Ἠ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι «μυστήριον μέγα», «τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον», ὅπως τὸ χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του (γ΄ 16). Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, συγκαταβαίνει ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξης Του καὶ λαμβάνει «μορφὴν δούλου»! Μὲ τὴ θεία ἐνανθρώπηση δὲν ἔχασε αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἀλλὰ προσέλαβε καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. «Μένων γὰρ ὃ ἦν, ἔλαβεν ὃ οὐκ ἦν, καὶ σὰρξ γενόμενος ἔμεινε Θεὸς Λόγος ὤν», σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 62, 231). Παραμένει τέλειος Θεός, ἀλλά, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, γίνεται καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Πόσο ὡραῖα ἀποδίδει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὸ πρῶτο ἰδιόμελο τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων! «Ἡ γὰρ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτὴρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, μορφὴν δούλου λαμβάνει, ἐξ ἀπειρογάμου Μητρὸς προελθών, οὐ τροπὴν ὑπομείνας· ὃ γὰρ ἦν διέμεινε, Θεὸς ὤν ἀληθινός· καὶ ὃ οὐκ ἦν προσέλαβεν, ἄνθρωπος γενόμενος διὰ φιλανθρωπίαν». Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Πατέρα, τὸ ἀκριβὲς ἀποτύπωμα τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, δηλαδὴ Θεὸς ἄναρχος καὶ προαιώνιος, παίρνει μορφὴ δούλου καὶ γεννιέται ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, χωρὶς νὰ ἀλλάξει μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος. Ἔμεινε ὅπως ἦταν Θεὸς ἀληθινός, ἀλλὰ προσέλαβε καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση, «ἑαυτὸν ἐκένωσε» (Φιλιπ. β΄ 7). Περιόρισε, σμίκρυνε, ἔκρυψε τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητός Του. «Συγκατεσμίκρυνεν τὴν ἄφραστον αὐτοῦ τῆς θεότητος δόξαν», ἑρμηνεύει ἀρχαῖος ἑρμηνευτής. Καὶ πῆρε μορφὴ δούλου. Ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ Του δείχνοντας τέλεια ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ, ποὺ εἶναι ὁ πλέον ὀδυνηρὸς καὶ ἀτιμωτικὸς θάνατος (Φιλιπ. β΄ 7-8). Ἐνδύθηκε τὸ ἔνδυμα τῆς ἄκρας ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴν καταφλεχθεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θέα τῆς θείας δόξης Του. Καταδέχθηκε νὰ κυοφορηθεῖ ἐπὶ ἐννέα μῆνες, νὰ γεννηθεῖ ὡς πτωχὸ καὶ ἀδύναμο βρέφος στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, νὰ γαλακτοτροφηθεῖ, νὰ περιτμηθεῖ, νὰ μεγαλώσει ὡς νήπιο, νὰ πεινάσει, νὰ διψάσει, νὰ κοπιάσει, νὰ πάθει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ ὑπομείνει τὸν πιὸ ἐπώδυνο καὶ ἐπονείδιστο σταυρικὸ θάνατο γιὰ χάρη μας.
Ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν ἄκρα ταπείνωση. Μὴν τὸ θεωρήσουμε ἁπλὸ ὅτι ὁ ἀθάνατος, ἄναρχος καὶ προαιώνιος Θεὸς γίνεται καὶ ἄνθρωπος, δοῦλος τῶν ἀνθρώπων, ὑπηρέτης, διάκονος, «ὑπήκοος μέχρι θανάτου», καὶ μάλιστα σταυρικοῦ! Ὅσο εἶναι τὸ «δυσανάβατον ὕψος» στὸ ὁποῖο βρίσκεται ὡς ἀπειροτέλειος Θεός, τόσο κατʼ ἀναλογίαν εἶναι καὶ τὸ «δυσθεώρητον βάθος» τῆς ταπεινώσεως ποὺ καταδέχθηκε γιὰ χάρη μας μὲ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ τὸ ἑκούσιο Πάθος Του.
Ἀλλὰ ὅσο βαθύτερα κατῆλθε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴ σταυρικὴ Θυσία Του, τόσο ὑψηλότερα ἀνῆλθε μὲ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του. Δὲν ἔχασε αὐτὸ ποὺ εἶχε ὡς Θεός, «ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος τοῦτο προσέλαβε». Θέωσε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Μόνος Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Μόνος Αὐτὸς κάθεται καὶ ὡς ἄνθρωπος «ἐκ δεξιῶν τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς», Ἀρχιερεὺς αἰώνιος «εἰς τὸ ὑπερεντυγχάνειν ὑπὲρ ἡμῶν». Μόνος Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν, «προσκυνούμενος καὶ εὐλογούμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ὁ οὐράνιος Πατέρας Τὸν δόξασε καὶ ὡς τέλειο ἄνθρωπο καὶ Τὸν ὑπερύψωσε! Τὸν ἀνέδειξε «Βασιλέα τῆς δόξης», «Κύριον τῶν κυριευόντων καὶ Βασιλέα τῶν βασιλευόντων». Τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα «Κύριος Ἰησοῦς Χριστός», ποὺ εἶναι «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα», ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ κάμψει «πᾶν γόνυ, ἐπουρανίων, ἐπιγείων καὶ καταχθονίων». Θὰ πέσουν νὰ Τὸν προσκυνήσουν οἱ ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες! Τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὴν ἐπιφανὴ καὶ μεγάλη, θὰ ὑποκλιθοῦν οἱ πάντες μπροστὰ στὴ θεία μεγαλειότητά Του, καὶ κάθε γλώσσα θὰ ὁμολογήσει δυνατὰ καὶ καθαρὰ ὅτι εἶναι «Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλ. β΄ 9-11).
Γιατί τὰ ἔκανε ὅλα αὐτὰ ὁ Κύριος; Γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο. Γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάσει σεσωσμένους στὸν οὐρανό. Γιὰ νὰ μᾶς κάνει θεοὺς κατὰ χάριν, «θείας κοινωνοὺς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4). Ὤ, πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του! Πόση ἡ συγκατάβαση τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μας!