Ἡ κλήση τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέα

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Τῆς Κυριακῆς: ᾿Ιω. α΄ 35-52

35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱ­στήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. 37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ. 38 στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκο­λουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· 39 τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ραββί· ὃ λέγεται ἑρ­μη­νευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; 40 λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ’ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. 41 ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολου­θησάντων αὐτῷ. 42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑ­ρή­καμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐ­στι μεθερμηνευόμενον Χριστός· 43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος. 44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φί­λιπ­πον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκο­λούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑ­ρή­καμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθα­ναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐ­τὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπε­κρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐ­τῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συ­κῆν εἶδόν σε. 50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶ­πεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συ­κῆς, πιστεύεις; μείζω τού­των ὄψει. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαί­νοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

1.  ΖΗΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ;

Ὁ Ἀνδρέας ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὴν μικρὴ κωμόπολι Βηθσαϊδά, δίπλα στὴν πανέμορφη λίμνη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Σίμωνα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ ψαρᾶ. Κάποτε ἔτρεξε μὲ λαχτάρα στὶς ὄχθες τοῦ ᾿Ιορδάνη γιὰ νὰ ἀκούσῃ τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου γιὰ τὸν Μεσσία· καὶ περίμενε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μὲ πόθο πολὺ τὸν ἐρχομό Του. Κάποια μέρα ξαφνιάστηκε μαζὶ μὲ τὸν φίλο του ᾿Ιωάννη, ὅταν ὁ Προφήτης τοὺς ἔδειξε ἀπὸ μακριὰ τὴ σαγηνευτικὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου λέγοντας «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Οἱ δύο μαθηταὶ τώρα τρέχουν μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ τὸν γνωρίσουν. Κι ᾿Εκεῖνος στρέφεται πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐρωτᾷ·

—Τί θέλετε ἀπὸ μένα;

—Διδάσκαλε, ποῦ μένεις; τὸν ρωτοῦν.

—᾿Ελᾶτε καὶ θὰ δῆτε, ἦταν ἡ ἀπάντησι τοῦ Κυρίου.

Τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μοναδικὴ τῆς ζωῆς τους δὲν θὰ τὴν ξεχάσουν ποτέ. ῏Ηταν περίπου 4 τὸ ἀπόγευμα, καὶ ἔμειναν μὲ τὸν Κύριο μέχρι ποὺ νύχτωσε. Τὰ θεϊκά Του λόγια χαράχθηκαν βαθιὰ στὴν ψυχή τους. Κι ἐνῶ εἶχε βραδιάσει, ὁ ᾿Ανδρέας τρέχει στὸν ἀδελφό του Σίμωνα καὶ μὲ ἀσυγκράτητη χαρὰ τοῦ λέει·

—᾿Αδελφέ μου, «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν», τὸν Χριστό, ποὺ τόσο καιρὸ περιμέναμε.

Καὶ τὸ ἴδιο βράδυ τὸν ὡδήγησε στὸν Κύριο.

Ο ΠΟΘΟΣ αὐτὸς τοῦ ᾿Ανδρέα νὰ γνωρίσῃ τὸν Μεσσία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ περιέργεια ἢ ἔστω ἕνα ἁγνὸ ἐνδιαφέρον κάποιου ἁπλοϊκοῦ ψαρᾶ. ῾Ο ᾿Ανδρέας εἶχε μέσα του βαθειὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις. ᾿Απὸ μικρὸ παιδὶ μεγάλωνε μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία. Εἶχε βαθύ, διακαῆ πόθο νὰ τὸν γνωρίσῃ. Κι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀντικρίζει, γοητεύεται ἀπὸ τὸ θεϊκό Του μεγαλεῖο, τὰ ἀφήνει ὅλα γιὰ ᾿Εκεῖνον, γίνεται μαθητής Του, μένει κοντά Του γιὰ πάντα, φθάνει καὶ μέχρι τὸ μαρτύριο, μαρτύριο σταυροῦ.

᾿Αλήθεια, ἡ δική μας ψυχὴ φλέγεται ἀπὸ μία τέτοια ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριό μας; Νιώθει ἐκείνη τὴν ἀκαταγώνιστη ἕλξι γι᾿ Αὐτόν; Τὸν λαχταράει μὲ πόθο ἱερό; Μὴ δώσουμε εὔκολα μία πρόχειρη ἀπάντησι. Διότι ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία τάσι ψυχῆς, ἀλλὰ ζωή, βίωμα βαθύ. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ δὲν μοιράζει τὴν ἀγάπη του αὐτὴ μὲ ἄλλα ἁμαρτωλὰ ἢ μάταια πράγματα. ᾿Εκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ ἀληθινὰ τὸν Κύριο ἀγαπᾷ καὶ τὴν ἀρετή, ἔχει πεῖνα καὶ δίψα γιὰ προσευχή, ἔχει ἀχόρταγο πόθο γιὰ τὰ μυστήρια τῆς χάριτος. Τὸν Θεὸ ἔχει ἀδιάκοπα στὴ μνήμη του. ᾿Αναπαύεται στὴ σκέψι Του. ᾿Επιθυμεῖ τὴ μυστικὴ κοινωνία μαζί Του. Καὶ ὁ Κύριος ἔρχεται στὴ ζωή του καὶ ἀναπτύσσει μία μοναδικὴ πνευματικὴ σχέσι· ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο ᾿Ανδρέα.

2. ΜΑΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Κύριος βρίσκει τὸν Φίλιππο καὶ τοῦ λέει·

—«᾿Ακολούθει μοι».

῾Ο Φίλιππος γοητευμένος ἀπὸ τὴ μεγάλη αὐτὴ πρόσκλησι δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσῃ τὴ χαρά του. Τρέχει, βρίσκει τὸν φίλο του Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει·

—«Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Βρήκαμε ἐκεῖνον γιὰ τὸν ῾Οποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ προφῆτες. Εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ.

—᾿Απὸ τὴν Ναζαρέτ; ἀπορεῖ ὁ Ναθαναήλ. Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν ἀσήμαντη καὶ ὄχι μὲ καλὴ φήμη Ναζαρὲτ νὰ προέλθῃ κάτι καλό;

—«῎Ερχου καὶ ἴδε». ῎Ελα νὰ τὸν δῇς μὲ τὰ μάτια σου καὶ θὰ πεισθῇς, ἀπαντᾷ αὐθόρμητα ὁ Φίλιππος, παρακινῶντας τὸν φίλο του νὰ διώξῃ κάθε δισταγμό.

Μαζὶ τώρα κι οἱ δυό τους σπεύδουν νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο. Τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ τὸν πλησιάζουν, κάτι τὸ ἐκπληκτικὸ συμβαίνει. Καθὼς ὁ ᾿Ιησοῦς βλέπει τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται κοντά του, λέει γι᾿ αὐτόν·

—Νά ἕνας γνήσιος καὶ πραγματικὸς ᾿Ισραηλίτης, στὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχει πονηριά.

᾿Απορεῖ ὁ Ναθαναὴλ ἀκούοντας τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ρωτᾷ μὲ ἔκπληξι·

—Κύριε, «πόθεν μὲ γινώσκεις»; ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις;

Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾷ·

—Πρὶν σοῦ μιλήσῃ γιὰ μένα ὁ Φίλιππος, σὲ εἶδα μὲ τὰ θεϊκά μου μάτια κάτω ἀπὸ τὴ συκιά.

῾Ο Ναθαναὴλ ἀκούει τὰ ἀποκαλυπτικὰ αὐτὰ λόγια καὶ ἡ ἀπορία του μεταβάλλεται τώρα σὲ θαυμασμὸ καὶ φόβο. Καταλαβαίνει ὅτι δὲν ἔχει μπροστά του ἁπλῶς ἕνα προφήτη, ἀλλὰ τὸν Μεσσία ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Λέει λοιπὸν μὲ πίστι·

—Διδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ βασιλιὰς τοῦ ᾿Ισραήλ!

ΑΥΤΗ ἡ ὁμολογία τοῦ Ναθαναὴλ ἀσφαλῶς δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα ξέσπασμα θαυμασμοῦ ἢ χαρᾶς. ῾Ο Ναθαναὴλ συναισθάνεται τὴ μεγάλη ἀλή-θεια ὅτι ὁ Διδάσκαλος ποὺ ἔχει μπροστά του δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας προφήτης, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα· καὶ τὰ γνωρίζει μὲ ἕνα τρόπο ἐσωτερικό, ἀπεριόριστο καὶ τέλειο.

῾Ο Κύριός μας λοιπὸν γνωρίζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, τὶς σκέψεις καὶ διαθέσεις μας, τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία μας. ᾿Αφουγκράζεται τοὺς μυστικοὺς πόθους καὶ στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μας, τὶς προσευχὲς καὶ δεήσεις μας. Γνωρίζει τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν ἀγωνία μας. Γνωρίζει ἀκόμη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, τὶς πτώσεις καὶ τὰ δάκρυά μας, τὸν πόνο καὶ τὶς θλίψεις μας, τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς ἀσθένειές μας. Ξέρει τὰ πάντα.

Αὐτὴ τὴν πραγματικότητα δὲν πρέπει νὰ τὴν ξεχνᾶμε ποτέ. ᾿Ιδιαιτέρως ὅταν βυθιζώμαστε σὲ θλίψεις καὶ δοκιμασίες, ἂς μὴν τὰ χάνουμε. ῾Ο Χριστὸς τὰ γνωρίζει ὅλα αὐτὰ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς βοηθήσῃ. ᾿Αρκεῖ ἐμεῖς νὰ καταφεύγουμε μὲ πίστι σ᾿ Αὐτόν.