Παραμονὲς Χριστουγέννων. Αὐτὲς τὶς μέρες ὅλες οἱ νοικοκυρές, ἄλλες μὲ λίγες, ἄλλες μὲ πολλὲς τσάντες γεμάτες ψώνια, μπαινοβγαίνουν στὰ διάφορα καταστήματα. Προμηθεύονται τρόφιμα, δῶρα, παρὰ τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ ὅλοι σχεδὸν ἀντιμετωπίζουμε στὴ χώρα μας τὰ τελευταῖα χρόνια. Ἡ Ἰουλία, ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ἄλλες φίλες της ἑτοίμασαν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους ἀρκετὰ δέματα μὲ τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα καὶ τὰ μοίρασαν σὲ οἰκογένειες ποὺ εἶχαν πολὺ μεγάλη ἀνάγκη. Τώρα σκέφτεται καὶ σημειώνει στὸ σημειωματάριό της τὶς ἀγορὲς ποὺ ἔχει νὰ κάνει ἀκόμη. Θέλει νὰ δώσει χαρὰ καὶ στὴν οἰκογένειά της μὲ τὸ γιορτινὸ οἰκογενειακὸ τραπέζι, ἔστω κι ἂν εἶναι πιὸ φτωχὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα χρόνια, ὅταν τὰ οἰκονομικά τους ἦταν καλύτερα.
Σήμερα, ὅμως, μιὰ εἴδηση ἦρθε νὰ τὴν ταράξει. Πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴ φίλη της Ἑλένη ὅτι μερικὰ τετράγωνα πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ δική της πολυκατοικία, σὲ μιὰ παλιὰ μονοκατοικία, μένει ἡ Φωτεινή, ποὺ μὲ πολὺ μεγάλη δυσκολία βολεύει τὰ οἰκονομικά της. Δὲν πάει παρὰ μισὸς χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ὁ σύζυγός της ἔφυγε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ ζωή. Ἔξοδα πολλὰ μὲ τὸν θάνατό του καὶ ἔπειτα γιὰ τὰ κληρονομικά, ποὺ μακάρι νὰ μὴν ὑπῆρχαν καθόλου. Παιδιὰ δὲν τοὺς εἶχε δώσει ὁ Θεός. Ἔφθασε νὰ πεινάει ἡ γυναίκα. Κάποια μέρα ἡ Φωτεινὴ ἐμπιστεύθηκε στὴν καλή της γειτόνισσα, τὴν Ἑλένη, τὴ φίλη τῆς Ἰουλίας, τὶς οἰκονομικές της δυσκολίες.
Ὅταν τό ᾿μαθε ἡ Ἰουλία, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Σκεφτόταν τὴ Φωτεινὴ ποὺ ἦταν παντέρημη. Οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὴ φίλη της Ἑλένη ἦταν βάσιμες. Πῶς θὰ κάνει Χριστούγεννα αὐτὴ ἡ γυναίκα; Πρέπει κάτι γιορταστικὸ νὰ ἔχει καὶ αὐτή.
Χωρὶς νὰ χάνει χρόνο τρέχει στὸ κατάστημα τῆς γειτονιᾶς ὅπου ἔκανε προηγουμένως τὰ δικά της ψώνια. Γεμίζει δυὸ τσάντες μὲ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα τρόφιμα, τυριά, κρεατικὰ κ.λπ. Εἶχε μαζί της καὶ ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι γιὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ μιὰ μικρὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἔβαλε καὶ αὐτὰ καλὰ συσκευασμένα μέσα σὲ μιὰ τσάντα καὶ κατ᾿ εὐθείαν γιὰ τὸ σπίτι τῆς Φωτεινῆς. Ἀνοίγει τὴν ἐξώπορτα τῆς μικρῆς αὐλῆς καὶ διακριτικὰ πλησιάζει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Κρεμάει μὲ ἀσφάλεια τὶς τσάντες στὸ χερούλι, χτυπάει τὸ κουδούνι καὶ ἐξαφανίζεται.
