Τὸ μυστήριο τῆς ζύμης

Μιὰ γυναίκα ἀναδιπλώνει τὶς χειρίδες (=μανίκια) τοῦ ἐνδύματός της, σκύβει ἐπάνω ἀπὸ τὴ σκάφη καὶ βυθίζει τὰ χέρια στὴ ζύμη. Διαδοχικά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, σὲ γροθιὰ σφιγμένα, καὶ πάλι καὶ πάλι. Συνεχῶς τὸ ἴδιο μοτίβο. Γιὰ ὥρα πολλή. Κουράζεται κάποια στιγμή· ἀνασηκώνεται γιὰ λίγο· κι ἔπειτα ξανά…
Ζυμώνει.
–Ἔ, καὶ τί; θά ’λεγε κανείς. Τί ἀξιοσημεί­ωτο ἔχει ἡ πράξη αὐτή; Γιατί νὰ τῆς δώσεις σημασία, νὰ τὴν προσέξεις; Τί ἰδιαί­τερο νὰ παρατηρήσεις στὴ μονότονη αὐ­τὴ ἐπανάληψη τῆς βύθισης τῶν χεριῶν τῆς γυναίκας μέσα στὴ ζύμη;
Ὁ Κύριος δὲν ἀφήνει ἀπαρατήρητο τὸ φαινομενικὰ ἁπλοϊκὸ αὐτὸ γεγονός. Μᾶς μαθαίνει νὰ ἀνακαλύπτουμε πίσω του μυστήριο βαθύ…
Τὸ μυστήριο τῆς Βασιλείας Του!
«Ἄλλην παραβολὴν ἐλάλησεν αὐτοῖς· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ζύ­μῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον» (Ματθ. ιγ΄ 33).
Εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, μᾶς εἶ­πε, ὅμοια μὲ προζύμι, ποὺ τὸ πῆρε μιὰ γυναίκα καὶ τὸ ἔβαλε μέσα σὲ μεγάλη ποσό­τητα ἀπὸ ἀλεύρι. Κι ἔμεινε ἐκεῖ κρυμμένο τὸ προζύμι, μέχρις ὅτου ἀφομοίωσε ὅλο τὸ μεῖγμα στὴ δική του ποιότητα, τὸ ζύμωσε ὅλο.
Κινήσεις ἀθόρυβες, μὰ σαφεῖς: Πῆρε λίγο προζύμι, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχε φυλα­γμένο, καὶ πάνω σ’ αὐτὸ ἄρχισε νὰ ρίχνει ἀλεύρι καὶ νερό, ἐνῶ συνάμα μὲ τὰ χέρια της ζύμωνε. Συνολικὰ ἔριξε πολλὰ κιλὰ ἀλεύρι. Ἐξαφανίστηκε τὸ προζύμι κάτω ἀπὸ τὴν τεράστια ποσότητα τοῦ ἀλευ­ριοῦ. Κι ἔπειτα, ὅταν μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥ­­ρα καὶ κόπο σταμάτησε τὸ ζύμωμα μὲ τὰ χέρια, σκέπασε τὸ μεῖγμα καὶ περίμενε. Σὲ λίγο ὅλο τὸ ζυμάρι φούσκωσε. Τὸ ἐλάχιστο προζύμι, ποὺ εἶχε χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ κιλὰ τοῦ ἀλευριοῦ, ἔκανε τὴ δουλειά του: κατέστησε τὸ μεῖγμα ἄρτο ἕτοιμο γιὰ νὰ ψηθεῖ.
Κανεὶς δὲν ἀντιλήφθηκε τὴν ἀναπλαστική, ἀφομοιωτική του ἐνέργεια. Κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τὸ λίγο προζύμι ἐπετέλεσε ὅλη τὴ ζύμωση…
«Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»!
Μὲ πόσο ἁπλὲς λέξεις, ἐνέργειες, πράξεις, εἰκόνες, ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει ἀνεξ­ιχνίαστα μυστήρια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ Βασιλεία Του! Καὶ τί μάτια χρειάζεται καν­εὶς νὰ διαθέτει, προκειμένου νὰ κατανοήσει τὰ μυστήρια αὐτά!
Λίγο τὸ προζύμι. Ἀσθενής, περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἐπὶ γῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀσήμαντη μπροστὰ στὰ μάτια τῶν τρανῶν τοῦ κόσμου τούτου, τῶν σοφῶν καὶ συνετῶν!
Κι ἐπιπλέον κρυμμένο τὸ προζύμι, θαμμένο θά ’λεγε κανείς, μέσα στὴν τεράστια ποσότητα ἀπ’ τὸ ἀλεύρι. Ἥσυχη, ἀφανής, ἀπαρατήρητη ἡ εἴσοδος τῆς Χάριτος μέ­σα στὴν ἀνθρωπότητα. ­Σιωπηλή, ἀθόρυβη, εἰρηνικὴ ἡ διεργασία της. Καν­εὶς δὲν τὴν παίρνει εἴδηση. Κι ὅμως, τί ἔργο ἐπιτελεῖ! Τὴν ἀνάπλαση ὅλου τοῦ κόσμου!
