Κάποτε καταράστηκε μιὰ συκιά, κι αὐτὴ ξεράθηκε. Ἄλλοτε πῆρε τὸ μαστίγιο κι ἔδιωξε τοὺς ἀσεβεῖς ἐμπόρους ἀπὸ τὸν οἶκο του Θεοῦ. Καὶ σ’ ἄλλη περίσταση ἔστειλε τὰ δαιμόνια στοὺς χοίρους, κι αὐτοὶ πνίγηκαν στὴ λίμνη. Χαρακτηριστικότερα ἀκόμη στοὺς καιροὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Θεὸς τιμωροῦσε παραδειγματικὰ τὸ κακό, μὲ ἀποκορύφωμα βέβαια τὸν Κατακλυσμὸ τοῦ Νῶε καὶ τὴ συνταρακτικὴ καταστροφὴ τῶν διεστραμμένων πόλεων Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Εἶναι λοιπὸν αὐστηρός; Εἶναι ἄκαμπτος ἐπιτηρητὴς τῆς τάξεως στὸν κόσμο καὶ ἀδέκαστος τιμωρὸς τοῦ κακοῦ;
Ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος. Ἡ δικαιοσύνη Του ὅμως δὲν μοιάζει μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι, ἀποδίδοντας δικαιοσύνη, καὶ λάθη κάνουμε καὶ τὰ κίνητρά τους συχνὰ εἶναι ἐκδικητικά. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος ἀπὸ ἀγάπη. Ἡ δικαιοσύνη Του ἀποτελεῖ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης Του. «Τιμωρεῖ» μὲ ἀγάπη. Ἐλέγχει κινούμενος ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη. Δοκιμάζει μὲ πειρασμοὺς τὸν ἄνθρωπο πάντα ἀπὸ ἀγάπη. Ὅταν οἱ ἁμαρτίες μας συσσωρεύονται ὑπερβολικά, δικαίως μᾶς ἐγκαταλείπει σεβόμενος τὴν ἐλευθερία μας. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ «δικαία τοῦ Θεοῦ ἐγκατάλειψις διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀπείθειαν» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)1 ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης Του εἶναι. Ὄχι μόνο διότι γίνεται ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ καὶ διότι πάντοτε ἀποβλέπει στὸ καλό μας, στὴ σωτηρία μας.
Τὸ πρόβλημα βέβαια εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ συσσώρευση ἁμαρτιῶν ποὺ ἀντιστέκεται πεισματικὰ στὸν ὠκεανὸ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ· «οὐδεὶς φιλανθρωπότερος τοῦ Θεοῦ ἀλλ’ οὐ θέλει ἐλεῆσαι· ἀντιστήκει γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων ἁμαρτιῶν» (Ὅσιος Βαρσανούφιος, ἀπόκρισις φξθ΄).
Ἡ συσσώρευση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν τόπο μας ἔχει τὸν τελευταῖο καιρὸ αὐξηθεῖ πολύ. Ἐκρηκτικὴ ἡ αὔξηση. Ἕνα εἶδος μανίας. Οἱ πιστοί, ἔχοντας εὐαισθητοποιημένα τὰ πνευματικά τους αἰσθητήρια, ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ τόπος ἔχει ἤδη εἰσέλθει σὲ περίοδο μεγάλου πειρασμοῦ καὶ δικαίως ἀνησυχοῦν. Ἀνησυχοῦν γιὰ τοὺς ἴδιους, γιὰ τὰ παιδιά τους, τοὺς δικούς τους, τὴν πατρίδα, τὸν κόσμο γενικότερα.
