Ἀβραάμ, Ἀβραάμ.
–«Ἰδοὺ ἐγώ». Νά, Κύριε, εἶμαι παρών, ἀκούω.
–Πάρε τὸν ἀγαπητό σου γιό, τὸν Ἰσαάκ, τὸ παιδί σου, ποὺ τόσο ἔχεις ἀγαπήσει, πήγαινε στὴν ὑψηλὴ περιοχή, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω, καὶ ἐκεῖ πρόσφερέ το θυσία σ᾿ ἐμένα.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ θεόπνευστος συγγραφέας, ὁ θεόπτης Μωυσῆς, στὸ 22ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς δραματικότερες σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μιλᾶ ὁ Θεὸς στὸ δίκαιο. Χρόνια πρὶν τοῦ εἶχε ἐμφανισθεῖ στὴν πατρίδα του τὴν Οὒρ καὶ τὸν εἶχε καλέσει ν᾿ ἀφήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸν τόπο του καὶ νὰ πορευθεῖ σὲ ἄγνωστη χώρα. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ τί ἔκανε; Ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄνεσή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔγινε περιπλανώμενος καὶ σκηνίτης. Τελικὰ ὁ Θεὸς τὸν ὁδήγησε στὴ γῆ Χαναάν. Ἂν καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἄτεκνος καὶ γέροντας – δὲν μποροῦσε πλέον νὰ κάνει παιδί – τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ αὔξανε τοὺς ἀπογόνους του σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Τοῦ ὑποσχέθηκε ἀκόμη ὅτι θὰ ἔδινε κληρονομιὰ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς ἀπογόνους του τὴ γῆ τῆς Χαναάν, ἂν καὶ ὅσο ζοῦσε δὲν τοῦ ἔδωσε οὔτε ἕνα βῆμα ἀπὸ αὐτὴ τὴ χώρα. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ τί ἔκανε; Πίστεψε στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ σὰν μικρὸ παιδί. Καὶ πάντοτε ὑπάκουε στὶς ἐντολές Του μὲ μιὰ θαυμαστὴ ὑπακοή, χωρὶς λογισμούς, χωρὶς γογγυσμό, χωρὶς ἀναβολές. Ἔδειξε ἐκπληκτικὴ ἀντοχὴ στὶς δοκιμασίες τῆς πίστεως στὶς ὁποῖες τὸν ὑπέβαλε ὁ Κύριος. Ἡ καρδιά του ἦταν ἕνα ἀσάλευτο βουνὸ πίστεως, ἀπεριόριστης ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό, παραδόσεως ἄνευ ὅρων στὸ θέλημά Του.
Ἦταν 100 ἐτῶν ὁ Ἀβραὰμ ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε γιό, τὸν Ἰσαάκ. Πόση ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ Πατριάρχη! Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια προσμονῆς ἀποκτοῦσε παιδί, ἕνα χαριτωμένο ἀγόρι, τὸ παιδὶ τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ παρηγόρησε τὰ γηρατειά του. Τώρα ὅμως ἦταν ἡ ὥρα τῆς πιὸ μεγάλης δοκιμασίας. Ἐνῶ ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ἤδη παλληκάρι, ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν εὐτυχισμένο πατέρα νὰ τὸν θυσιάσει…
Σηκώθηκε ὁ Ἀβραὰμ τὸ πρωὶ καὶ σαμάρωσε τὸ γαϊδουράκι του. Δὲν εἶπε τίποτα στὴ Σάρρα – θὰ μποροῦσε νὰ τὸ σηκώσει; μὴν τυχὸν καὶ τὸν ἐμπόδιζε; Πῆρε μαζί καὶ δύο δούλους, καὶ ἀφοῦ ἔσχισε ξύλα γιὰ τὴ θυσία, ξεκίνησε γιὰ τὸν τόπο ποὺ τοῦ καθόρισε ὁ Θεός. Τρεῖς μέρες κράτησε τὸ ταξίδι, τρεῖς μέρες μαρτυρικές. Πῶς ἄντεξε ὁ γέροντας, πῶς δὲν λύγισε ἀπὸ τὸ βάρος τῆς θυσίας ποὺ πήγαινε νὰ ἐκτελέσει; Πῶς ἔμεινε ἀκλόνητος στοὺς λογισμούς; Πῶς θὰ ἔβλεπε τὸν τρυφερό του γιὸ καθὼς συνοδοιποροῦσαν;…
Σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν τόπο. Εἶπε στοὺς δούλους:
–Μείνετε ἐδῶ μὲ τὸ γαϊδουράκι. Ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου θὰ προχωρήσουμε μέχρις ἐκεῖ καί, ἀφοῦ λατρεύσουμε τὸν Θεό, θὰ ἐπιστρέψουμε.
