Ὁ ἅγιος μάρτυς Ρωμανὸς ὁ διάκονος καὶ τὸ ἅγιον νήπιον

   Ὁ ἅγιος Ρωμανὸς ὁ διάκονος ἀνήκει στοὺς μάρτυρες τοῦ 4ου αἰώνα. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, καὶ διακονοῦσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Καισάρειας μὲ πολλὴ σύνεση καὶ φόβο Θεοῦ.
   Τὸ 303 ξέσπασε ἡ λαίλαπα τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸν σκληρὸ ­αὐτοκράτορα Διοκλητιανό. ­Πολλοὶ χριστιανοὶ τότε πότι­­σαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους τὸ δέν­δρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ ἄλλοι ποὺ δείλια­σαν. Στὴν ­Ἀντιόχεια ὑπῆρ­ξαν χριστιανοὶ ποὺ ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους. Ὁ ­Ρωμα­νός – ποὺ ­­συνέπεσε τότε νὰ βρίσκεται στὴν Ἀν­τιόχεια – μὲ φλογε­ρὰ ­κηρύγματα ἐνίσχυ­σε τοὺς πιστοὺς καὶ ἐ­­­πετίμησε τοὺς ἀρνητές. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Ρω­μανοῦ θεω­ρήθηκε προκλητικὴ ἀνυπακοὴ πρὸς τοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ἔτσι ὁ εἰδωλολάτρης ἔπαρχος τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ ἀνάκριση.
   Ἐκεῖ ὁ Ρωμανὸς ὕψωσε τὴ φωνή του καὶ ἀπέδειξε μὲ δυνατὰ ἐπιχειρήματα τὴ «μωρία» τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Γιὰ νὰ γίνει πιὸ πειστικός, εἶπε στὸ δικαστὴ νὰ φέρουν ἐκεῖ μπροστά τους ἕνα παιδί, ὅποιο ἤθελαν. Ὁ δικαστὴς συμφώνησε. Ἔτρεξαν λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι του στὴν ἀγορά, ἐκεῖ ὅπου κυκλοφοροῦσε πλῆθος κόσμου, καὶ ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς δίκης μιὰ μάνα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια της ἕνα νήπιο. Τότε ὁ Ρωμανός, ἀπευθυνόμενος στὸ ἀ­θῶο νήπιο, τὸ ρώτησε:
   –Πές μου, καλό μου παιδί, ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, στὸν ἕνα Θεὸ ποὺ πιστεύουν οἱ χριστιανοί, ἢ στοὺς πολλοὺς θεοὺς ποὺ λατρεύουν οἱ εἰδωλολάτρες;
   Τότε τὸ ἄκακο νήπιο ὁμολόγησε μὲ τὴ λεπτὴ φωνούλα του καὶ εἶπε:
   –Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν.
   Ἡ ὁμολογία τοῦ ἀθώου μικροῦ νηπίου κατέπληξε ὅλους καὶ καταντρόπιασε τὸν δικαστή. Τότε ὀργισμένος παρέ­δω­σε τὸ ἄκακο παιδάκι στὰ βασανι­στή­ρια μπροστὰ στὰ μάτια τῆς ­μητέρας του. Τὸ παιδὶ ἄντεχε καὶ ­ὑπέμενε μὲ καρτερία ὅσα ὁ θηριώδης νοῦς τοῦ δικαστῆ ἐμπνεύσθηκε νὰ κάνει γι’ αὐτό. Κάποια στιγμὴ τὸ μικρὸ δίψασε. Ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν λίγο νεράκι. Καὶ ἡ ἀνδρεία πιστὴ μητέρα του τοῦ εἶπε:
   –Παιδί μου, μὴν πιεῖς ἀπὸ τὸ πρόσ­καιρο αὐτὸ νερό. Κάνε ὑπομονή, καὶ ὁ Χριστὸς σύντομα σοῦ ἑτοιμάζει νὰ πιεῖς τὸ ἀθάνατο καὶ ζωντανὸ νερὸ στὴν οὐ­ράνια Βασιλεία Του.
   Τὸ παιδὶ ὑπάκουσε. Καὶ ὑπέμεινε τὴ δίψα καὶ τὰ βασανιστήρια μὲ χαρά. Ἔ­­­πειτα ἀπὸ λίγη ὥρα ὁ χαιρέκακος δήμιος ἀπέκοψε μὲ τὸ ξίφος τὸν αὐχένα τοῦ νηπίου ἀφήνοντάς το νεκρὸ καὶ λουσμένο στὰ αἵματα τοῦ λαμπροῦ μαρτυρίου του!