Ἡ Φωτεινὴ ξαφνιάστηκε σὰν ἄκουσε τὸ κουδούνι. Ποιὸς νὰ τὴ θυμήθηκε; Τέτοια μέρα ὅλοι κοιτάζουν τὰ σπίτια τους, γι᾿ αὐτὴν θὰ ἐνδιαφερθοῦν; Ὁ νοῦς της πῆγε στὰ παιδάκια ποὺ τὰ ἄκουγε ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ ψάλλουν τὰ κάλαντα. Ρίχνει μιὰ ματιὰ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο. Κάτι εἶδε νὰ κρέμεται στὴν πόρτα. Κατεβαίνει σιγά-σιγὰ τὴν ξύλινη ἐσωτερικὴ σκάλα της. Προσπαθεῖ νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα. Καταλαβαίνει ὅτι κάτι κρέμεται ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ χειρολαβή. Τά ᾿χασε, δὲν πίστευε στὰ μάτια της ὅταν εἶδε τὶς δυὸ τσάντες. Τὶς ξεκρέμασε μὲ τρεμάμενα χέρια. Μόλις τὶς ἄνοιξε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
–Χριστέ μου! φώναξε… Ἐσὺ μοῦ τὰ ἔστειλες αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ Σὲ γιορτάσω; Σ᾿ εὐχαριστῶ!
Πλησιάζει μεσημέρι. Μερικὰ παιδάκια μὲ τὰ τριγωνάκια τους συνεχίζουν νὰ ψάλλουν τὰ κάλαντα. «Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει…». Κοντοστέκονται κάθε λίγο καὶ μετροῦν αὐτὰ ποὺ ἔχουν μαζέψει. Ἡ Ἰουλία θέλει νὰ τοὺς δώσει χαρά. Ἀπὸ μέρες εἶχε ξεχωρίσει μερικὰ κέρματα γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ ψάλλουν τὰ κάλαντα, καὶ πρόθυμα τὰ φιλοδωρεῖ. Ἔχει ὅμως μιὰ ἀνησυχία γιὰ τὶς δυὸ τσάντες μὲ τὰ τρόφιμα, ἂν τὰ παρέλαβε ἡ Φωτεινή, ἢ μήπως τὶς ἅρπαξε κανένας ἄλλος… Βρῆκε τὸν τρόπο νὰ τὸ μάθει. Τηλεφωνεῖ στὴν Ἑλένη, κι ἐκείνη στὴ Φωτεινή. Συγκινημένη καὶ μὲ δυσκολία ἡ Φωτεινὴ προσπαθοῦσε νὰ ἀρθρώσει κάποιες λέξεις στὸ τηλεφώνημα τῆς φίλης της.
–Φωτεινή μου, αὔριο Χριστούγεννα, μὲ τὸ καλὸ νὰ γιορτάσουμε τὴ μεγάλη μας αὐτὴ γιορτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Τί συμβαίνει, Φωτεινή μου, καὶ κλαῖς; Τέτοιες χρονιάρες μέρες ξεχνᾶμε τὰ βάσανα καὶ τὶς πίκρες μας. Ἔχουμε τὸν Χριστό μας στὴ γῆ. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Ὅπως μᾶς τὸ ἐξήγησε καὶ ὁ θεολόγος στὴν τελευταία ὁμιλία του, σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μοναδικὸς καὶ ἀληθινὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας.
–Πῶς νὰ μὴν κλαίω, καλή μου; Χτύπησε τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας. Βγῆκα νὰ δῶ ποιὸς εἶναι. Δὲν βρῆκα κανένα νὰ περιμένει. Στὴν πόρτα ὅμως τί βλέπω! κρεμασμένες δυὸ τσάντες γεμάτες μὲ τρόφιμα! Καὶ τί δὲν εἶχαν μέσα! Μ᾿ ἔπιασε τὸ κλάμα. Εἶπα μέσα μου ὅτι ἦρθε δέμα ἀπ’ τὸν οὐρανό· σήμερα, παραμονὴ Χριστουγέννων!
Ἀλληλοευχήθηκαν καὶ ἔκλεισαν τὸ τηλέφωνο. Ἀμέσως τηλεφώνημα στὴν Ἰουλία.
–Ἰουλία μου, ὅλα πῆγαν πολὺ καλά, καὶ οἱ τσάντες ἔφθασαν στὸν προορισμό τους. Κι ἄρχισε νὰ τῆς ἐξιστορεῖ τὰ ὅσα ἔγιναν.
Ἡ Ἰουλία μὲ πλημμυρισμένη τὴν καρ-
διά της ἀπὸ χαρὰ συνεχίζει τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὸ γιορτινὸ τραπέζι τῆς οἰκογένειάς της. Θέλει ἀπερίσπαστοι ὅλοι τους αὔριο τὸ πρωὶ νὰ πᾶνε μαζὶ στὴ χριστουγεννιάτικη θεία Λειτουργία. Καὶ καθὼς ἐργαζόταν, ἄρχισε νὰ σιγοψέλνει: «Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται· Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου». Ὕψωσε κατόπιν τὴ φωνή της καὶ συνέχισε κάπως πιὸ δυνατά: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν..».