Φόρτωσε τὰ ξύλα στὸν Ἰσαάκ, ἐνῶ ὁ ἴδιος πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ τὴ φωτιά. Ἀνέβαιναν σιωπηλοί.
–Πατέρα, εἶπε κάποια στιγμὴ ὁ Ἰσαάκ.
–Τί εἶναι, παιδί μου;
–Ἔχουμε φωτιὰ καὶ ξύλα. Ποῦ εἶναι τὸ πρόβατο ποὺ θὰ προσφέρουμε θυσία;
Ἴσως δραματικότερο ἐρώτημα δὲν ἔχει ποτὲ ἀπευθυνθεῖ σὲ πατέρα. Τί νὰ ἀπαντήσει ὁ Ἀβραάμ; Νὰ τοῦ πεῖ: ἐσὺ εἶσαι τὸ πρόβατο;!
–Ὁ Θεὸς θὰ φροντίσει καὶ θὰ μᾶς τὸ δείξει, παιδί μου, ἀπάντησε.
Ἦλθαν στὸν τόπο. Ὁ Ἀβραὰμ ἑτοίμασε τὸ θυσιαστήριο, ἔβαλε τὰ ξύλα – μὲ τί δύναμη ψυχῆς! Ἀποκάλυψε στὸν Ἰσαὰκ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κι ἐκεῖνος ὑποτάχθηκε. Τὸν ἔδεσε ὁ πατέρας ἐπάνω στὸ βωμό, πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸν σφάξει.
Τὴν ὥρα ποὺ τὸ χέρι του μὲ τὸ μαχαίρι ἄρχισε νὰ κατεβαίνει, τὸν σταμάτησε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ!
–Ἀβραάμ, Ἀβραάμ!
–«Ἰδοὺ ἐγώ». Νά, εἶμαι παρών, ἀκούω.
–Μὴν πειράξεις τὸ παιδί σου. Τώρα κατάλαβα ὅτι φοβᾶσαι ἐσὺ τὸν Θεὸ καὶ δὲν λυπήθηκες τὸν γιό σου γιὰ χάρη μου.
Ἔτσι, ἀντὶ γιὰ τὸν Ἰσαὰκ ὁ Ἀβραὰμ προσέφερε θυσία ἕνα κριάρι ποὺ παρουσίασε ὁ Θεὸς ἐκεῖ μὲ τὰ κέρατα μπλεγμένα στὰ κλαδιὰ ἑνὸς θάμνου.
Μετὰ τὴν τόσο δύσκολη ὑπακοὴ ἦλθε ἡ πιὸ μεγάλη εὐλογία· τοῦ εἶπε ὁ Θεός:
–Ὁρκίσθηκα στὸν ἑαυτό μου, γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκανες καὶ δὲν λυπήθηκες τὸν γιό σου τὸν ἀγαπητὸ γιὰ μένα, σοῦ ὑπόσχομαι καὶ σὲ διαβεβαιώνω ὅτι θὰ σὲ εὐλογήσω πολὺ πλούσια καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας καὶ σὰν τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἀπὸ τὸν ἐκλεκτὸ ἀπόγονό σου, τὸν Μεσσία, θὰ λάβουν τὶς χάριτες καὶ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς – διότι ἔκανες ὑπακοὴ σ᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα.
Ἔτσι, θυσιάζοντας ὁ Ἀβραάμ – οὐσιαστικά – γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅ,τι πιὸ ἀγαπητὸ εἶχε, τὸν Ἰσαάκ, ἄφησε μοναδικὸ παράδειγμα ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωντανὴ εὐσέβεια. Τότε καὶ ἐμεῖς εἴμαστε γνήσια τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν ζητοῦμε πάντοτε καὶ σὲ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι κι ἂν μᾶς κοστίσει. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποτε – ὅπως στὴν περίπτωση τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ – τὸ θέλημά Του μᾶς φαίνεται πολὺ πικρό, σκληρό, ἐπιζήμιο. Ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ λογική μας, φαίνεται νὰ γκρεμίζει τὰ ὄνειρά μας. Αὐτὴν ὅμως τὴ σκληρὴ ὑπακοὴ στὶς ἐντολές Του ποὺ δὲν τὶς καταλαβαίνουμε καὶ ποὺ πολὺ μᾶς κοστίζουν, ὁ Θεὸς τὴν ἀμείβει μὲ ποταμοὺς εὐλογιῶν καὶ καταιγισμὸ Χάριτος.
ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “Ο ΣΩΤΗΡ”