Μιὰ εἰκόνα… μιὰ πραγματικότητα…

   Στὰ τέλη τοῦ 404 μ.Χ. στὴν Κουκου­σὸ τῆς Ἀρμενίας, ἀπὸ τὴ μακρινὴ ἐξορία ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει μιὰ ἀκόμη ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἁγία διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, τὴν πιστὴ συν­εργάτιδά του στὸ φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο.
   Ἡ ἀναταραχὴ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ ἀτελείωτες ἀδικίες, οἱ συνεχεῖς συκοφαν­τίες ἐναντίον τοῦ ­Ἀρχιεπισκόπου καὶ πνευματικοῦ της πατέρα ­Χρυσοστόμου ἔχουν λυγίσει τὴν πίστη της, ἔχουν μαράνει τὸν ζῆλο της, ἔχουν κλονίσει ἀκόμη καὶ τὴν ὑγεία της. Σὰν ἄνθρωπος ἡ ἁγία Ὀλυμπιὰς δοκιμάσθηκε, σκαν­δαλίσθηκε πολὺ ἐκείνη τὴν περίοδο μὲ τὰ ὅσα συνέβαιναν. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν ἐπιστολή του αὐτὴ νὰ στηρίξει πνευματικὰ τὴν ψυχή της καὶ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές της.
   Θέλοντας νὰ περιγράψει τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε, μὲ τὸν χρυσό του λόγο «ζωγραφίζει» τὴν παρακάτω εἰκόνα. Λέγει χαρακτηριστικά:
   «…κι ἂν θέλεις, θὰ σοῦ ­περιγράψω καὶ μιὰ εἰκόνα τῶν ὅσων συμβαίνουν, ὥστε νὰ σοῦ καταστήσω σαφέστερη τὴν τραγωδία. Βλέπω θάλασσα ποὺ μαίνεται ἀπὸ παντοῦ, ποὺ ἀναμοχλεύεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἄβυσσο κάτω, ναυτικοὺς ποὺ τὰ ­πτώματά τους ἐπιπλέουν στὰ ὕδατα, ἄλλους ποὺ εἶναι βυθισμένοι· βλέπω τὰ σανίδια τῶν πλοίων διαλυμένα, τὰ πανιὰ ­ξεσχισμένα, τοὺς ἱστοὺς σπασμένους, τὰ κουπιὰ πεσμένα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ναυτῶν, τοὺς κυβερνῆτες νὰ κάθονται, ἀντὶ στὰ τιμόνια, ἐπάνω στὰ καταστρώματα μὲ τὰ χέρια πλεγμένα στὰ γόνατα, νὰ κλαῖνε ἀπὸ ἀμηχανία μπροστὰ στὰ γινόμενα, νὰ “ὀλολύζουν”, νὰ θρηνοῦν, νὰ “ὀλοφύρονται” μόνο.
   Καὶ δὲν φαίνεται οὐρανὸς οὔτε πέλαγος, ἀλλὰ σκοτάδι παντοῦ βαθὺ καὶ ἀ­­­­φεγγὲς καὶ ζοφερό, ποὺ δὲν ­ἐπιτρέπει οὔτε τοὺς κοντινοὺς νὰ δεῖς, ­δυνατὸς ­πάταγος τῶν κυμάτων καὶ θηρία ­θα­λάσσια ἐπιτιθέμενα ἀπὸ παντοῦ ἐναν­τίον τῶν ἐπιβατῶν. Ὅποια εἰκόνα τῶν πα­ρόντων κι ἂν ἀναζητήσω, ὁ ­λόγος ἀναχωρεῖ νικημένος ἀπὸ τὰ κακά».
   Δὲν κάνει ὅμως μόνο περιγραφὴ τοῦ κακοῦ ὁ ἱερὸς Πατήρ· δίνει καὶ τὶς ἀπαραίτητες κατευθύνσεις, τὴν ­πραγματικὴ λύση τῶν δεινῶν ποὺ τὸν περιβάλλουν:
   «Ἀλλʼ ὅμως, ἂν καὶ τὰ γνωρίζω αὐτά, δὲν ἀπογοητεύομαι ἀπέναντι στὴν καλύτερη ἐλπίδα, σκεπτόμενος τὸν κυβερνήτη αὐτοῦ τοῦ σύμπαντος, ὁ ὁ­­­­­­ποῖος δὲν κατανικᾶ τὴν τρικυμία μὲ τὴν τέχνη, ἀλλὰ διαλύει τὴν ταραχὴ μ’ ἕ­­­να νεῦμα…».
