Τρία χρόνια ὑπέφερε ὅλη ἡ ὀρεινὴ Τριχωνίδα ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ὅλα τὰ ὡραῖα δάση της εἶχαν γυμνωθεῖ. Οἱ πλαγιὲς ποὺ ἄλλοτε χαιρόσουν νὰ τὶς βλέπεις καὶ ἔδιναν ὀξυγόνο στὸν τόπο, τώρα ἦταν κατάξερες, λὲς καὶ τὶς κατάκαψε μεγάλη πυρκαγιά. Οἱ χωρικοὶ ζοῦσαν σὲ ἀπόγνωση. Τὸ κακὸ μέρα μὲ τὴ μέρα χειροτέρευε. Σὰν ἄλλη πληγὴ τοῦ Φαραὼ ἕνα βρώμικο μαλλιαρὸ σκουλήκι, χιλιάδες καὶ μυριάδες κάμπιες, ἐμφανίστηκαν στὴν περιοχὴ καὶ κατέτρωγαν τὰ πάντα. Ἔμπαιναν μάλιστα καὶ στὰ σπίτια καὶ τὰ μόλυναν ὅλα. Μόνο τὰ λιόδεντρα καὶ τὶς κληματαριὲς δὲν πείραξαν.
Μπρὸς στὴν τρομερὴ καταστροφὴ τὸ Δασαρχεῖο ἔκανε ἀναφορὰ στὸ Ὑπουργεῖο Γεωργίας, καὶ ἐκεῖνο ἀπάντησε ὅτι πρέπει νὰ γίνει ἀεροψεκασμὸς γιὰ νὰ σκοτωθοῦν οἱ κάμπιες. Θὰ ἔπρεπε ὅμως ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τὰ ζωντανά τους ἐπὶ δεκαπέντε μέρες νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς ἑστίες τους, γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ φάρμακο ποὺ θὰ ἔριχνε τὸ ἀεροπλάνο.
Τὸ σκέφτηκαν, τὸ ξανασκέφτηκαν καὶ τὸ συζήτησαν ὧρες πολλὲς στὶς συνελεύσεις τους οἱ χωρικοὶ καὶ τελικὰ συμφώνησαν ὅλοι τους νὰ ζητήσουν μὲ πίστη τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου.
Τὴν πρόταση αὐτὴ τὴν ἔκανε ὁ εὐλαβὴς ἐφημέριος τῆς κοινότητας Ἀμπελιῶν Τριχωνίδας παπα – Γιώργης Κούκης, καὶ τὴ δέχθηκαν ὁμόφωνα καὶ ὁλόψυχα ὅλοι τους. Συγκεκριμένα ὁ παπα – Γιώργης εἶπε:
–Ἀδελφοί μου, δὲν ξέρουμε γιατί τὸ ἐπέτρεψε αὐτὸ τὸ κακὸ ὁ Θεὸς στὰ μέρη μας. Ἐκεῖνος πάντως εἶναι Πάνσοφος, Πανάγαθος ἀλλὰ καὶ Παντοδύναμος καὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἀλλάξει καὶ νὰ τὰ διορθώσει ὅλα στὴ στιγμή, ἂν Τὸν παρακαλέσουμε μὲ πίστη. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε προστάτη μας ἰσχυρὸ τὸν ἅγιο Χριστοφόρο. Θὰ τὸν παρακαλέσουμε λοιπὸν μὲ πίστη νὰ πρεσβεύσει στὸν Κύριο γιὰ τὴ μεγάλη δοκιμασία μας. Τώρα ποὺ πλησιάζει καὶ ἡ γιορτή του, καὶ ἔχουμε καὶ ξωκκλήσι ἐμεῖς πρὸς τιμήν του, προτείνω νὰ νηστέψουμε μιὰ βδομάδα ὅλοι μας, νὰ ξομολογηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε ὅλοι οἰκογενειακῶς μὲ πίστη ἀνήμερα στὴ γιορτή του καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς βρῆκε. Τί λέτε;
–Σύμφωνοι! Συμφωνοῦμε! φώναξαν μὲ μιὰ φωνὴ ὅλοι τους.