   Στὴ συνέχεια ἀκούσθηκε ἡ καταδικα­στικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν Ρωμανό, ποὺ ἦταν «θάνατος διὰ πυρᾶς». Ὅταν ἔ­­­φθασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, βλέπον­τας τὸν σωρὸ μὲ τὰ ξύλα, ρώτησε τὸν δήμιο:
   –Ποῦ εἶναι ἡ φωτιά, στὴν ὁποία θέλετε νὰ μὲ ρίξετε;
   Λυπήθηκε ὅμως, ὅταν ἄκουσε πὼς τὸ μαρτύριό του ἀναβλήθηκε, γιατὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπικυρώσει ὁ αὐτοκράτορας, ἐπειδὴ βρισκόταν ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν πόλη τους. Ὁ σκληρὸς τύραννος προτίμησε ἀντὶ γιὰ τὴν πυρὰ νὰ τιμωρήσει διαφορετικὰ τὸν διάκονο Ρωμανό. Διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλώσσα, γιὰ νὰ πάψει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως συνέβη κάτι τὸ παράδοξο. Μετὰ τὴν ἀποκοπὴ τῆς γλώσσας του ὁ Ρωμανὸς συνέχισε χωρὶς καμία δυσκολία νὰ ὁμιλεῖ φυσιολογικὰ καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό!
   Ἀπογοητευμένος ὁ αὐτοκράτορας διέταξε – μετὰ τὸ παράδοξο αὐτὸ θαῦμα – νὰ φυλακίσουν προσωρινὰ τὸν μάρτυρα, γιὰ νὰ σταματήσει κάθε θόρυβος γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Ἔγκλειστος ὁ διάκονος Ρωμανὸς καὶ προσευχόμενος περίμενε μὲ εἰρήνη ὅποιο τέλος ἐπεφύλασσε ὁ Θεὸς γι’ αὐτόν. Οἱ μέρες περνοῦσαν χωρὶς ἄλλες ἀνακρίσεις καὶ μαρτύρια.
   Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀκούσθηκαν παν­ηγυρισμοί. Ἑόρταζε ὁ ­αὐτοκράτορας. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ ρωμαϊκὰ ­ἔθι­μα, ἐλευθερώνονταν ὅλοι οἱ κατάδικοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν φυλακῶν σὲ ὅλη τὴν ἐ­­­­­­­πικράτεια τῆς ­αὐτοκρατορίας. Ὅλοι λοι­πὸν οἱ κρατούμενοι, ἀνάμεσά τους καὶ οἱ ἔγκλειστοι τῆς φυλακῆς τῆς ­Ἀντιό­χειας, ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Ἐκτὸς ἑνός! Τοῦ Ρωμανοῦ, ποὺ κρυφὰ στραγγάλισαν οἱ ἀναιδεῖς καὶ πονηροὶ εἰδωλολάτρες μέσα στὸ κελλί του. Καὶ ἔτσι ἀπὸ τὸ κελλὶ τῆς σκλαβιᾶς ἡ ψυχὴ τοῦ διακόνου Ρωμανοῦ πέταξε ἐλεύθερη στὸν ὁλόφωτο οὐρανὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ διακονεῖ ἐκεῖ αἰώνια τὸν Κύριο τῆς δόξης μὲ τοὺς φωτοειδεῖς ἁγίους Ἀγγέλους.
   Στὶς 18 Νοεμβρίου ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ μὲ εὐλάβεια τὴ μνήμη «τοῦ ἁ­­­γίου μάρτυρος διακόνου Ρωμανοῦ καὶ τοῦ ἁγίου νηπίου τοῦ ὁμολογήσαντος τὸν Χριστόν». Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύ­ριο νὰ ἀναδεικνύει μητέρες μὲ φλογι­σμένη πίστη σὰν τὴ μητέρα τοῦ ἁγίου νηπίου, γιὰ νὰ μεταλαμπαδεύουν στὰ μικρά τους παιδιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐ­αγγελίου μὲ πιστότητα· καί, ἂν ὁ Κύριος θελήσει, νὰ τὰ ὁδηγήσουν μὲ χαρὰ μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἂς παρακαλοῦμε ἀ­­­κόμη τὸν Κύριο νὰ ἀναδεικνύει διακόνους καὶ ἱερεῖς τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου μὲ πύρινο ζῆλο σὰν αὐτὸν τοῦ διακόνου Ρωμανοῦ, γιὰ νὰ στερεώνουν τὰ βήματα τοῦ κλονισμένου λαοῦ στὸ δρόμο τῆς πίστεως, γινόμενοι πρῶτοι αὐτοὶ πρότυπα θυσίας, ὥστε νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοῦ.