρουσία Του στὴ ζωή μας μᾶς εἶναι φορτικὴ καὶ ἀνεπιθύμητη.
   Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀντιτείνει ὅτι ὡς Θεὸς γνώριζε ἂν οἱ μαθητὲς Τὸν ἤθελαν κοντά τους ἢ ὄχι. Γιατί λοιπὸν κατέφυγε στὴν προσποίηση;
   Διότι ἀκριβῶς ἤθελε νὰ τοὺς παρωθήσει νὰ ἐκδηλώσουν τὴ διάθεσή τους νὰ παραμείνει μαζί τους. Ἡ ἐκδήλωση αὐτὴ ἐκ μέρους τους θὰ τόνωνε ἀκόμα πιό πολὺ τὴ θέρμη τῶν ­αἰσθημάτων τους πρὸς Ἐκεῖνον καὶ θὰ προετοίμαζε τὸ ἐσωτερικό τους, θὰ τὸ προδιέθετε εὐνοϊκὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση στὴν ὁποία ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ προβεῖ ἐνώπιόν τους. Καὶ πράγματι, οἱ μαθητὲς ἔτσι ἐκδηλώθηκαν ἀπέναντί Του: θερμά, δυναμικά. ­«Παρεβιάσαντο αὐτόν» (στίχ. 29), Τὸν ἐξεβίασαν νὰ μείνει μαζί τους. Αὐτὸ ἤθελε καὶ ὁ Διδάσκαλος.
   Τὴν ἴδια ἀκριβῶς συμπεριφορὰ ἔδειχνε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη πρὸς ἀγαπητά Του πρόσωπα. Στὸν Ἰακώβ ἔλεγε: «Ἄφησέ με νὰ φύγω, γιατὶ ἤδη ξημερώνει»· γιὰ νὰ Τοῦ πεῖ ὁ Ἰακώβ: «Δὲν σὲ ἀφήνω, ἂν πρῶτα δὲν μὲ εὐλογήσεις» (Γεν. λβ΄ [32] 26).
   Καὶ τὸν Μωυσῆ παρακαλοῦσε: «Ἄφησέ με καὶ μὴ μὲ ἐμποδίζεις νὰ ἐξοντώσω τὸν λαὸ αὐτὸ ποὺ τόσο μὲ παροργίζει μὲ αὐτὰ ποὺ κάνει» (εἶχαν κατασκευάσει οἱ Ἰσραηλίτες τὸ χρυσὸ μοσχάρι καὶ τὸ προσκυνοῦσαν γιὰ Θεό) (Ἐξ. λβ΄ [32] 9). Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ σκεφθεῖ: Ὁ Θεὸς νὰ ζητᾶ ἄδεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν Τοῦ δίνει! Οὐσιαστικά, μὲ τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε στὸ Μωυσῆ ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: «Ἐμπόδισέ με, Μωυσῆ, γιὰ νὰ μὴν κάνω αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀξίζει νὰ πάθουν». Κινοῦσε τὸν δικό Του ἄνθρωπο σὲ εὐτονία, προσευχὴ δυνατή!
   Καταλαβαίνεις αὐτό, ἀδελφέ μου, τί σημαίνει γιὰ τὴ δική σου ζωή; Κάποτε ἴσως νὰ νομίζεις ὅτι ὁ Θεὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ θέμα ποὺ σὲ ἀπασχολεῖ· σὰ νὰ δείχνει ὅτι τὸ ἀντιπαρέρχεται, ὅτι ἀπομακρύνεται. Κινήσου σὲ προσευχὴ μὲ μεγαλύτερη ὁρμή.
   Παρακάλεσέ Τον θερμά, ­ἱκετευτικά. Θέλει σὰν τοὺς μαθητές Του νὰ Τὸν ἐ­ξ­αναγκάσεις («παρεβιάσαντο ­αὐ­τόν»). Δὲν ἐπιθυμεῖ κι Αὐτὸς κάτι διαφορε­τικό. Δὲν θέλει νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ σένα. «Προσποιεῖται». Γιὰ νὰ ­γίνεις ἐσὺ πιὸ θερμός, πιὸ δυνατὸς στὴν πίστη. Πιὸ κον­τά Του. Πιὸ δικός Του. Γιὰ νὰ Τοῦ ζητήσεις, ὅπως οἱ μαθητές: «Μεῖνον μετ’ ἐμοῦ, Κύριε».
   Καὶ θὰ μείνει. Γιατὶ τί ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ κι ὁ Ἴδιος νὰ ἐπιθυμεῖ;