   «Μὴ τοίνυν ἀναπέσῃς, παρακαλῶ. Ἓν γάρ ἐστιν, Ὀ­­­­­λυμπιάς, φοβερόν, εἷς πειρασμός, ἁμαρτία ­μόνον». Μὴν ἀ­­­­­­πελ­πισθεῖς λοιπόν, παρακαλῶ. ­Διότι, ­Ὀλυμπιάς, ἕνα εἶναι τὸ φοβερό, ἕνας ὁ ­πειρασμός, ἡ ἁμαρτία μό­­νο. Καὶ δὲν ἔπαυσα νὰ σοῦ ­ψάλλω ­συνεχῶς αὐτὸ τὸν λόγο.
   Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μύθος, εἴτε ἐπιβουλὲς ἀναφέρεις, εἴτε ἀπέχθειες, εἴτε δόλους, εἴτε ­συκοφαντίες, εἴτε λοιδορίες, εἴτε κατηγορίες, εἴτε δημεύσεις, εἴτε ἐξορίες, εἴτε ξίφη ἀκονισμένα, εἴτε πέλαγος, εἴτε τὸν πόλεμο ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτά, εἶναι πράγματι πρόσκαιρα καὶ φθαρτά, ­συμβαίνουν στὸ θνητὸ σῶμα καὶ δὲν παραβλάπτουν τὴν ψυχή» (Πρὸς Ὀλυμπιάδα ἐπιστολὴ Ζ΄, ΕΠΕ 37, 366).
   Μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παρομοιώσεις, τὶς ὁποῖες ἡ ἄφθαστη εὐγλωττία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου μᾶς ἄφησε. Μία εἰκόνα τόσο ζωντανή, τόσο ἀληθινή, τόσο ἐπίκαιρη.
   Μιὰ εἰκόνα…. Μιὰ πραγματικότητα…
   Μήπως δὲν ταιριάζει καὶ στὴ δική μας ἐποχή; Μήπως δὲν φωτογραφίζει καὶ τὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν κόσμο γύρω μας;
   Ἡ πιὸ κατάλληλη εἰκόνα γιὰ νὰ περιγράψει τὴ δική μας τρικυμία. Μιὰ θάλασσα ταραγμένη ἡ ἐποχή μας, μὲ δυνατοὺς ἀνέμους καὶ μὲ πελώρια κύματα ἕτοιμα νὰ μᾶς πνίξουν. Παντοῦ σκοτάδι, λύση δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει. Ἀναστατωμένος ὁ κόσμος, ἀδικημένος, πληγωμένος, προδομένος, ἀγανακτισμένος. Ἡ ἀπογοήτευση ζωγραφισμένη στὰ πρόσωπα ὅλων.
   Εἶναι ἀνάγκη ἡ χρυσοστομικὴ φωνή του νʼ ἀκουσθεῖ καὶ σήμερα. Ἡ φωνὴ τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ ἁγίου Ἱεράρχη, ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ στηρίξουμε τὴν ἐλπίδα μας στὸν Κύριο καὶ κυβερνήτη τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς μας καὶ μόνο σ’ Αὐτόν. Ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ περιμένουμε νὰ δώσει τὴ λύση στὴν κρίση τῆς ἐποχῆς μας. Διότι μόνο Ἐκεῖνος μ’ ἕνα Του νεῦμα μπορεῖ νὰ καταπραΰνει τὴν τρικυμία, νὰ παύσει τοὺς ἀνέμους, ν’ ἀνακουφίσει καὶ νʼ ἁπαλύνει τὸν πόνο μας. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ προσέχουμε καὶ ν’ ἀποφεύγουμε ἕνα πράγμα, τὴν ἁμαρτία!