Τὸ ξωκκλήσι τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου βρισκόταν μέσα σὲ ὡραῖο δάσος, τὸ ὁποῖο τώρα ἦταν κατάξερο ἀπὸ τὴν κάμπια. Τὴ μέρα τῆς γιορτῆς του οἱ πιὸ πολλοὶ χωρικοὶ στέκονταν εὐλαβικὰ ἀπ’ ἔξω, διότι εἶχε γεμίσει ἀπὸ νωρίς. Πρόσεχαν μὲ θέρμη ψυχῆς καὶ ἀφοσίωση στὴ θεία Λειτουργία καὶ κοινώνησαν ἑτοιμασμένοι ψυχικὰ ὅλοι τους. Λὲς καὶ δὲν ζοῦσαν στὴ γῆ ὅλη τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας. Οἱ ψυχές τους πετοῦσαν πρὸς τὸν οὐρανό. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Παράκληση ποὺ ἔψαλαν πρὸς τὸν ἅγιο Χριστοφόρο στὸ τέλος μὲ συγκίνηση καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς καρδιᾶς τους, παρακαλώντας τον νὰ μεσολαβήσει στὸν Κύριο γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς καταστρεπτικὲς κάμπιες.
Καθὼς ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸ ξωκκλήσι μέσα ἀπὸ τὸ κατεστραμμένο δάσος λυπημένοι γιὰ τὸ θέαμα ποὺ ἔβλεπαν, ἀλλὰ καὶ γεμάτοι ἱερὰ συναισθήματα ἀπὸ ὅσα ἔζησαν στὴ Λειτουργία καὶ στὴν Παράκληση, βλέπουν ξαφνικὰ ἕνα σύννεφο ἀπὸ φτερωτὰ ἔντομα νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ πέφτουν ἐπάνω στὶς κάμπιες.
Μερικοὶ νεότεροι ἔτρεξαν καὶ πλησίασαν νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τὰ ἔντομα αὐτά. Ὅλα εἶχαν τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μέγεθος. Ἔμοιαζαν σὰν μιὰ πολὺ μεγάλη χρυσόμυγα. Τὰ φτερὰ τους ἦταν χρυσὰ καὶ μπροστά τους εἶχαν μιὰ τσιμπίδα σὰν ψαλίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔκοβαν στὰ δύο τὴν κάμπια, καὶ αὐτὴ ψοφοῦσε ἀμέσως. Τὰ φτερά τους τὰ κάλυπτε καὶ δεύτερη χρυσοντυμένη σκληρὴ φτερούγα.
–Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε! Τρέξτε νὰ δεῖτε! φώναζαν πρὸς ὅλους. Ἐλᾶτε! Δὲν πέρασαν οὔτε δυὸ ὧρες ἀπὸ τὴν προσευχή μας στὸν Κύριο καὶ στὸν Ἅγιο, καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε! Γιὰ κοιτάξτε πῶς κόβουν στὴ μέση τὶς κάμπιες καὶ τὶς ἐξολοθρεύουν!
Πλησίασαν ὅλοι καὶ ἔβλεπαν μὲ θαυμασμὸ τὰ χρυσοντυμένα ἔντομα ποὺ σκότωναν ἀμέσως τὶς κάμπιες.
–Εἶμαι ὀγδόντα πέντε χρονῶν, εἶπε κάποιος χωρικός, καὶ μεγάλωσα καὶ ἔζησα στὸ δάσος, στὰ χωράφια, γεωργὸς καὶ κτηνοτρόφος· τέτοιο ἔντομο δὲν ξαναεῖδα ποτὲ στὴ ζωή μου!
–Δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας! φώναζαν ἄλλοι καὶ σταυροκοπιόντουσαν.
–Ὁ Ἅγιός μας εἶναι θαυματουργός, ἔλεγαν συγκινημένοι ὅλοι, μεγάλη ἡ χάρη του, ἀρκεῖ νὰ πιστεύουμε.
Στὸ μεταξὺ τὰ χρυσοντυμένα ἔντομα δουλεύοντας συνέχεια ξεκαθάρισαν ὅλη τὴν περιοχὴ ἀπὸ τὶς κάμπιες μέσα σὲ μιὰ βδομάδα καὶ ἔφυγαν πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπ’ ὅπου εἶχαν κατέβει, χωρὶς νὰ ἀφήσουν κανένα ἴχνος τους καὶ χωρὶς νὰ πάθει τίποτε κανένα ἀπὸ αὐτά. Πολλοὶ ποὺ ἔζησαν τὸ γεγονὸς τὸ θυμοῦνται ἀκόμη, καὶ ἂς πέρασαν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ τὸ διηγοῦνται δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἅγιο Χριστοφόρο, ποὺ μὲ τὴ χάρη του πρασίνισε καὶ πάλι ἡ ὀρεινὴ Τριχωνίδα.
ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “Ο ΣΩΤΗΡ”