ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014
Μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν: Γαλ. α΄ 11-19
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα με-τὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ
Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν Χριστουγέννων, οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις μᾶς μεταφέρουν στὴ Βηθλεέμ, μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Μάγους, τὸν ἀστέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους… Μᾶς ἀφηγοῦνται τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή: «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»· σᾶς γνωστοποιῶ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Καὶ συνεχίζει: Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ κι ἐγὼ δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα «δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ στὰ ὑπερφυσικὰ σημεῖα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναφέρονται στὰ Εὐαγγέλια καὶ προσπαθεῖ εἴτε νὰ τὰ ἐξηγήσει μὲ διάφορους συλλογισμοὺς εἴτε νὰ ἀποδυναμώσει τὸ ἱστορικό τους ὑπόβαθρο δίνοντάς τους μυθικὸ χαρακτήρα. Κι ὅμως, εἶναι θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν ἀδιάψευστους μάρτυρες, ὅπως π.χ. ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων στοὺς βοσκούς, τὸ ἀστέρι τῶν Μάγων ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε μέρα-νύχτα καὶ τελικὰ στάθηκε ἐπάνω ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου ἦταν ὁ νεογέννητος Χριστός, κ.ἄ. Ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύφθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ πλέον χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἑορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα: τὴν ἱστορικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
2. Δύναμη ἀναγεννητικὴ
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴ θεοπνευστία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀκολουθοῦν.
Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν φέρνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα μεταστροφῆς καὶ ἀναγεννήσεως ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Γράφει: «Ἠκούσατε τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν»· ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγὴ ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τὸ νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων. Ἀκούσατε δηλαδὴ ὅτι κατεδίωκα ὑπερβολικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν καταστρέψω.
Κι ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἦταν φανατικὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν περισσότερο κι ἀπὸ κάθε ἄλλο Ἰουδαῖο, ὅταν δέχθηκε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐγκατέλειψε τὴν προηγούμενη ζωή του καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ καλοδιάθετες ψυχὲς δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἀσυγκίνητες στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ πραγματικὸ συγκλονισμὸ μέσα τους καὶ γίνεται ἀφορμὴ μετανοίας καὶ ριζικῆς ἀλλαγῆς. «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. δ΄ 12). Εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ κοφτερὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μαχαίρι δίκοπο. Εἰσχωρεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὶς ἀπαραίτητες τομὲς ἐπιφέρει τὴν κάθαρση, τὴ θεραπεία, τὴν ἀνακαίνιση!
3. Ὁ «Ἀδελφόθεος»
Κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ὀνομάζεται «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τρεῖς σημαντικὲς μορφές: Τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου, τὸν βασιλέα Δαβὶδ ὡς προπάτορα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο. Εἰδικὰ γιὰ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ τέλος τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ Ἀναγνώσματος καὶ βεβαιώνει ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο, δὲν συνάντησε κανέναν ἄλλον Ἀπόστολο, «εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου».
Βέβαια, ὅταν ἀκοῦμε γιὰ ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἶναι παιδιὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ὑπῆρξε Παρθένος καὶ πρὸ καὶ κατὰ καὶ μετὰ τὸν τόκον, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ἀειπάρθενος, ἀλλὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ. Διότι ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ, προτοῦ μνηστευθεῖ τὴν Παναγία, εἶχε σύζυγο ποὺ πέθανε καὶ μὲ τὴν ὁποία εἶχαν ἤδη ἀποκτήσει παιδιά. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Ἰάκωβος. Κι ἐπειδὴ στὰ μάτια τῶν Ἰουδαίων ὁ μνήστορας Ἰωσὴφ νομιζόταν ὡς ὁ πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ ὁ Ἰάκωβος καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ θεωροῦνταν ὡς ἀδελφοί Του.
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ποὺ ἔμεινε γνωστὸς ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου» φάνηκε ἀντάξιος τοῦ τιμητικοῦ αὐτοῦ τίτλου, διότι, ὡς πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ αὐταπάρνηση μέχρι τέλους καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἐπισφραγίσει τὴ ζωή του μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἂς ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες του.