Ὀ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἀκούγοντας τὰ ὅσα εἶπε ὁ πρεσβύτης Συμεών, βρίσκονταν σὲ συνεχὴ θαυμασμό (βλ. Λουκ. β΄ 33). «Ἐθαύμαζον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον περὶ αὐτοῦ μανθάνοντες, ἀλλ’ ὡς, ἐφ’ οἷς προμεμαθήκεσαν, ἔτι παραδοξότερα προσενωτιζόμενοι»1. Θαύμαζαν ὄχι σὰν νὰ μάθαιναν πρώτη φορὰ γι’ Αὐτόν, ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἤδη μάθει, ἄκουγαν καὶ ἄλλα πιὸ θαυμαστά! Τόσο ἡ Παρθένος Μαρία ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦσαν ἤδη μυημένοι εἰς «τὸ περὶ τοῦ βρέφους μυστήριον»· ἡ μὲν Μαρία διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε ἀναγγείλει τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὴν πληροφόρησε «περὶ τῆς τοῦ τικτομένου θεότητος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε πληροφορηθεῖ σχετικῶς ἀπὸ ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαρία, τὴ μνηστή σου. Διότι τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. α΄ 20). Ὡστόσο, ἐνῶ ἦσαν μυημένοι σ’ αὐτά, «ἐθαύμαζον ἐκπληττόμενοι ἐπὶ τοῖς λεγομένοις περὶ αὐτοῦ»2. Θαύμαζαν λοιπὸν γιὰ τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι ἄκουγαν γιὰ πρώτη φορὰ τέτοια λόγια γιὰ τὸ «παιδὶον Ἰησοῦν», ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκαν μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἔρχονταν νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα, ποὺ τοὺς ἀνακαλοῦσαν στὴ μνήμη τὰ ὅσα γνώριζαν, καὶ ἔτσι τὸ θαῦμα ποὺ περιέβαλλε τὴ γέννηση ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερο.
Ὁ δίκαιος Συμεὼν συνέδεσε τὸν ἀποχαιρετισμὸ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα», καὶ μὲ εὐλογία πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ θείου Βρέφους, ἐπικαλούμενος γι’ αὐτοὺς τὴ θεία Χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἂς μὴ φανεῖ παράξενη ἡ ἐνέργειά του αὐτή. Διότι τέτοιο δικαίωμα, τέτοιο προνόμιο τοῦ τὸ ἔδινε ἡ ἡλικία του. Σχολιάζει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως: «Ἀποδεχόμαστε, Συμεών, “τὴν ἐκ θείας ἀγάπης θερμοτάτην πρόθεσίν” σου. Ὡστόσο ἡ εὐλογία ἐκείνη ἦταν “ἀντὶ δοξολογίας”». Δηλαδὴ ὁ Συμεὼν ἐνήργησε ὅπως καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες στὴ Βαβυλώνα. Διότι ἐκεῖνοι ὄχι μόνο «τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις, καὶ πᾶσαν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄψυχον καὶ ἀναίσθητον κτίσιν» παρεκίνησαν στὸ νὰ εὐλογήσει τὸν Θεό· διὰ τῆς εὐλογίας ὅμως προσέφεραν οὐσιαστικῶς «εἰς τὸ Θεῖον δοξολογίαν»3.
Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ Συμεὼν ἀπηύθυνε τὸν λόγο μόνο «πρὸς Μαριάμ», τὴν Μητέρα τοῦ παιδιοῦ, καὶ ὄχι καὶ πρὸς τὸν Ἰωσήφ, τὸν θεωρούμενο πατέρα τοῦ θείου Βρέφους. Ὡς ἄνθρωπος πνευματοφόρος ὁ πρεσβύτης Συμεὼν γνώριζε ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινὴ Μητέρα. Ἐνῶ ὁ Ἰωσὴφ ὀνομαζόταν πατέρας μόνο κατ’ ὄνομα, «ἐπειδὴ οὐκ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος ἁγίου ἡ τῆς ἀπειρογάμου καὶ ἁγίας Παρθένου κυοφορία γέγονεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Συμεὼν ἀφήνοντας τὸν κατ’ ὄνομα πατέρα, ἀπευθύνει τοὺς λόγους «πρὸς τὴν ἀληθῆ μητέρα»4. Ἔτσι τὴν μὲν εὐλογία «μεταδίδει» ὁ Συμεὼν καὶ στοὺς δύο, τὴν δὲ προσαγόρευση «τῶν ἀπορρητοτέρων» προσφέρει μόνο στὴ Μητέρα. Μὲ τὴν κοινὴ εὐλογία δὲν ἀπογυμνώνει τὸν Ἰωσὴφ «τοῦ σχήματος τῶν γεννητόρων», «διὰ δὲ τῶν πρὸς τὴν μητέρα λόγων» ξεχωρίζει ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν Παρθένο, τὴν ὁποία ἀνακηρύσσει «ὡς ἀληθῶς μητέρα» τοῦ Βρέφους5. Ἄλλωστε οἱ δοκιμασίες τοῦ παιδιοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες προφητεύει στὴ συνέχεια ὁ Συμεών, συγκλονίζουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴ μητρικὴ καρδιά.