«Καθάπερ ἡ ζύμη, ὀλίγη τις οὖσα καί εἰς πολὺ ἄλευρον ἐγκρυβεῖσα, διὰ τῆς ἀναφυράσεως ὅλον τὸ ἄλευρον εἰς ἓν σῶμα συνενοῖ», σημειώνει ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός· ὅπως δηλαδὴ τὸ προζύμι, λίγο αὐτὸ καὶ κρυμμένο μέσα σὲ πολὺ ἀλεύρι, ὅλο τὸ μεῖγμα τὸ ἀναπλάθει καὶ τὸ μετασκευάζει σὲ μιὰ μάζα, καὶ τρόπον τινά – συνεχίζει – τοῦ δίνει ζωή, ἀφοῦ τὸ κάνει νὰ φουσκώνει, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει δύναμη δραστική· «οὕτω καὶ ὁ λόγος τῆς πίστεως, ὀλίγος ὢν τῇ ποσότητι καὶ ἐγκρυπτόμενος ψυχαῖς πολλῶν ἀνθρώπων… πάντας εἰς ἓν σῶμα τῆς ἐκκλησίας συνενοῖ καὶ εἰς ἕτερον εἶδος πολιτείας μεθιστᾷ… δύναμιν ἔχων ἄφατον». Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν λόγο, τὸ κήρυ­γμα τῆς πίστεως: Λίγος αὐτός, ἀσθενής, πηγαίνει καὶ κρύβεται σὲ πολλὲς ψυχὲς ἀνθρώπων, καὶ ὅλους τελικὰ τοὺς συνενώνει σὲ ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τοὺς κάνει νὰ στραφοῦν σὲ νέο τρόπο ζωῆς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει φοβερὴ δύναμη.
Ὁ Κύριος καὶ ἀλλοῦ τὸ ἐτόνισε: «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρα­τηρήσεως» (Λουκ. ιζ΄ 20), δὲν ­ἔρχεται στὸν κόσμο μὲ τυμπανοκρουσίες, θορύ­βους καὶ φιέστες κοσμικές. Οὔτε πάλι μὲ τὴν ἐπιβολὴ τῆς βίας καὶ τοῦ καταναγκασμοῦ. Ἔρχεται καὶ ἐγκαθιδρύεται στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων μαλακά, ἤρεμα, εἰρηνικά, σιωπηλά, ἀθόρυβα. Καὶ δημιουργεῖ τὶς μεγάλες μεταμορφώσεις καὶ ἀλλοιώσεις τῶν ψυχῶν. ­Μεταδίδει σ’ αὐ­τὲς νέες ἰδιότητες, νέους πόθους, νέα φρονήματα, ὅλα ἅγια, πνευματικά. Ἡ ­Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐργάζεται μυστικά, πλὴν πυρετωδῶς μέσα στὸν ­κόσμο καὶ ἀπεργάζεται τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, τὴν ἀνάπλασή του, τὴ μεταστοιχείωσή του σὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ κινούμαστε μέ­σα σ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ­συχνότητα. Ἂς μὴ ζαλιζόμαστε ἀπὸ τὴ φαντασμαγο­ρία. Μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸν τρό­πο ποὺ οἱ μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας ­εὑ­ρισκόμενοι ἄνθρωποι ἐπιλέγουν γιὰ νὰ κατορθώσουν νὰ ἐπιβληθοῦν στοὺς ἄλλους. Οὔτε νὰ μᾶς θέλγουν αὐτὰ ποὺ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐντύπωση, τὸ χειροκρότημα τοῦ κόσμου: τὰ ἐκπληκτικὰ χαρίσματα, οἱ ἔξοχες ἱκανότητες, οἱ εὐφυεῖς ἐπινοήσεις, οἱ ρηξικέλευθες ἐπιλογές.
Ἂς ζοῦμε καὶ ἂς κινούμαστε ταπεινά, ἀθόρυβα, εἰρηνικά. Μόνο ἀληθινοὶ νὰ εἴ­μαστε σ’ αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ ἐνεργοῦμε. Χωρὶς ποτὲ καμία ἐπιβολή, καμία βία, καν­έναν ἐξαναγκασμό.
Καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτή, τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀλήθεια, ζυμωμένη μὲ τὴ δική μας ­σιωπή, ἐγκαρτέρηση, προσευχή, θὰ ­ἐπιδράσει. Μυστικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Καὶ θὰ διεισ­δύ­σει σὰν προζύμι στὸ φύραμα τοῦ κό­σμου, γιὰ νὰ τὸν ἀφομοιώσει, νὰ τὸν ἀλ­λοιώσει, νὰ τὸν μεταμορφώσει. Νὰ τὸν μεταποιήσει σὲ ἄρτο ἡδύ, εὐχάριστο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἄξιο νὰ ­προσκομισθεῖ, νὰ μεταχωρήσει στὴ Βασιλεία τῶν Οὐ­ρανῶν.