Τὰ ἐρωτήματα τοὺς πιέζουν ἀσφυκτικά: Τί πρόκειται νὰ συμβεῖ; Τί θὰ γεννήσει ἡ αὐριανὴ μέρα; Σὲ ποιὸν κόσμο θὰ ζήσουν τὰ παιδιά μας; Θὰ γίνει πόλεμος; Θὰ πάρουμε πίσω αὐτὰ ποὺ χάσαμε ἢ θὰ χάσουμε κι αὐτὰ ποὺ ἔχουμε; Ζοῦμε στοὺς ἔσχατους καιρούς; Κι ἂν ναί, πόσο κοντά μας εἶναι οἱ μεγάλοι πειρασμοί;
Ὅλα αὐτὰ κι ἄλλα ἀκόμη, ἐρωτήματα βασανιστικὰ καὶ ἀδυσώπητα, τοὺς κυκλώνουν μέρα-νύχτα «ὥσπερ μέλισσαι κηρίον», σὰν πολύβουο μελίσσι γύρω ἀπὸ τὴν κυψέλη. Οἱ δὲ ποικίλες σ᾿ αὐτὰ ἀπαντήσεις ἐπιτείνουν τὴ σύγχυση, τὰ ἐπιδεινώνουν.
Ὅμως ἐδῶ εἶναι ὁ πόλεμος.
Ἡ μάχη πρέπει νὰ δοθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα. Καὶ πρέπει νὰ δοθεῖ μέσα στὴ σύγχυση. Μάχη πίστεως! Πίστεως στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πίστεως ὅτι ἡ δικαιοσύνη Του εἶναι ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης Του. Καὶ ἑπομένως ὅτι, ὅποιες δοκιμασίες κι ἂν ἐπέλθουν – ἀποτέλεσμα τῆς δικαίας λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐγκαταλείψεώς μας – θὰ βρίσκονται ὅλες μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς ἀγάπης Του. Ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ γιὰ νὰ ἐξοντώσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσει. Δὲν ἐκδικεῖται τὴν ἀσέβειά μας· ἀλλὰ παιδεύει, παιδαγωγεῖ. Καὶ μάλιστα «διά τῶν εὐχῶν» τῶν ἁγίων ἀνθρώπων «μετ᾿ ἐλέους παιδεύει» (Ὅσιος Βαρσανούφιος, ἀπόκρισις φξθ΄). Παιδαγωγεῖ «μετ᾿ ἐλέους», μὲ ἀγάπη, μὲ εὐσπλαχνία. Ὡς Πατέρας στοργικὸς ποὺ εἶναι φροντίζει μὲ σπλάχνα πατρικὰ τὰ παιδιά Του, ὅλους μας. Ἀκόμη κι ὅταν κατὰ λόγον δικαιοσύνης μᾶς ἐγκαταλείπει, δὲν μᾶς ἀποκηρύττει, εἶναι καὶ παραμένει Πατέρας, ὁ Πατέρας μας.
Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι σωτήρια. Καὶ ἡ οἰκογένειά μας καὶ οἱ δικοί μας καὶ ἡ πατρίδα μας καὶ ὅλος ὁ κόσμος βρίσκονται στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ μας. Ἀκόμη κι ἂν ἡ γῆ συγκλονιστεῖ καὶ τὰ βουνὰ πέσουν στὴ θάλασσα, δὲν πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὸν φόβο νὰ καλύψει τὶς ψυχές μας· «Οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράττεσθαι τὴν γῆν καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (Ψαλ. με΄ [45] 3).
Δὲν θὰ ἀνησυχοῦμε; Θὰ ἀνησυχοῦμε μὲ τὴν «καλὴ ἀνησυχία», ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος γέροντας Παΐσιος. Θὰ ἀνησυχοῦμε μὲ πίστη, θὰ ἀγωνιοῦμε μὲ ἐλπίδα, θὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ θὰ προσευχόμαστε μὲ ζῆλο. Γιὰ νὰ ἀντέξουμε καὶ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μεγάλου πειρασμοῦ νὰ κρατήσουμε τὴν πίστη ζωντανὴ καὶ νὰ δώσουμε τὴ μαρτυρία μας μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν ἀποστατημένο κόσμο.
1. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΣΤ΄, Περὶ τῆς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἰκονομίας…, ΕΠΕ 9, 446.