Μετὰ τὴν εὐλογία λοιπὸν ὁ δίκαιος Συμεὼν ἀπευθυνόμενος στὴν Παρθένο Μαρία, προφητεύει ἀποκαλύπτοντας μιὰ ἀπροσδόκητη ἀλήθεια. Λέγει: «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Λουκ. β΄ 34). Ἰδού, τὸ παιδὶ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς, εἶναι προορισμένος νὰ γίνει αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως στὸν Ἰσραήλ. «Διὰ πρώτην φορὰν ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ γίνεται λόγος περὶ τοῦ παθήματος τοῦ Σωτῆρος», τὰ ὅσα δὲ ἀκούστηκαν «τόσον θαυμασμὸν διήγειραν»6.
Ἡ ἔννοια τῆς ὅλης φράσεως εἶναι σπουδαιότατη. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ἐμβαθύνουν ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ πάντως δεχόμενοι τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχολιάζει: «Τοποθετήθηκε βέβαια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα ὁ Ἐμμανουὴλ στὰ θεμέλια τῆς Σιών, ἐπειδὴ ἦταν λίθος ἐκλεκτός, ἀκρογωνιαῖος, βαρύτιμος. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ αὐτὸν δὲν ντροπιάστηκαν, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν τὸ μυστήριο ποὺ κρυβόταν σ’ αὐτόν, ἀφοῦ ἔπεσαν, συνετρίβησαν. Διότι εἶπε κάπου πάλιν ὁ θεὸς καὶ Πατέρας: “ Ἰδού, τοποθετῶ στὴ Σιὼν λίθο γιὰ πρόσκομμα καὶ πέτρα σκανδάλου, καὶ καθένας ποὺ θὰ στηρίζει τὴν πεποίθησή του σ’ Αὐτόν, δὲν θὰ ντροπιασθεῖ καθόλου, καὶ δὲν θὰ διαψευσθοῦν καθόλου οἱ ἐλπίδες ποὺ στήριξε σ’ Αὐτόν, ἐνῶ σ’ ὅποιον θὰ πέσει θὰ τὸν λιχνίσει” (πρβλ. Ἡσ. κη΄ [28] 16). Ὅμως ὁ προφήτης (Ἡσαΐας) ἀσφάλισε τοὺς Ἰσραηλίτες λέγοντας· “συναισθανθεῖτε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἀποδῶστε σ’ Αὐτὸν τὴ δόξα ποὺ Τοῦ πρέπει, καὶ μόνο ὁ φόβος ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴν ἂς εἶναι ὁ φόβος σας. Καὶ ἂν ἔχεις στηριγμένη τὴν πεποίθησή σου σ’ Αὐτόν, Αὐτὸς θὰ εἶναι γιὰ σένα σωτήριο καὶ προστατευτικὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραβιάσει· καὶ δὲν θὰ Τὸν συναντήσετε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σας σὰν λίθο στὸν ὁποῖο θὰ σκοντάψετε οὔτε σὰν πέτρα πτώσεως” (πρβλ. Ἡσ. η΄ 13-14). Ἐπειδὴ λοιπόν», συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν τίμησε τὸν Ἐμμανουήλ, ποὺ εἶναι Κύριος ὁ Θεός, οὔτε καὶ θέλησε νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του σ’ Αὐτόν, προσκρούοντας ἐπάνω Του σὰν σὲ λίθο ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας του, ἔπεσε καὶ συντρίφθηκε. Ὡστόσο πολλοὶ σηκώθηκαν, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ Αὐτόν. Ἢ καί, ὅπως γράφει ὁ σοφότατος Παῦλος, ὁ σταυρωμένος Χριστὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσία Χριστὸ ὡς ἐπίγειο βασιλιά, εἶναι σκάνδαλο, ἐμπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο σκοντάφτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Γιὰ δὲ τοὺς Ἕλληνες (τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους) παρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὴ καὶ ἀνόητη (…). Γιὰ μᾶς ὅμως, ποὺ εἴμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, εἶναι δύναμη Θεοῦ ποὺ σώζει (Α΄ Κορ. α΄ 23· 18)»7.
1. EΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. Γ΄, PG 129, 893Β.
2. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, PG 93, 1577Β.
3. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577ΒC.
4. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577CD.
5. ΦΩΤΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ, Τὰ Ἀμφιλόχια, Ἐρώτ. ρvστ΄, PG 101, 828Α.
6. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 109.
7. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, Β΄ 34, PG 72, 505ΑΒ.