Ο ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΟΙΞΕ!

   Βγῆκε μελαγχολική ἀπʼ τήν Ἐκκλησία ἡ Ἤλια μετά τήν ἐπικοινωνία της μέ τόν Πνευματικό. Μόλις ἔφτασε σπίτι, δικαιολογήθηκε στούς γονεῖς της πώς εἶχε πονοκέφαλο καί βαρύ πρόγραμμα γιά τήν ἄλλη μέρα κι ἀποσύρθηκε στό δωμάτιό της.

   Ἄχ… τί ταραχή κι ἀνησυχία νιώθει μέσα της… Σάν νά ἔπεσε πάνω της βαριά πέτρα, λιθάρι ἀσήκωτο καί δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖ. Καί γνωρίζει τήν αἰτία. Δέν κρύβεται ἀπό τόν ἑαυτό της. Ναί, σήμερα δέν ἦταν ἀπόλυτα εἰλικρινής, ὅπως ἄλλοτε, στήν Ἐξομολόγηση. Πέρασε ἕνα καλοκαίρι, παρασύρθηκε, σκόνταψε, ἔπεσε. Ἔκανε πράγματα πού δέ φανταζόταν, οὔτε καί ἤθελε. Ἔφταιγε ἡ παρέα ἤ ὁ ἑαυτός της καί ἡ ἐμπιστοσύνη πού εἶχε στίς ἀντιστάσεις της περισσότερο; Πάντως τσαλακώθηκε ἡ ψυχή της. Καί σήμερα, πού μετά ἀπό καιρό ἀποφάσισε νά μιλήσει ἀνοιχτά στόν Πνευματικό, δέν τά κατάφερε. Δείλιασε, μάσησε τά λόγια της καί τέλος δέν ἐλευθερώθηκε, δέν ἠρέμησε. Τί κρίμα…
   Γνώριζε τό ἐνδιαφέρον καί τή φροντίδα τοῦ π. Ἰωάννη πολύ καλά. Μέ πατρική ἀγάπη καί στοργή ἦταν πλάι της στούς ἀγῶνες, τά προβλήματα καί τίς ἀπορίες της χρόνια τώρα. Γιατί λοιπόν δίστασε σήμερα; Τά ᾽βαλε μέ τόν ἑαυτό της. Μά καί πάλι δέν ἔπαιρνε τήν ἀπόφαση νά ἐπανέλθει. Πῶς θά τά ἀκούσει; Τί θά πεῖ γιά τά λάθη πού οὔτε ἡ ἴδια πιστεύει πώς ἔκανε; 

   Ἔκλεισε τά βιβλία ἀνόρεχτα. Μήπως εἶχε καταλάβει καί τίποτε ἀπʼ ὅσα τάχα διάβαζε τόση ὥρα; Πάλευε… Ἔπεσε γιά ὕπνο, μά δέν μποροῦσε νά κλείσει μάτι.
……………………..…………
   Πέρασαν τρεῖς, τέσσερις μέρες καί δέν ἔλεγε νά κοπάσει ἡ τρικυμία μέσα της. Δέν ἡσύχαζε ἡ συνείδησή της. Μήπως δέν τά γνωρίζει ὅλα ὁ Χριστός, σκέφτηκε προχθές… Μήπως καί ὁ π. Ἰωάννης εἶχε καταλάβει τήν ἀμηχανία της, τή δυσκολία της; Τά λόγια του στό τέλος μήπως ἔδειχναν αὐτό ἀκριβῶς; Εἶχε πείρα καί φωτισμό. «Ἤλια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὠκεανός, πού μέσα του σβήνουν ὅλες οἱ φωτιές πού καῖνε στήν καρδιά μας καί μᾶς ταλαιπωροῦν. Σέ περιμένω ὅποτε θέλεις», τῆς εἶπε.
   Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἦρθαν στό νοῦ της αὐτές τίς μέρες καί οἱ συζητήσεις πού ἔκαναν στήν κατασκήνωση μέ τήν ὁμάδα τους. Ἐκεῖνα τά λόγια τῆς ὁμαδάρχισσάς τους γιά τό μεγάλο λιθάρι πού στεκόταν ἐμπόδιο στίς Μυροφόρες γυναῖκες προκειμένου νά ἀλείψουν μέ ἀρώματα τό Πάνσεπτο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στόν τάφο Του… «Ὁ πόθος τους, παιδιά, ἀμείφθηκε», ἔκλεισε τή συζήτησή τους ἐκεῖ κάτω ἀπό τά πεῦκα τό τελευταῖο ἀπόγευμα. «Ὅταν ἔφτασαν στό μνημεῖο, εἶδαν μέ ἔκπληξη ὅτι ὁ λίθος εἶχε παραμεριστεῖ. Στό ἀνθρώπινο ἀδιέξοδο ἄνοιξε δρόμο ὁ Θεός μέ τόν Ἄγγελό Του. Αὐτή εἶναι καί ἡ θέση τοῦ Πνευματικοῦ στή ζωή μας. Μέ τή χάρη
καί τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, νά σηκώνει, νά παραμερίζει τά ἐμπόδια –θλίψεις, λάθη, πτώσεις, ἀδυναμίες– πού πᾶνε νά μᾶς κρύψουν τόν Χριστό, πού πᾶνε νά μᾶς χωρίσουν ἀπό τόν Χριστό. Ἄς μή δειλιάζουμε τότε, παιδιά. Ὁ «ἄγγελος», ὁ Πνευματικός μας Πατέρας δηλαδή, διώχνει τήν ἀπόγνωση, μᾶς ἐλευθερώνει τό δρόμο γιά τόν Χριστό».
   Βάλσαμο ἦρθαν στήν ψυχή της οἱ νωπές ἀναμνήσεις τῆς κατασκήνωσης. Λοιπόν τό ἀποφάσισε ἡ Ἤλια, κι αὐτή τή φορά χωρίς πισωγυρίσματα!
…………………………………..
   Ἀνάσα βαθιά! Ἀέρας ἐλευθερίας! Αἴσθημα λύτρωσης ἔνιωσε βγαίνοντας ἀπό τό Ἐξομολογητήριο σήμερα τό ἀπόγευμα. Ἀποτραβήχτηκε στό δωμάτιό της ὅμως γιά νά δοξάσει τόν Θεό, αὐτή τή φορά μέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς. Νά Τοῦ πεῖ τό ὁλόθερμο «εὐχαριστῶ» της γιά τόν «ἄγγελο», τόν Πνευματικό της, πού ἀποκύλισε τόν λίθο ἀπʼ τήν ψυχή της. Νά Τοῦ πεῖ τό πηγαῖο «εὐχαριστῶ» της, γιατί στόν ὠκεανό τῆς ἀγάπης Του ἔσβησε ἡ φωτιά πού ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή της.

ε.π.